ΚΑΙΡΟΣ

Γιατί έχασε η Δύση στο Αφγανιστάν – Και πώς οι Αφγανοί θα μπορούσαν να έχουν βγει κερδισμένοι

Tου Greg Mills* 

Policy Brief  - Δίκτυο Για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη 

Η επανεπικράτηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, έπειτα από είκοσι χρόνια διεθνούς παρουσίας, υπηρεσίας άνω των δύο εκατομμυρίων ξένων στρατιωτών και αφοσίωσης πόρων άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, για την ανοικοδόμηση και τη δημιουργία δημοκρατικών θεσμών στη χώρα, θέτει καταρχήν τρία βασικά ερωτήματα: γιατί απέτυχε η διεθνής κοινότητα, πως θα διαμορφωθεί το περιφερειακό περιβάλλον μετά την πτώση της Αφγανικής Κυβέρνησης και την αποχώρηση των ΗΠΑ, και ποιες αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις της κυριαρχίας των Ταλιμπάν για την Ευρώπη και τη Δύση συνολικά. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα μας ωθεί αμέσως στην επόμενη, κομβική, διερώτηση: υπήρξε τρόπος να αποφευχθεί η κατάρρευση του Αφγανιστάν; Θα μπορούσε μια διαφορετική στρατηγική, από πλευράς των δυτικών δυνάμεων, να υποστηρίξει την εκσυγχρονιστική προσπάθεια, αποτρέποντας την επικράτηση των ισλαμιστών; Ο Greg Mills είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει το Αφγανιστάν από πρώτο χέρι. Όπως γνωρίζει τα τακτικά κίνητρα, τη στρατηγική, τη στρατιωτική και πολιτική πράξη των δυτικών δυνάμεων στη χώρα. Υπήρξε, άλλωστε, σε ένα βαθμό, διαμορφωτής της, ως επικεφαλής του Prism Group, συμβουλευτικού βραχίωνα της Διεθνούς Δύναμης για την Προαγωγή της Ασφάλειας ISAF, περνώντας πολλά χρόνια στο πεδίο, στην Kabul και την Kandahar. O Mills υποστηρίζει ότι η παγκόσμια κοινότητα απέτυχε να διασφαλίσει τη σταθερότητα στο Αφγανιστάν για μια σειρά από λόγους: μετρήσιμους (έλλειψη σωστής κατανομή ανθρωπίνων πόρων - στρατευμάτων), σχεδιαστικούς (απουσία δομημένου σχεδίου που συμβαδίζει με την εκάστοτε συγκυρία και τις ιδιαίτερες ανάγκες της) αλλά και γεωπολιτικούς (συγκρούσεις περιφερειακών επιρροών). Θα μπορούσε, έστω και την τελευταία στιγμή, μεσούσης της εξέγερσης, να είχε αποτραπεί η κυριαρχία των Ταλιμπάν; Ο Mills απαντά θετικά, υπο την προϋπόθεση, οι δυτικοί να είχαν προβεί έγκαιρα σε ενέργειες που θα μπορούσαν να είχαν ενισχύσει μια στρατηγική καθοδηγούμενη από Αφγανούς, προς εκπλήρωσε των στόχων “που δεν μπόρεσε να υλοποιήσει το ΝΑΤΟ”. Πλέον, ωστόσο είναι αργά. Η επικράτηση των Ταλιμπάν σημαίνει πιθανότατα εξαφάνιση κεκτημένων είκοσι χρόνων, σε επίπεδο θεσμών και δικαιωμάτων. Στο εξής, η Δύση οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη διατήρηση έστω του minimum της σταθερότητας και της ελευθερίας στο Αφγανιστάν, σχεδιάζοντας ταυτόχρονα μια δομημένη πολιτική αντιμετώπισης των συνεπειών της πτώσης της Καμπούλ, σε κρίσιμους τομείς όπως το μεταναστευτικό και η ισσοροπία δυνάμεων, στη Μέση Ανατολή. 

Καθώς τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ αποχωρούν από το Αφγανιστάν εν μέσω της πτώσης της Καμπούλ και της κυριαρχίας των Ταλιμπάν, μια ερώτηση παραμένει αναπάντητη: Γιατί οι διεθνείς μεσολαβητές απέτυχαν στην αποστολή τους να διασφαλίσουν τη σταθερότητα στο Αφγανιστάν;

Πέντε λόγοι ξεχωρίζουν:

Οι επίλεκτοι της Δύσης δεν ήταν αρκετοί. Οι ζωές των 3500 διεθνών στρατευμάτων μαζί με αυτές περίπου 200.000 Αφγανών δεν ήταν αρκετές για να αντιστρέψουν την πορεία των γεγονότων απέναντι στους Ταλιμπάν που διαθέτουν ισχυρά κίνητρα. Το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να επισκιάζει την αποτυχία αποδοχής εξαρχής ότι επρόκειτο για ένα στρατηγικό εγχείρημα που περιλάμβανε πολύ παραπάνω από την ανατροπή των Ταλιμπάν που στηρίζουν την Αλ-Κάιντα, με αποτέλεσμα να μη γίνει σωστή κατανομή των πόρων της αποστολής. Η συνήθης δικαιολογία που δίνεται είναι ότι αποσπάστηκε η προσοχή των Η.Π.Α. από το Ιράκ. Σε ένα βαθμό αυτό ισχύει, αλλά δεν εξηγεί γιατί το Αφγανιστάν δεν σταθεροποιήθηκε ακόμα και όταν περισσότεροι πόροι ήταν διαθέσιμοι. Η πολιτική ηγεσία της Δύσης απλώς στερούταν την απαραίτητη υπομονή να διεξαγάγει έναν πιο μακροχρόνιο πόλεμο.

Δεν υπήρχε σχέδιο. Το σχέδιο της Δύσης εξελίχθηκε δια της επανάληψης, με αλλαγές σε μόνο σε πρόσωπα – πρεσβευτών, διοικητών και πολιτικών. Ήταν εντυπωσιακή η επικάλυψη της στρατηγικής από την επιχειρησιακή τέχνη του στρατού καθώς έγινε η μετάβαση από την αλλαγή καθεστώτος στο χτίσιμο ενός έθνους, μονίμως σε αντίστροφη σχεδίαση με τα δεδομένα που λαμβάνονταν από το έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο, η Δύση μετατράπηκε σε άλλον έναν τοπικό πολέμαρχο, αν και μεγάλο και ισχυρό – εφόσον είναι προσωρινός – κάποιος που μπορούν να διαχειριστούν, με τον οποίο μπορούν να πολεμήσουν, να συμμαχήσουν, ακόμα και να συνεργαστούν, και για την απόκτηση πόρων και για το αποτέλεσμα που κάποια στιγμή θα αφήσει. Όποιες και αν ήταν οι στρατιωτικές αποτυχίες, οι πολιτικοί, οι διπλωμάτες και οι οργανισμοί βοήθειας έλαμψαν δια της απουσίας τους. Πολύ λίγη ενέργεια δαπανήθηκε στην αποκατάσταση της περιφερειακής ειρήνης μέχρι που πλέον ήταν πολύ αργά για να επιτευχθεί ειρήνη με τους Ταλιμπάν μέσα στο ίδιο το Αφγανιστάν.

Οι λύσεις που δίνονταν ήταν συνέπεια του φόβου και αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης αναζήτησης θεσμικής αντιστοιχίας. Όχι μόνο η Δύση υπερεκτίμησε την αξία των οργανισμών της, αλλά ο γραφειοκρατικός κολοσσός του ΝΑΤΟ επιδείνωσε αυτή τη δυναμική, υπερφορτώνοντας τα στρατεύματα, την ορολογία και τη στρατιωτικοποίηση  προς το συμφέρον του. Τα επιλεγμένα πρότυπα αξιολόγησης εξυπηρετούσαν την αποστολή μέχρι αυτή η αποστολή να πάψει να εξυπηρετεί την πολιτική του ΝΑΤΟ και την πολιτική του μοναδικού πραγματικού συμμάχου του, των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η γεωγραφία νίκησε την καλή θέληση. Όχι μόνο οι Ταλιμπάν αποδείχθηκαν ισχυροί και ευφάνταστοι αντίπαλοι, αλλά έχουν λάβει και βοήθεια από το εξωτερικό. Τα περισσότερα γειτονικά κράτη είχαν λόγους να αποστρέφονται και τελικά να απορρίπτουν τη Δυτική παρουσία. Η αντίληψη του Πακιστάν για τον ρόλο της Δύσης, από την αρχή, διαμορφώθηκε από αυτό που η Ισλαμαμπάντ είδε σαν προδοσία μετά τη Σοβιετική υποχώρηση το 1989, που άφησε τη χώρα με έναν εμφύλιο πόλεμο στα σύνορά του Πακιστάν και πάνω από 3 εκατομμύρια Αφγανούς πρόσφυγες μέσα σε αυτά. Από εκεί και πέρα οι Η.Π.Α. υποχώρησαν, για να επιστρέψουν σαν σύμμαχος μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το Αφγανιστάν γινόταν όλο και περισσότερο θύμα ευρύτερων στρατηγικών συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης Πακιστάν-Ινδίας, καθώς και γενικότερα των Ισλαμικών αισθημάτων απέναντι στη Δυτική παρουσία. Το Ιράν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Τατζικιστάν, αρχικά ήθελαν ένα τέλος της αστάθειας και να διατηρήσουν τις δικές τους σφαίρες επιρροής στο Αφγανιστάν. Αυτή η κατάσταση άλλαξε καθώς η Δύση βάλτωσε μέσα στον αγώνα και η κατεύθυνση των σχέσεων Η.Π.Α.-Ιράν και Η.Π.Α.-Ρωσίας άρχισε να χειροτερεύει. Οι Ταλιμπάν φαίνεται να σχεδίασαν την επίθεση τους με τέτοιο τρόπο ώστε να ασκήσουν πίεση στην Καμπούλ, αποκλείοντας την πρόσβαση στις βόρειες εμπορικές διόδους προς Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν και Τατζικιστάν και καθιστώντας την εξαρτημένη από τις νότιες οδούς μέσω του Πακιστάν. Η στρατηγική που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Καμπούλ, απεικονίζει τέλεια το μοτίβο και την έκταση των περιφερειακών επιρροών.

Αποτυχία παροχής βοήθειας στην ανάπτυξη. Με λιγοστές εξαιρέσεις, τα πρότυπα αξιολόγησης της βοήθειας αφορούσαν περισσότερο τους όγκους εξόδων παρά το αποτέλεσμα. Από τότε που η πλειοψηφία των θέσεων εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχει ανάγκη να βρεθεί τι ακριβώς χρειάζεται αυτός ο τομέας για να επιτύχει. Το Αφγανιστάν έδειξε ότι τα προγράμματα βοήθειας είναι κατά κανόνα αντίθετα στην οικονομική ανάπτυξη καθώς καθοδηγούνται κυρίως από άτομα που προφανώς δεν κατανοούν την επιχειρηματικότητα ή δεν τους αρέσει. Η παραδοσιακή οδός ενός επιχειρηματία με μια καλή ιδέα να δανειστεί χρήματα και να ξεκινήσει μια επιχείρηση χάθηκε στην αναζήτηση του εύκολου χρήματος, όπου τα επιχειρηματικά ταλέντα αντί να δημιουργούν νέες επιχειρήσεις αντλούσαν κυνικά τα περισσότερα από τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια έμμεσων χρηματοδοτήσεων που έρρευσαν στο Αφγανιστάν.

Μεταξύ του 2001 και του 2019, δυο εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες από το εξωτερικό υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν, και πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια δαπανήθηκαν, μια πρωτοφανής και αξιοσημείωτη αφοσίωση πόρων σε μια φτωχή χώρα. Επίσης εκφράζει ένα απίστευτου μεγέθους κόστος ευκαιρίας.

Αντί να στρεφόμαστε σε παρωχημένα στερεότυπα σχετικά με τον πόλεμο να επιστρέφει στον αγώνα της παλαιάς Βόρειας Συμμαχίας ενάντια στους Ταλιμπάν, ή στην ελπιδοφόρα ιδέα ότι οι Ισλαμιστές έχουν με κάποιον τρόπο αναμορφωθεί τα τελευταία 20 χρόνια και έχουν μετατραπεί σε μια πιο μετριοπαθή παραλλαγή του εαυτού τους, τα πράγματα θα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους: Πρόκειται για πόλεμο μεταξύ μιας εκσυγχρονιστικής Δημοκρατίας και τους σκοταδιστές Ταλιμπάν. Πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά όχι η ενσωμάτωση του εκσυγχρονισμού και της κυβέρνησης μέσα στις κοινότητες.

Η Δύση δεν πρέπει να ξεγελιέται. Η ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, είναι απίθανο να σημάνει ότι η μέθοδος διακυβέρνησης στο Αφγανιστάν θα είναι πολύ καλύτερη από ότι ήταν πριν από 20 χρόνια και οι διεθνείς τους διασυνδέσεις να ήταν πιο καλοήθεις.

Επίσης, δεν βρισκόμαστε στο 1996 όπου οι Ταλιμπάν ήταν καλοδεχούμενοι από πολλούς ως σταθεροποιητική δύναμη που απελευθέρωνε τη χώρα από τη βίαιη και πολυδάπανη
αναρχία των αντιμαχόμενων πολεμάρχων μουτζαχεντίν, παρά την αυταρχικότητα τους.

Πολλοί ισχυροί άνθρωποι έχουν επενδύσει πολλά χρήματα στο Αφγανιστάν. Ακόμα και αν έχουν καταφέρει να εξαγάγουν ορισμένα από αυτά, η κατάρρευση θα επιφέρει σημαντικό κόστος.

Επιπλέον, ήταν απαραίτητη η υλοποίηση ενός διαφορετικού περιφερειακού οράματος – που θα αποφέρει κέρδος για όλους και δεν θα μένει στο μηδέν – και όπου θα υπήρχε η δυναμική για πλούσιες ανταμοιβές.

Η πύλη Τόουρ Κουμ, στους πρόποδες του περάσματος Κιμπέρ στο Πακιστάν, αποτελεί απόδειξη των οφελών της στενής συνεργασίας, με ουρές εκατοντάδων φορτηγών και ανθρώπων που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους να περάσουν. Η συζήτηση στο μεσημεριανό τραπέζι στην Τζαλαλαμπάντ γυρίζει άμεσα στο κρίκετ και τις δυνατότητες των τοπικών ομάδων και των πρωταθλημάτων. Υπάρχουν χιλιάδες εμπορικές και άρα πολιτικές ευκαιρίες στη στενότερη περιφερειακή ενσωμάτωση, από τις φτηνότερες ροές δεδομένων και τις βελτιωμένες τραπεζικές υπηρεσίες που θα μπορούσαν να περνάνε από κοινές ζώνες οπτικών ινών μέχρι συγκροτήματα υδροηλεκτρικής ενέργειας, σαν αυτό που ο Γκάνι περιγράφει ως “Ασιατικό Κόμβο”. Επίσης, το Ιράν χρειάζεται ένα σταθερό Αφγανιστάν, δεδομένης της ανάγκης για εταίρους εν μέσω κυρώσεων των Η.Π.Α.

Η αποχώρηση της Δύσης από το Αφγανιστάν συμβαδίζει με ένα ηττοπαθές αφήγημα, το οποίο επαναλαμβανόταν τόσο συχνά που εν τελεί έγινε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Κατά την εξέγερση που έλαβε χώρα πριν την πτώση της Καμπούλ, η αναζήτηση νέων κατευθύνσεων μπορεί να έμοιαζε με όνειρο θερινής νυκτός. Ωστόσο, η Δύση θα έπρεπε να στηρίξει όσους θέλουν να πετύχουν τον εκσυγχρονισμό, αναγνωρίζοντας ότι η ίδια δεν είχε τη φαντασία, τη διπλωματία και τη διάρκεια να επιτύχει αυτόν τον σκοπό. Οι επίλεκτοί της απλώς δεν ήταν αρκετά καλοί.

Αντιθέτως, τρεις δυτικές ενέργειες θα μπορούσαν να είχαν ενισχύσει μια στρατηγική καθοδηγούμενη από Αφγανούς, με τη δυνατότητα να είχαν επιτευχθεί οι στόχοι που δεν μπόρεσε να υλοποιήσει το ΝΑΤΟ.

Πρώτον, να είχαν παρασχεθεί τα απαραίτητα χρήματα για να πληρωθούν οι στρατιώτες (και να εξαγοραστούν άλλοι). Υπάρχουν άλλες μορφές βοήθειας, όπως η παροχή πληροφοριών και η συντήρηση όπλων, που θα μπορούσαν επίσης να είχαν φανεί χρήσιμες. Ο Αφγανικός Εθνικός Στρατός είναι η “ραχοκοκαλιά” του Αφγανικού κράτους και το “μεγαλύτερο επίτευγμά του” όπως το έχει θέσει ο Αχμάντ Μασούντ, γιος του μακαρίτη ηγέτη της Βόρειας Συμμαχίας.

Δεύτερον, να  είχε υποστηριχθεί μια διπλωματική λύση που βοηθά τους εκσυγχρονιστές να υπερισχύσουν, διακόπτοντας τη βοήθεια σε περιφερειακούς παράγοντες που διαταράσσουν την ειρήνη, ενώ ταυτόχρονα να είχε ενισχυθεί η Αφγανική ενότητα απέναντι στους Ταλιμπάν.

Και τρίτον, ενώ απογαλακτιζόταν το Αφγανιστάν από την κάνουλα βοήθειας, να μην είχε αποκοπεί τελείως η βοήθεια σε κάποιους βασικούς τομείς, ιδίως στις υποδομές περιφερειακής συνδεσιμότητας.

Για την αποκατάσταση της  ειρήνης, ο πόλεμος θα ήταν απαραίτητος, καθώς δίχως αυτόν, οι Ταλιμπάν δεν θα είχαν κίνητρο να σταματήσουν να μάχονται. Και τώρα που υπερίσχυσαν, όλα τα θεσμικά κέρδη μαζί με τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα τα δικαιώματα των γυναικών, θα χαθούν.

*Ο Greg Mills είναι ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Brenthrust Foundation, Senior Fellow του ΔΙΚΤΥΟΥ, ενώ υπήρξε επικεφαλής των συμβούλων ISAF (Διεθνής δύναμη για την προαγωγή της ασφάλειας) στο Αφγανιστάν καθώς και ειδικός σύμβουλος του Διοικητή των δυνάμων της Συμμαχίας στη χώρα, Στρατηγού David Richards.
 

Πηγή: skai.gr