Πώς κηρύσσουν πόλεμο οι ΗΠΑ; Μία ιστορία πολύπλοκων αγώνων με φόντο το Ιράν

Στις 20 Ιουνίου ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ διέταξε αεροπορικές επιδρομές εναντίον πυραυλικών εγκαταστάσεων και ραντάρ του Ιράν όμως – όπως δήλωσε ο ίδιος – ακύρωσε τις επιθέσεις περίπου δέκα λεπτά πριν πραγματοποιηθούν.

Οι αμερικανικές επιδρομές θα μπορούσαν να προκαλέσουν πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν, αναφλέγοντας την Μέση Ανατολή, βαθαίνοντας την αντιπαράθεση ανάμεσα σε σουνιτικές και σιιτικές δυνάμεις και εκτοξεύοντας στα ύψη την τιμή του πετρελαίου.

Πώς όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες, μία αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη, λαμβάνουν αποφάσεις για την χρήση ένοπλης βίας εναντίον άλλων χωρών; Η απάντηση είναι παραδόξως σύνθετη και αποτελεί αντικείμενο χρόνιων αντεκδικήσεων στην Ουάσιγκτον, ενώ εν τέλει τυχόν πόλεμος μπορεί να αποφασιστεί με βάση τις… τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001.

Η «προϊστορία»

Το Σύνταγμα ορίζει πως το Κογκρέσο έχει την αρμοδιότητα να «κηρύττει πόλεμο» και να δεσμεύει χρήματα για τις ανάγκες των ένοπλων δυνάμεων, ενώ ο πρόεδρος λειτουργεί ως ανώτατος επικεφαλής του στρατεύματος (Commander-in-Chief).

Ωστόσο, το κείμενο του 1787 δεν προσφέρει περαιτέρω διευκρινίσεις όσον αφορά συγκεκριμένες πολεμικές δικαιοδοσίες που έχουν η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία, με συνέπεια να εγερθούν ερωτήματα όσον αφορά την ελευθερία κινήσεων του Λευκού Οίκου σε περίπτωση όπου δεν υπάρχει κήρυξη πολέμου ή ανάλογο νομοθέτημα του Κογκρέσου.

Το ζήτημα ήλθε στο προσκήνιο το 1973, προς το τέλος του Πολέμου του Βιετνάμ, όταν το Κογκρέσο συμπέρανε πως η προεδρία έχει υπέρμετρες εξουσίες. Τα δύο σώματα του Κογκρέσου, η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων, υιοθέτησαν κοινό ψήφισμα (War Powers Resolution), που εν πολλοίς άλλαξε τις ισορροπίες.

Το ψήφισμα απέκτησε την ισχύ νόμου παρακάμπτοντας το βέτο του προέδρου Νίξον και κάθε διάδοχός του έκτοτε – τόσο Ρεπουμπλικάνοι όσο και Δημοκρατικοί – το έχει απορρίψει ως αντισυνταγματική απόπειρα περιορισμού των εκτελεστικών δυνάμεών του.

Τι προβλέπει το War Powers Resolution

Το ψήφισμα οριοθετεί ξεκάθαρα τις αρμοδιότητες του προέδρου και απαιτεί έγκαιρη συνεννόηση ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και το κοινοβούλιο.

Επιτρέπει στον πρόεδρο να στείλει στρατιώτες σε εχθροπραξίες ή σε περιβάλλον όπου επίκεινται εχθροπραξίες μόνον εφόσον προϋπάρχει κήρυξη πολέμου ή νομική εξουσιοδότηση από το Κογκρέσο. Ο πρόεδρος δικαιούται να δράσει ερήμην του κοινοβουλίου μόνο σε περίπτωση που οι κτήσεις ή οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ έχουν δεχτεί επίθεση.

Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν υπάρχει επίσημη κήρυξη πολέμου από το Κογκρέσο, ο Λευκός Οίκος είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει αναφορά τουλάχιστον μία φορά ανά εξάμηνο, ενημερώνοντας για την πορεία της σύρραξης, το εύρος της και την αναμενόμενη διάρκειά της.

Ο πρόεδρος είναι μάλιστα υποχρεωμένος να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από εχθροπραξίες 60 έως 90 ημέρες μετά την υποβολή κάθε εξαμηνιαίας αναφοράς, εκτός εάν το Κογκρέσο προβεί σε κήρυξη πολέμου, εξουσιοδοτήσει την παραμονή τους ή παρατείνει το χρονικό περιθώριο πριν την απόσυρση.

Επιπλέον, εάν ο πρόεδρος δρα χωρίς κήρυξη πολέμου ή κοινοβουλευτική εξουσιοδότηση, το War Powers Resolution δίνει στο Κογκρέσο την δυνατότητα να διατάξει άμεση απεμπλοκή αμερικανικών δυνάμεων από εχθροπραξίες με την υιοθέτηση ενός ειδικού τύπου ψηφίσματος από την Γερουσία και την Βουλή των Αντιπροσώπων (concurrent resolution) που δεν απαιτεί προεδρική κύρωση.

Το τελευταίο τμήμα έχει αμφισβητηθεί έντονα και ουσιαστικά έχει χάσει την ισχύ του, λόγω αρνητικών δικαστικών αποφάσεων για άλλα νομοθετήματα που περιείχαν εφάμιλλη πρόνοια «κοινοβουλευτικού βέτο». Παρά ταύτα, το ψήφισμα προβλέπει ότι ακόμα κι αν κάποια εδάφια καταπέσουν το υπόλοιπο παραμένει σε ισχύ.

Ο «τριακονταετής πόλεμος»

Η ψήφιση του War Powers Resolution έθεσε σε κίνηση τρεις δεκαετίες δύσκολης συνύπαρξης ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο.

Έως τον Μάρτιο του 2017 οι πρόεδροι υπέβαλαν 168 αναφορές στο Κογκρέσο βάσει των επιταγών του War Powers Resolution, όμως μόνον μία, το 1975, επικαλούταν το εδάφιο που εκκινεί την προθεσμία 60 ημερών για απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων. Στην πράξη ο Λευκός Οίκος βρήκε ένα «παραθυράκι» ώστε να παρακάμπτει την αντίστροφη μέτρηση.

Οι περισσότεροι πρόεδροι απέφευγαν να ενημερώσουν εκ των προτέρων τον Λόφο του Καπιτωλίου για τις προθέσεις τους όσον αφορά την χρήση ένοπλης βίας και συνήθως ενεργούσαν δίχως να λάβουν υπόψη το κοινοβούλιο, ή έβρισκαν οδούς αποφυγής του War Powers Resolution.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της κρίσης στον Κόλπο το 1987, όπου μολονότι η κυβέρνηση Ρέιγκαν χορηγούσε στα πληρώματα του αμερικανικού στόλου έκτακτο επίδομα επικινδυνότητας δεν δεχόταν πως πρόκειται για περίπτωση όπου «επίκεινται εχθροπραξίες». Η κυβέρνηση Κλίντον προτιμούσε να ενημερώνει εκ των υστέρων το Κογκρέσο για όλες τις κινήσεις της στην Βοσνία και το Κόσσοβο το 1993 και το 1999 αντίστοιχα, δίχως να ζητά άδεια για οτιδήποτε.

Το «κύμα» της 11ης Σεπτεμβρίου…

Όλα άλλαξαν στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον το 2001.

Μία εβδομάδα μετά τα χτυπήματα στους Δίδυμους Πύργους και στο Πεντάγωνο, τα δύο σώματα του Κογκρέσου ενέκριναν κοινό ψήφισμα που εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο να χρησιμοποιήσει «την απαραίτητη και κατάλληλη» βία εναντίον «εθνών, οργανώσεων ή προσώπων» που διαγιγνώσκει ότι «σχεδίασαν, παρήγγειλαν, διέπραξαν ή συνεπικούρησαν» τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ανάλογη βία μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον όσων έδωσαν καταφύγιο σε «τέτοιες οργανώσεις ή πρόσωπα».

Πρόκειται για την πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ που δίνεται εξουσιοδότηση για χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον απροσδιόριστων «οργανώσεων ή προσώπων», μάλιστα χωρίς ημερομηνία λήξης, είτε επειδή ενεπλάκησαν σε τρομοκρατικές ενέργειες είτε επειδή προστάτευσαν εμπλεκόμενους. Το εύρος των συνεπειών αυτής της απόφασης παραμένει άγνωστο.

Το ψήφισμα του 2001 λειτουργεί επιπλέον ως νομική εξουσιοδότηση για χρήση βίας στο πλαίσιο του War Powers Resolution. Αυτό σημαίνει ότι ο Λευκός Οίκος δεν χρειάζεται να ανησυχήσει για την αντίστροφη μέτρηση 60 έως 90 ημερών, ούτε να ζητήσει περαιτέρω έγκριση από το Κογκρέσο εφόσον υποστηρίζει πως οι αποφάσεις του καλύπτονται από το ψήφισμα του 2001.

Η κοινοβουλευτική εξουσιοδότηση για χρήση βίας του 2001, σε συνδυασμό με την εξουσιοδότηση του 2002 για πόλεμο στο Ιράκ, αποτελεί νομική βάση για τις πολύ μεταγενέστερες ενέργειες των ΗΠΑ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και άλλων τρομοκρατικών ομάδων στην Μέση Ανατολή – από την Συρία έως την Υεμένη.

Το επιχείρημα του Λευκού Οίκου είναι ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν και ο αρχηγός της οργάνωσης που εξελίχθηκε στο ISIS, Αμπού Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουι, συμμάχησαν το αργότερο το 2004, αν και οι ακόλουθοι του Ζαρκάουι δεν είχαν σχέση με την 9/11.

…και η σύνδεση με το Ιράν

Σε συνέχεια αυτής της λογικής, το ψήφισμα του μακρινού 2001 θα μπορούσε να λειτουργήσει ως νομική βάση για την έναρξη εχθροπραξιών από την κυβέρνηση Τραμπ εναντίον της Τεχεράνης, ενδεχόμενο που η Ουάσιγκτον έχει αρνηθεί να αποκλείσει.

Συνδετικός κρίκος είναι οι αναφορές πως μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν η Ισλαμική Δημοκρατία προσέφερε κρησφύγετο σε στελέχη της αλ-Κάιντα, της οργάνωσης που εκτέλεσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001. Η ρύθμιση φαντάζει παράξενη, δεδομένου ότι η αλ-Κάιντα είναι ακραία σουνιτική παράταξη ενώ το Ιράν προμετωπίδα του σιιτικού ισλάμ, όμως ουσιαστικά λειτούργησε ως αμυντική εγγύηση ότι το δίκτυο μπιν Λάντεν δεν θα δρούσε εντός ιρανικού εδάφους.

Τον Απρίλιο ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο απέφυγε να διευκρινίσει εάν η κυβέρνηση θεωρεί το ψήφισμα του 2001 επαρκές «πάτημα» για επίθεση στο Ιράν. «Θα προτιμούσα να το αφήσω στους δικηγόρους», είπε κατά την διάρκεια κατάθεσης στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας.

Προσέθεσε όμως πως οι δεσμοί μεταξύ Ιράν και αλ-Κάιντα είναι «πολύ πραγματικοί», σημειώνοντας ότι η Τεχεράνη έχει φιλοξενήσει στελέχη της οργάνωσης κι έχει επιτρέψει σε μέλη της να διασχίσουν την ιρανική επικράτεια σε μετακινήσεις τους.

Στα τέλη Ιουνίου μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων ζήτησαν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έγγραφη εξήγηση για το κατά πόσον οι εξουσιοδοτήσεις του 2001-02 σχετίζονται με το Ιράν.

Η βοηθός υπουργός Μαίρη Ελίζαμπεθ Τέιλορ απάντησε πολύ γενικά πως η κυβέρνηση μπορεί να ερμηνεύσει τις εξουσιοδοτήσεις ως άδεια για χρήση βίας για υπεράσπιση αμερικανικών ή συμμαχικών δυνάμεων που εμπλέκονται σε αντιτρομοκρατική δραστηριότητα ή σε επιχειρήσεις για ένα «σταθερό και δημοκρατικό Ιράκ».

Όσο παράξενο κι αν ακούγεται λοιπόν, εάν το Ιράν δεν προβεί εφεξής σε προκλήσεις ή επιθετικές ενέργειες, το κύριο νομικό βάθρο που έχει η κυβέρνηση Τραμπ για σύρραξη είναι η φιλοξενία στελεχών της αλ-Κάιντα – που είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια – κι ένα ψήφισμα του 2001 που αφορούσε τους υπεύθυνους για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Πηγή: skai.gr - Αλέξανδρος Μαράκης