Ώρα αποφάσεων στη Γαλλία, «όχι» Σόιμπλε για αλλαγή του συμφώνου

Σε εξέλιξη βρίσκεται ο κρίσιμος δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες του υπουργείου Εσωτερικών της χώρας περίπου το 30,7% των εγγεγραμμένων πολιτών έχουν ήδη προσέλθει στα εκλογικά τμήματα προκειμένου να ψηφίσουν.

Η συμμετοχή έως τώρα είναι μεγαλύτερη από αυτή του πρώτου γύρου (28,3%) αλλά μικρότερη συγκριτικά με τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2007 (34.11%).

Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, ο Σοσιαλιστής υποψήφιος Φρανσουά Ολάντ είναι ο επικρατέστερος για να καταλάβει τον προεδρικό θώκο, σε βάρος του απερχόμενου προέδρου Νικολά Σαρκοζί. Εάν ο κ. Σαρκοζί αποτύχει να επανεκλεγεί, θα γίνει ο 11ος ευρωπαίος ηγέτης που χάνει το αξίωμά του στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης.

Αντίθετα, σε περίπτωση νίκης, ο κ. Ολάντ θα γίνει ο πρώτος Σοσιαλιστής πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας έπειτα από τη δεύτερη θητεία του Φρανσουά Μιτεράν, πριν από 17 χρόνια. Ο κ. Ολάντ διατηρούσε ένα σημαντικό δημοσκοπικό προβάδισμα καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, όμως μια πρόσφατη μέτρηση κατέδειξε μείωση του πλεονεκτήματός του σε τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες.

Εν τω μεταξύ, η ελβετική εφημερίδα Tribune de Geneve ισχυρίζεται ότι ο κ. Ολάντ έχει έως τώρα προβάδισμα που κυμαίνεται από 5,5 έως και 6%, χωρίς όμως να κατονομάζει τις πηγές της. Η πληροφορία αυτή δεν έχει ακόμα διασταυρωθεί.

Τα γαλλικά ινστιτούτα δημοσκοπήσεων θα ανακοινώσουν εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα στις 8 το βράδυ, αλλά αναμένεται να υπάρξουν νωρίτερα εκτιμήσεις από ξένα μέσα ενημέρωσης.

Οι γαλλικές εκλογές ενδέχεται να έχουν μεγάλη σημασία για τη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική της ευρωζώνης. Ο κ. Ολάντ άλλωστε έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι προτίθεται να τροποποιήσει το αυστηρότατο δημοσιονομικό σύμφωνο που υπογράφηκε από ηγέτες 25 εκ των 27 κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη Σύνοδο Κορυφής στις αρχές Μαρτίου.

Στον απόηχο των εξαγγελιών Ολάντ, πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, του νομισματικού επιτρόπου Όλι Ρεν και του ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Μόντι, έχουν ταχθεί υπέρ των προτάσεων για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες ως συμπλήρωμα των μέτρων λιτότητας.

Το επίμαχο σύμφωνο ουσιαστικά αποκρυσταλλώνει την προτεραιότητα που δίνει η Γερμανία σε αυστηρά ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και μείωση του δημόσιου χρέους στα κράτη του κοινού νομίσματος. Δεν περιέχει όμως προτάσεις για αναπτυξιακές πολιτικές.

Παρά τις αυξανόμενες πιέσεις προς το Βερολίνο, προκειμένου να μετριάσει τις επιταγές του δημοσιονομικού συμφώνου, η κυβέρνηση της καγκελαρίου Μέρκελ έως τώρα έχει εκφράσει την αποφασιστικότητά της να μην πραγματοποιήσει παραχωρήσεις.

Ενδεικτικές είναι άλλωστε πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος σχολίασε ότι η Γερμανία θα επιτρέψει μονάχα στον κ. Ολάντ να «φανεί αξιοπρεπής» εάν κερδίσει. «Έχω πει ότι ο κάθε πρόσφατα εκλεγμένος πρέπει να μπορεί να σώσει την αξιοπρέπειά του», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Σόιμπλε. «Επομένως θα συζητήσουμε το [σύμφωνο] μαζί του με πολύ φιλικό τρόπο αλλά δεν θα αλλάξουμε τις αρχές μας».

Παρά τα σχόλια του κ. Σόιμπλε, ανταπόκριση των Financial Times αποκαλύπτει ότι η κ. Μέρκελ επιθυμεί να συναντηθεί με τον νικητή των γαλλικών εκλογών τη μέρα μετά την ορκωμοσία του, ώστε να διευκρινιστούν οι γραμμές της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής.
Πηγή: Επιμέλεια: Μαράκης Αλέξανδρος