ΚΑΙΡΟΣ

Ο Τίτος Πατρίκιος στον ΣΚΑΪ: «Το ψευδώνυμό μου στην Κατοχή ήταν Αργύρης»

Ο Τίτος Πατρίκιος θυμάται τα σχολικά του χρόνια στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και την αντιστασιακή του δράση μέσα από την ΕΑΜ νέων με το ψευδώνυμο «Αργύρης»

Της Κορίνας Γεωργίου

Η συνέντευξη δόθηκε τον Οκτώβριο του 2020

«Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου του 1940. Σήμερα το πρωί, την ώρα των Φυσικών, δεν θα είχαν περάσει περισσότερα από 20 λεπτά, ήρθε ο κ. Καρατασάκης και είπε κάτι στον κ. Τουφεξή. Όλοι νομίζαμε πως του είπε κάτι για να μην κάνουμε σχολείο. Πράγματι, ο Τουφεξής μας είπε με διάφορα μπιχλιμπίδια ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο...»

Ο Τίτος Πατρίκιος ήταν μόλις 12 χρόνων, “εσωτερικός” μαθητής ακόμη στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών, όταν η Ιταλία κήρυξε στην Ελλάδα τον πόλεμο, έπειτα από το ιστορικό “Όχι” του Μεταξά στο τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης που απεστάλη δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι. Ο έφηβος ετών 92 έχει κρατήσει το ημερολόγιό του από τότε και μου διαβάζει μερικές σελίδες…

«Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έγινε. Όλοι φωνάζαμε εναντίον! Όλοι γράφαμε στους πίνακες, στα θρανία, παντού. Ζήτω Η Ελλάς, Κάτω η Ιταλία.

Το βράδυ έγινε ένας ψεύτικος συναγερμός. Τέλος της πρώτης πολεμικής ημέρας για εμένα…»


Μιλώντας στον ΣΚΑΪ το 2020, ο Τίτος Πατρίκιος θυμάται τα σχολικά του χρόνια στη διάρκεια της Κατοχής αλλά και την αντιστασιακή  του δράση μέσα από την ΕΑΜ νέων με το ψευδώνυμο “Αργύρης”.

«Το ‘40-‘41 που άρχισε η φοβερή πείνα, και κατά κακή τύχη κι ένα φοεβρό κρύο, χιόνι, πάγος, ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους. Κι εμείς το πρωί που πηγαίναμε για το μάθημα - είχα έρθει πλέον στην Αθήνα, στη Βαρβάκειο Σχολή που ήταν δίπλα στην αγορά - έπρεπε να δρασκελίσουμε κάθε μέρα τον χειμώνα εκείνο 1-2 παγωμένα πτώματα.»

Τον ρωτώ τι αποτύπωμα αφήνει στην παιδική ψυχή η εικόνα αυτή των νεκρών. 

«Χαράσσεται ανεξίτηλα. Ακόμη και τώρα που κουβεντιάζουμε και αναφέρθηκα σε αυτά, την ίδια στιγμή είναι σαν να τα βλέπω.»

«Θυμάμαι, ήταν το 1942, πλησίαζε η 28η Οκτωβρίου. Σαν τώρα. Έρχεται ένας συμμαθητής μου, 3 χρόνια μεγαλύτερος - ο οποίος αργότερα έγινε διάσημος συγγραφέας, ο Βαγγέλης Γκούφας - και μου προτείνει να μπω στο ΕΑΜ Νέων. Αυτό περίμενα κι εγώ, να έρθει κάποιος να μου ζητήσει κάτι τέτοιο. 

Ήταν παραμονή της 28ης Οκτωβρίου και πήγαμε στο πάρκο στο Πεδίον του Άρεως να στεφανώσουμε τα αγάλματα των ηρώων. Γύρω γύρω ήταν Ιταλοί με κάτι τεθωρακισμένα που τα λέγαμε τενεκέδες, αλλά εμείς πήγαμε και τους στεφανώσαμε τους ήρωες. Μετά, συγκέντρωση στο κτήριο του Χημείου. Θυμάμαι, στη γωνία του Χημείου στην οδό Σόλωνος, εγώ φόραγα γυαλιά τότε, είχα μυωπία. Για να τα σώσω τα είχα βάλει στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου. Και με πλησιάζει ένας Ιταλός καραμπινιέρος, με αρπάζει και με αρχίζει στις κλωτσιές. Κι έτσι έσπασαν τα γυαλιά μου που τα είχα βάλει στην πίσω τσέπη για να τα σώσω. Είναι το πρώτο ξύλο που έφαγα από Ιταλό... 

Μετά φωνάξαμε τα “Ζήτω” στη Σόλωνος κι έπειτα σκορπίσαμε. Αυτή ήταν η πρώτη μου συμμετοχή σε αντιστασιακή εκδήλωση…»

Του θυμίζω το όνομα “Λέλα”. Το κορίτσι που του έσωσε τη ζωή στο παρά 1, ενώ τον είχε στήσει στον τοίχο για να τον εκτελέσει μια ομάδα συνεργατών των Γερμανών, λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση. 

«Το Λέλα ήταν ψευδώνυμο. Όλοι είχαμε ψευδώνυμο τότε. Το δικό μου ήταν “Αργύρης”, μου εξηγεί με βλέμμα σπινθηροβόλο και διάθεση εφήβου, ο Τίτος Πατρίκιος. 

«Μάλιστα, τις ημέρες των Δεκεμβριανών, κάποιος άλλος Αργύρης σκοτώθηκε. Κι ακούνε “σκοτώθηκε ο Αργύρης” οι δικοί μου, κι η μάνα μου μόνο που δεν έπαθε καρδιακή προσβολή. Με έκλαιγε για μια ολόκληρη ημέρα. Μέχρι το βράδυ που με είδε και κατάλαβε ότι δεν είμαι εγώ ο Αργύρης που σκοτώθηκε…»

Συγκινημένος ενθυμούμενος τα χρόνια εκείνα μου επισημαίνει ότι συχνά, όταν αναφερόμαστε στην Κατοχή, κρατάμε μόνο την πείνα, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, τις τραγωδίες, αλλά ξεχνάμε ότι ταυτοχρόνως υπήρχε μια «καταπληκτική πολιτιστική δραστηριότητα, άνθιση». 

«Η Αθήνα ήταν γεμάτη θέατρα. Βιβλιοπωλεία παντού. Βιβλία εκδίδονταν, με το λίγο χαρτί που υπήρχε και παρά τη λογοκρισία. Περιοδικά έβγαιναν. Έτσι, σε περιοδικά που βγήκαν στην Κατοχή δημοσίευσα το πρώτο μου ποίημα, το 1943, ήμουν 15 χρόνων. Στο “Ξεκίνημα της Νιότης” συγκεκριμένα.»

Με μάτια που γυαλίζουν μου λέει, ενώ φτάνουμε στο τέλος της συζήτησής μας: «Ο ναζισμός νικήθηκε στο παρελθόν με θυσία εκατομυρίων ανθρώπων αλλά τον βλέπουμε τώρα και στην Ευρώπη και στον τόπο μας να επανεμφανίζεται. Δεν με τρομάζει αυτό, αλλά με ανησυχεί. Δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Πρέπει να είμαστε πάντα σε εγρήγορση γιατί ο φασισμός δύσκολα εξαφανίζεται». 

Όταν τον ρωτώ τι τον φοβίζει σήμερα, έχοντας βιώσει ένα παρελθόν με πολλές δοκιμασίες, μου απαντά πως πιο πολύ τον τρομάζει «η τρέλα που μπορεί να έχουμε ως λαός, παρά ο εχθρός, που είναι είτε ο κορωνοϊος, είτε η τουρκική επεκτατικότητα, είτε οτιδήποτε άλλο.»

Μου κάνουν εντύπωση τα λόγια του λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας: «Με τα μηνύματα ή τις συμβουλές των παλαιοτέρων και των γηραιοτέρων να είστε πολύ προσεκτικοί γιατί πολλές φορές αυτά δεν αποβλέπουν στο δικό σας καλό, αλλά στη δικαίωση τη δική τους…»

Με ξεναγεί στην αξιοζήλευτη βιβλιοθήκη του και τον αποχαιρετώ με την υπόσχεση να τον επισκεφθώ ξανά στο φωτεινό διαμέρισμα του 6ου ορόφου στο Παγκράτι με την θαυμάσια θέα στον Λυκαβηττό…

Πηγή: skai.gr