Grexiting the crisis: Η πορεία εξόδου από την κρίση επί τάπητος στο LSE


Στην ομιλία του το βράδυ της Τετάρτης, ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Χριστοδουλάκης επισήμανε ως παράγοντα-κλειδί για την κρίση την ύφεση. Όπως τόνισε, κάθε χρόνο από το 2008 και μετά το δημόσιο χρέος αυξάνεται από 5% έως 15% επί του ΑΕΠ μόνο και μόνο λόγω της έλλειψης ανάπτυξης. Μαζί με το αυξανόμενο χρέος προσδιόρισε και την αυξανόμενη ανεργία ως δύο βασικά εμπόδια στην πορεία για έξοδο από την κρίση.

Επικαλέστηκε στοιχεία που δείχνουν ότι μετά την περικοπή μισθών το κόστος εργασίας έχει πέσει στα επίπεδα του 1995, χωρίς όμως να βελτιώνονται αισθητά οι εξαγωγές. Εξήγησε ότι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας δεν είναι μόνο θέμα μισθών, αλλά και θέμα νέων τεχνολογιών, καινοτομίας και παραγωγικής δυνατότητας.

Επέκρινε τη φορολογική πολιτική «που έχει αποτύχει οικτρά» καθώς οι φόροι αυξάνονται χωρίς πρόσθετα έσοδα. Εκτίμησε δε ότι η λιτότητα όπως εφαρμόζεται είναι εξαιρετικά άνιση, δημιουργώντας προϋποθέσεις κλιμάκωσης της κοινωνικής έντασης.

Ως βήματα για έξοδο από την κρίση προσδιόρισε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του EFSF και όχι μέσα από το ελληνικό χρέος, τη δημιουργία ενός «μετώπου ανάπτυξης» με αξιοποίηση του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και την ανάκτηση της αξιοπιστίας, στην οποία θα μπορούσε να συμβάλλει η υιοθέτηση δημοσιονομικών κανόνων στην επικείμενη συνταγματική τροποποίηση.

Ο κ. Χριστοδουλάκης κατέληξε επισημαίνοντας ότι τώρα χρειάζονται περισσότερες μεταρρυθμίσεις και λιγότερη λιτότητα.

Ο αρθρογράφος της Καθημερινής και συγγραφέας Πάσχος Μανδραβέλης στάθηκε στην ανάγκη απαγκίστρωσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από το κράτος. Όπως είπε, η χώρα δε χρειάζεται ένα κρατικό όραμα για το μέλλον αλλά ένα σύνολο ιδιωτικών οραμάτων.

Εκτίμησε ότι η ρητορική για το νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα αναπαράγει θεωρίες του ισχύοντος αντιπαραγωγικού μοντέλου. Πρόσθεσε ότι το λάθος του ΔΝΤ και της ΕΕ ήταν ότι στους υπολογισμούς τους δεν κατάλαβαν πόσο βαθιά στην οικονομία έχει διεισδύσει το κράτος. Σχολίασε επίσης ότι για τους πολιτικούς οι μεταρρυθμίσεις είναι πιο δύσκολες από την εφαρμογή της λιτότητας,

Ο Ηλίας Παπαϊωάννου, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο London Business School και ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (CEPR) και το αμερικανικό Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών (NBER), είπε ότι οι δομές του κράτους είναι τόσο αδύναμες ώστε οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δε θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ακόμα και αν όλες οι πλευρές τις υποστήριζαν.

Η εποχή της «ευφορίας», όπως χαρακτήρισε την προ μνημονίου περίοδο, βασιζόταν σε λαϊκιστικές πολιτικές, τόνισε. Πρόσθεσε ότι ο βαθμός μείωσης του ελληνικού ελλείμματος είναι αξιοθαύμαστος, αλλά επισήμανε ότι ο πόνος της προσαρμογής έχει μοιραστεί άνισα.

Ως προβλήματα των διαρθρωτικών αλλαγών όρισε τον αργό ρυθμό τους και τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα, την αδυναμία του κράτους να τις προωθήσει και την έλλειψη νομιμοποίησης στα μάτια ορισμένων που θεωρούν ότι επιβάλλονται από το εξωτερικό. Όπως είπε, όλα αυτά υπάγονται στην έλλειψη πολιτικής συναίνεσης, λέγοντας ότι οι Έλληνες αυτοπροσδιορίζονται ως «αντι-».

Στην εκτίμησή του για το τι μέλλει γενέσθαι, προέβλεψε μια συνεχιζόμενη ένταση μεταξύ των δυνάμεων της μεταρρύθμισης και της αδράνειας, με επικρατέστερο σενάριο την αποκατάσταση θετικής αλλά βραδείας ανάπτυξης. Έμφαση έδωσε στην ανησυχία του περί διατήρησης της ανεργίας σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Σε πολιτικό επίπεδο, ο κ. Παπαϊωάννου έκανε λόγο για κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο με κυβερνήσεις που θα προκύπτουν από συνεργασίες, καθιστώντας δύσκολη τη λειτουργία του κράτους. Σε μη κυβερνητικό επίπεδο προέβλεψε έντονο πολιτικό εξτρεμισμό.

Ο κ. Παπαϊωάννου επισήμανε τέλος ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η αδύναμη κοινωνία, που εμφανίζεται αποκομμένη από την εξέλιξη στον υπόλοιπο κόσμο και όλο και πιο ξενοφοβική, μια τάση πάντως που όπως είπε προϋπήρχε της κρίσης. Η ελπίδα του είναι πως θα αναπτυχθεί έντονη δραστηριότητα της κοινωνίας των πολιτών, όπως έχει ήδη διαφανεί, με δράση ΜΚΟ, εθελοντισμό, δωρεές και ενεργότερη ανάμιξη στα κοινά.

Ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο LSE Δημήτρης Βαγιανός στάθηκε στην ανάγκη βελτίωσης των θεσμών στην Ελλάδα, χωρίς την οποία, όπως προειδοποίησε, το ΑΕΠ θα συνεχίσει να πέφτει. Εξήγησε ότι ενώ η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα συγκριτικά ψηλά διεθνώς ως προς το ΑΕΠ, είναι εξαιρετικά χαμηλά στις διεθνείς κατατάξεις περί θεσμικής αποτελεσματικότητας.

Εκτίμησε ότι η λιτότητα όντως θα μπορούσε να έχει εφαρμοστεί πιο σταδιακά, όπως πολλοί υποστηρίζουν, προσθέτοντας όμως ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα χρειαζόταν μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια προς τη χώρα. Ως προς το επιχείρημα ότι η ελάφρυνση χρέους θα μπορούσε να είχε έρθει πιο νωρίς και να είναι πιο επιθετική, παρέπεμψε σε περιορισμούς που θέτουν οι κανονισμοί λειτουργίας της ευρωζώνης.

Χαρακτήρισε παραπλανητικούς παράγοντες την έμφαση στη λιτότητα και όχι στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων, καθώς και την απόδοση ευθύνης στους ξένους για ένα πρόβλημα που είναι κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, ελληνικής υπαιτιότητας.

Ως προς το τι πρέπει να γίνει, είπε ότι η Ελλάδα πρέπει να εξελιχθεί σε μία σύγχρονη οικονομία της αγοράς με ποιότητα θεσμών επιπέδου δυτικής Ευρώπης. Για το δημόσιο τομέα κάλεσε σε απόδοση έμφασης στην παραγωγικότητα αντί στο μέγεθός του και χαρακτήρισε απαραίτητη την αξιολόγηση της επίδοσης των υπηρεσιών, τη δημιουργία συνθηκών υπό τις οποίες οι δημόσιοι λειτουργοί είναι υπόλογοι για τις ενέργειές τους και τη μεγαλύτερη αυτονομία.

Έδωσε το παράδειγμα των πανεπιστημίων, τα οποία όπως είπε πρέπει να λαμβάνουν χρηματοδότηση ανάλογα με την ποιότητα της διδασκαλίας και της έρευνας, όπως γίνεται στο εξωτερικό, αλλά και να έχουν την ελευθερία καθορισμού της διδακτικής ύλης, της πρόσληψης προσωπικού και της αναζήτησης ιδιωτικής χρηματοδότησης.

Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, ο κ. Βαγιανός συνέστησε έμφαση στη βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος παρά στην αναζήτηση ξένων επενδυτών και ιδιωτικοποιήσεων, για τις οποίες είπε ότι θα πρέπει να αποφασίζονται με γνώμονα την αποτελεσματικότητα προς όφελος της οικονομίας. Ζήτησε επίσης την κατάργηση αναποτελεσματικών κανονισμών.

Συμπερασματικά, ο κ. Βαγιανός τόνισε ότι για να επιτευχθεί βιώσιμη πρόοδος προαπαιτείται ένα καλό θεσμικό περιβάλλον, εκτιμώντας ότι οι μεταρρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι πιο πιθανές σε περιόδους βαθιάς κρίσης, καθώς υπάρχει συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτών και τα επενδεδυμένα συμφέροντα είναι αποδυναμωμένα.
Πηγή: Θανάσης Γκαβός, Λονδίνο