Μήνυμα Στουρνάρα προς την ελληνική κυβέρνηση

«Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει μια μοναδική ευκαιρία να εφαρμόσει τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα είχαν τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα. Είναι μια ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί», είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας σε διάλεξή του στο London School of Economics το βράδυ της Τετάρτης.

Ως άμεσες προκλήσεις για την κυβέρνηση επισήμανε την παγίωση των δημοσιονομικών επιτευγμάτων, την περαιτέρω εξειδίκευση και συμφωνία με τους θεσμούς της πλήρους λίστας συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων έως το τέλος Απριλίου, καθώς και την εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων ώστε να επιτραπεί η γρήγορη και επιτυχής ολοκλήρωση της τρέχουσας διαδικασίας αξιολόγησης. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «η πλήρης εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και η ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης είναι προαπαιτούμενα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».

Στη διάλεξη που είχε ως θέμα τις εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας είπε επίσης μεταξύ άλλων πως η οικονομία θα τρέξει το 2015 με ρυθμό ανάπτυξης ταχύτερο από αυτόν του 2014 εφόσον ελεγχθούν οι αβεβαιότητες που υπάρχουν και ότι το Grexit δεν είναι επιλογή, καθώς δε θα επέφερε κανένα όφελος παρά μόνο πολύ πόνο.

Εκτίμησε εξάλλου ότι η συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου σε συνδυασμό με τη συμφωνία υψηλού επιπέδου της 20ής Μαρτίου έχουν άρει μέρος της αβεβαιότητας και έχουν δώσει χρόνο στην κυβέρνηση να ολοκληρώσει τις εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις και να θέσει τις δικές της προτεραιότητες. «Η συμφωνία της 20ής Μαρτίου επιβεβαίωσε τη βούληση όλων των πλευρών να σεβαστούν τους κανόνες του παιχνιδιού και τις διαδικασίες που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου», τόνισε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας. Είπε δε ότι αυτές οι θετικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε σταθεροποίηση των τραπεζικών καταθέσεων.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, τόνισε ότι δεν αποτελεί επιλογή «για τον απλό λόγο ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει αποκατασταθεί μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και των τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας». Όπως σημείωσε, «το Grexit δε θα επέφερε κανένα όφελος, αλλά πολύ πόνο και η οικονομία θα περνούσε σε μία ακόμα βαθιά ύφεση με αποτέλεσμα την ανάγκη για έναν ακόμα γύρο δημοσιονομικής προσαρμογής», ενώ παράλληλα θα επιβάλλονταν κεφαλαιακοί έλεγχοι και πάγωμα καταθέσεων.

«Η εγκατάλειψη του ευρώ δε θα επέτρεπε στη χώρα να ακολουθήσει μία ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, καθώς πρωταρχικός στόχος της κεντρικής τράπεζας θα ήταν η σταθεροποίηση της αξίας του νομίσματος», συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας.

Έκανε λόγο για πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή παραθέτοντας σχετικούς δείκτες και αναφέρθηκε στους παράγοντες που οδήγησαν στην αποκατάσταση της θετικής πορείας ανάπτυξης της οικονομίας: δυνατές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης και επενδύσεις σε μηχανήματα και εξοπλισμό μεταφορών. Είπε επίσης ότι η ΤτΕ εκτιμά πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων είναι πιθανό να αυξήσουν τη δυνητική ανάπτυξη κατά περίπου 1,6% επί του ΑΕΠ ανά έτος επί μια περίοδο δέκα ετών.

«Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία η αύξηση του ΑΕΠ το 2015 εκτιμάται ότι θα είναι υψηλότερη από το 2014 και ακόμα μεγαλύτερη το 2016», είπε ο Γιάννης Στουρνάρας. Ως κύρια στοιχεία αβεβαιότητας μεσοπρόθεσμα προσδιόρισε την τύχη της επιτυχούς εκπλήρωσης της μεταβατικής συμφωνίας με τους εταίρους, μια πιθανή επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά και την μεταρρυθμιστική κόπωση.

Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι αν και τα «σκληρά δεδομένα» δείχνουν ότι η οικονομία συνεχίζει να εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης, τα «μαλακά δεδομένα» σχηματίζουν μία μικτή εικόνα. Παρέπεμψε ενδεικτικά στις αποδόσεις των ομολόγων και τις τιμές των μετοχών που επιδεινώνονται τους τελευταίους μήνες.

Ως προς το δημόσιο χρέος είπε ότι με τους ευνοϊκούς όρους εξυπηρέτησής του μπορεί να πει κανείς ότι παρά το μεγάλο ύψος του, περίπου στο 177% του ΑΕΠ, δε χρειάζεται να συνιστά τόσο μεγάλη ανησυχία, υπό τον όρο ότι θα υπάρχει μία αξιόπιστη δέσμευση στους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους και στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Παρόλα αυτά, πρόσθεσε, θα πρέπει να γίνει περαιτέρω ελάφρυνση του σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012. Όπως είπε, αυτό είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί μια βιώσιμη μείωση του ελληνικού χρέους και για να εξομαλυνθεί το δανειστικό προφίλ της χώρας μετά το 2022/23. Σημείωσε ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι να γίνει αυτό χωρίς ζημιές για τους πιστωτές στην Ευρωζώνη, όπως με περαιτέρω μείωση επιτοκίων και επιμήκυνση του χρόνου ωρίμανσης.

Απαντώντας σε ερωτήσεις από το πολυπληθές ακροατήριο δήλωσε πιο αισιόδοξος σήμερα σε σχέση με έναν μήνα πριν. «Η συνάντηση υψηλού επιπέδου της περασμένης εβδομάδας έχει δώσει ελπίδες πως η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων», είπε και πρόσθεσε πως η γλώσσα του σώματος στη συνάντηση Μέρκελ-Τσίπρα ήταν ενθαρρυντική. Όπως σημείωσε, «η ελληνική κυβέρνηση έχει την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων που θέλει να εφαρμόσει και το ζήτημα είναι ο σεβασμός των δημοσιονομικών στόχων, να συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που είναι η καλύτερη συνταγή για να συνεχιστεί η καλή πρόοδος και να δοθεί περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη».

Παραδέχθηκε ότι αν δεν υπήρχαν πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί τα σημερινά προβλήματα ρευστότητας, είπε ότι υπήρχαν μεγάλες εκροές κεφαλαίων αλλά ότι η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί με την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παρακολουθούν «πολύ πολύ προσεκτικά» την κατάσταση, ενώ τόνισε ότι «δεν υπάρχει καταληκτική ημερομηνία» ως προς την ικανότητα εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους. Όπως σχολίασε, γίνονται συζητήσεις με τους εταίρους για να μην υπάρχει αυτή η καταληκτική ημερομηνία και ότι υπάρχουν όργανα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μην υπάρξει μια τέτοια ημερομηνία.

Σε ό,τι αφορά τη στάση της ΕΚΤ, είπε ότι ο κ. Ντράγκι έχει καταστήσει σαφές ότι η εξαίρεση για την αποδοχή ελληνικών ομολόγων θα επανέλθει σε ισχύ όταν ληφθεί το πράσινο φως από το Eurogroup, κάτι που θα επιτρέψει και τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Για την ώρα «υπάρχουν συγκεκριμένες νομισματικές και οικονομικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν στην ΕΚΤ να επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα έντοκα γραμμάτια», πρόσθεσε ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης.

Τέλος, σε ερώτημα για το πόσο εύκολο είναι να πληρώσει φόρους η ελληνική ελίτ, απάντησε ότι όντως είναι ένα δύσκολο έργο, αλλά όχι αδύνατο. Σημείωσε ότι η φοροδιαφυγή δε γίνεται μόνο από τους πλούσιους, ενώ τόνισε ότι υπάρχουν και τα θέματα της φοροαποφυγής και των φορολογικών εξαιρέσεων – διερωτήθηκε χαρακτηριστικά γιατί να είναι χαμηλότερος ο ΦΠΑ σε κάποια πλούσια νησιά σε σχέση με το Διδυμότειχο.
Πηγή: Θανάσης Γκαβός