Brexit: Τι σημαίνει το «no deal» και πόσο πιθανό είναι

Η βρετανική κυβέρνηση κατέστησε μέσα στην εβδομάδα «επιχειρησιακή προτεραιότητα» τις προετοιμασίες για το λεγόμενο ‘no deal Brexit’, την έξοδο από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Παράλληλα η ΕΕ ενεργοποίησε την Τετάρτη το σχέδιο έκτακτης ανάγκης για αυτό το απευκταίο για τους περισσότερους ενδεχόμενο.
 
Τι σημαίνει όμως στην πράξη ένα no deal και πόσο ρεαλιστικό σενάριο είναι;
 
Κατ’ αρχάς για τη Βρετανία σημαίνει ότι ήδη 4 δισεκατομμύρια λίρες από έναν σε γενικές γραμμές σφιχτό προϋπολογισμό έχουν διατεθεί ή θα διατεθούν εντός ημερών στα υπουργεία για να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα περιορισμού των όποιων προβλημάτων προκύψουν.
 
Από εκεί και πέρα η μη συμφωνία συνεπάγεται μη ισχύ της Συμφωνίας Αποχώρησης που έχει πετύχει η πρωθυπουργός Μέι με τις Βρυξέλλες. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς περαιτέρω ενέργειες δε θα υπάρξει μεταβατική περίοδος, επομένως η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου θα γίνει με τρόπο απότομο και με αναρίθμητες εκκρεμότητες.
 
Ένα βασικό δυνητικό πρόβλημα είναι οι μεταφορές. Η Κομισιόν έχει προτείνει την έγκριση κανονισμού που θα δίνει το δικαίωμα συνέχισης μεταφοράς εμπορευμάτων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, αλλά για διάστημα εννέα μηνών – υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια δικαιώματα θα δώσει το Λονδίνο και στους Ευρωπαίους μεταφορείς.
 
Σύμφωνα με προγενέστερη μελέτη ακαδημαϊκών και ειδικών στη Βρετανία, η απουσία συμφωνίας για τις μεταφορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε μόνιμες ουρές φορτηγών δεκάδων χιλιομέτρων λόγω καθυστερήσεων στο λιμάνι του Ντόβερ, από όπου αναχωρεί η πλειοψηφία των εμπορευμάτων προς την ηπειρωτική Ευρώπη μέσω της θαλάσσιας σύνδεσης με το Καλαί στη Γαλλία.
 
Ο τοπικός δήμος του Κεντ, μάλιστα, έχει προειδοποιήσει ότι το κυκλοφοριακό χάος θα μπορούσε να προκαλέσει βουνά σκουπιδιών στους δρόμους, δυσκολία μετακίνησης μαθητών ακόμα και καθυστερήσεις στην ταφή νεκρών.
 
Η Κομισιόν έχει συστήσει επίσης τη θέσπιση προσωρινών κανονισμών για την απρόσκοπτη συνέχιση των αεροπορικών συνδέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Ωστόσο, θα πρόκειται για προσωρινό μέτρο και παράλληλα δε θα εξασφαλίζει την πραγματοποίηση πτήσεων από βρετανικές εταιρείες μεταξύ δύο ευρωπαϊκών (μη βρετανικών) αεροδρομίων.
 
Προσωρινή θα είναι, σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισιόν και η εξασφάλιση της δραστηριοποίησης των βρετανικών χρηματοοικονομικών εταιρειών στην ΕΕ, με βάση την αρχή της «ισοδυναμίας» ως προς την παροχή υπηρεσιών.
 
Εξάλλου, θα εναπόκειται στα κράτη-μέλη να παραχωρήσουν άδεια διαμονής στους Βρετανούς πολίτες στο έδαφός τους. Υπενθυμίζεται ότι η βρετανική κυβέρνηση έχει προαναγγείλει ότι θα εγγυηθεί μονομερώς τα δικαιώματα των Ευρωπαίων κατοίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο σε περίπτωση no deal – αν και η σχετική νομοθεσία ακόμα δεν έχει προωθηθεί.
 
Στον αέρα θα βρίσκεται επίσης και το ποιοι μεταναστευτικοί κανόνες θα είναι σε εφαρμογή από τη βρετανική κυβέρνηση την 30ή Μαρτίου 2019, την επομένη του Brexit, σε περίπτωση που δε υπάρχει μεταβατική περίοδος.
 
Πέρα από τις πολλές άλλες εκκρεμότητες, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αντιμετωπίσει σημαντικό οικονομικό πλήγμα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ίδιου του βρετανικού Υπουργείου Οικονομικών, σε περίπτωση no deal και υπαγωγής των εμπορικών σχέσεων Βρετανίας-ΕΕ στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ο ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας σε 15 χρόνια θα είναι κατά 9,3% χαμηλότερος σε σύγκριση με το αν η χώρα είχε παραμείνει στην ΕΕ.
 
Η βρετανική βιομηχανία θα αντιμετώπιζε επίσης μεγάλα προβλήματα λόγω της αναπόφευκτης επιβολής δασμών στις εξαγωγές και εισαγωγές προς και από την ΕΕ. Οι Βρετανοί εξαγωγείς θα αντιμετώπιζαν δασμούς ύψους έως και 6 δισεκατομμυρίων λιρών, ενώ από την άλλη θα αυξανόταν το κόστος πολλών προϊόντων στη βρετανική αγορά.
 
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνουν οι ευρωσκεπτικιστές, το Ηνωμένο Βασίλειο δε θα ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει τα 45 δισεκατομμύρια ευρώ του «διαζυγίου» στην ΕΕ, ούτε θα υποχρεωνόταν η βρετανική δικαιοσύνη να λαμβάνει υπόψη αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
 
Πάντως το no deal δε θα έλυνε, αντίθετα μάλλον θα περιέπλεκε, το ήδη πλέον περίπλοκο ζήτημα που άπτεται του Brexit, δηλαδή το πώς θα αποφευχθούν τα σκληρά σύνορα μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
 
Σε πολιτικό επίπεδο ήδη το Σιν Φέιν έχει προειδοποιήσει την Τερέζα Μέι ότι σε περίπτωση η συμφωνίας με την ΕΕ θα πρέπει να διεξαχθεί δημοψήφισμα για απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας από το στέμμα και ένωση με την Ιρλανδία.
 
Βουλευτές της κ. Μέι, μάλιστα, έχουν προειδοποιήσει ότι σε περίπτωση που η κυβέρνηση υιοθετήσει ως πολιτική (πέρα από απλά επιχειρησιακή) προτεραιότητα το no deal, τότε θα ανεξαρτητοποιηθούν, μη διστάζοντας ακόμα και να στηρίξουν πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης.
 
Αν εξαιρέσει κανείς τους 40-80 ακραιφνείς ευρωσκεπτικιστές στο Συντηρητικό Κόμμα, η συντριπτική πλειοψηφία υπουργών και βουλευτών δεν επιθυμούν έξοδο από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Παρόλα αυτά, αν όπως αναμένεται η συμφωνία της πρωθυπουργού Μέι με τις Βρυξέλλες απορριφθεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων στα μέσα Ιανουαρίου, τότε η χώρα θα οδηγηθεί σε έξοδο χωρίς συμφωνία αν δεν υπάρξει νομοθέτημα περί άλλης διεξόδου.
 
Πολλοί βουλευτές και σχολιαστές τονίζουν διαρκώς ότι «η Βουλή δε θα επιτρέψει το no deal» αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα κοινοβουλευτικά εργαλεία: προτάσεις, τροπολογίες κτλ. Οι βουλευτές αυτοί βασίζονται στο ότι θα ήταν πολιτικά πολύ δύσκολο για την εκτελεστική εξουσία να αγνοήσει τη βούληση του συνταγματικά κυρίαρχου κοινοβουλίου σε ένα ζήτημα τόσο εξαιρετικής σπουδαιότητας.
 
Σε κάθε περίπτωση, για να αποφευχθεί το no deal λόγω εκπνοής χρόνου θα πρέπει να συγκροτηθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ κάποιας συγκεκριμένης εναλλακτικής λύσης: άλλη συμφωνία με την ΕΕ, εκλογές ή δημοψήφισμα ή το λεγόμενο «ελεγχόμενο no deal» με επιμέρους περιορισμένης έκτασης συμφωνίες και μία σύντομη μεταβατική περίοδο.
 
Όπως επανειλημμένως ακούγεται πλέον στη Βρετανία από σχολιαστές, «δεν αρκεί το κοινοβούλιο να λέει απλώς τι δε θέλει, αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό που τελικά θέλει».

Πηγή: Θανάσης Γκαβός, Λονδίνο