Μάλστρομ: Μού υποσχέθηκαν την κατάθεση του αντιρατσιστικού στη Βουλή

Την κατάθεση του νόμου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στη Βουλή ζήτησε από την Αθήνα η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Σεσίλια Μάλμστρομ στο πλαίσιο εκδήλωσης του ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά στο Βερολίνο. Η κ. Μάλστρομ επισήμανε μάλιστα ότι υπάρχει σχετική υπόσχεση από την ελληνική κυβέρνηση κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στη χώρα μας.

Ερωτηθείσα από την DW για το αν πιστεύει ότι επαρκούν οι προσπάθειες που καταβάλλει η ελληνική κυβέρνηση για την καταπολέμηση της ακροδεξιάς, η κ. Μάλστρομ απάντησε ξεκάθαρα ότι «όχι, δεν επαρκούν, αλλά κάνει όμως αρκετά (σ.σ. η κυβέρνηση). Βρισκόμαστε σε συνεχείς συνομιλίες για να δούμε πως μπορούμε να τους βοηθήσουμε, αλλά και για να παρακολουθήσουμε τι κάνουν. Κατά την παραμονή μου στην Αθήνα πριν μια εβδομάδα συζητήσαμε και για το νομοσχέδιο. Απ΄ ό,τι κατάλαβα σκοπεύουν να το προωθήσουν πολύ σύντομα. Έχει αργοπορήσει για διάφορους λόγους, αλλά θα κατατεθεί πολύ σύντομα στο κοινοβούλιο. Αυτό μού έχουν υποσχεθεί και εύχομαι να αποδειχθεί σωστό. Πρόκειται για ευρωπαϊκό δίκαιο».

Η ευρωπαία επίτροπος αναφέρεται σε σχετική ευρωπαϊκή οδηγία-πλαίσιο, που κάθε κράτος μέλος της ΕΕ είναι υποχρεωμένο να ενσωματώσει στην εθνική του νομοθεσία.

Η κ. Μάλμστρομ εξέφρασε την άποψη ότι ο ρατσισμός δεν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο το οποίο θα εξαφανιστεί με το τέλος της οικονομικής κρίσης. «Εναπόκειται σε εμάς», είπε η κ. Μάλμστρομ, «να διασφαλίσουμε ότι το θέμα θα βρίσκεται μονίμως στην ατζέντα». Αυτό θα πρέπει να κάνει και η Ελλάδα.

Σημειώνεται ότι, όπως έδειξε μια έρευνα του ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ (2011) σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, το 50% των ερωτηθέντων ήταν της άποψης ότι ο αριθμός των μεταναστών είναι υπέρογκα μεγάλος, ενώ το ένα τρίτο πίστευε ότι υπάρχει μια φυσική ιεραρχία ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικής εθνικής προέλευσης. Σε νεότερη έρευνα του Φρίντριχ Έμπερτ αναλύονται επίκαιρες τάσεις της ακροδεξιάς σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, οι αιτίες της ανόδου τους, όπως επίσης οι δυνατότητες αντιμετώπισης.

Σουλτς: Αναγκαία η ψήφιση νόμων για το ρατσισμό

Ένα από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς του ρατσισμού είναι οπωσδήποτε η ψήφιση νόμων, δηλώνει στην DW ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, απαντώντας σε ερώτηση μας για τις παλινδρομήσεις του κυβερνητικού συνασπισμού στην Ελλάδα όσον αφορά στην ψήφιση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου.

«Οι νόμοι προσδιορίζουν κανόνες. Και αυτοί οι κανόνες είναι το θεμέλιο της ειρηνικής συμβίωσης μιας κοινωνίας. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικοί οι νόμοι που θέτουν το πλαίσιο της συμβίωσης. Και αν υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να καταστρέψουν αυτό το πλαίσιο, τότε θα πρέπει να ψηφιστούν νόμοι, οι οποίοι θα τους περιθωριοποιούν», υπογράμμιση ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου.

Η παρέμβαση της κοινωνίας

Όσο σημαντική και να είναι η αντιρατσιστική νομοθεσία, το ζητούμενο είναι η παρέμβαση της κοινωνίας των πολιτών. Το παράδειγμα, όμως, θα πρέπει να το δίνουν πρωτίστως οι πολιτικοί, τόνισε ο πρόεδρος του ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σούλτς συμπληρώνοντας ότι «την ακροδεξιά τη νικάς όταν οι πολιτικοί έχουν το θάρρος να ορθώσουν δημόσια το ανάστημα τους στην ακροδεξιά. Κατά αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνουν και άλλους να πράξουν το ίδιο».

Πολλές φορές διαπιστώνουμε όμως στους πολιτικούς αντιφατικές συμπεριφορές αναφορικά με την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς. Όχι λόγω έλλειψης θάρρους, αλλά επειδή δεν είναι σε θέση να κάνουν κάθε φορά τις σωστές εκτιμήσεις, υποστηρίζει η πολιτική επιστήμονας Βασιλική Γεωργιάδου. Η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο έγραψε το απόσπασμα για την Ελλάδα στην έρευνα για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Αναλύοντας την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής από τις δημοτικές εκλογές του 2010 στην Αθήνα και μετά, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα ότι «τότε ο ρόλος της απομειώθηκε, δεν διαπιστώθηκε η σημασία εκείνου του 5,5% που είχε πάρει στις δημοτικές εκλογές. Στη συνέχεια ο ρόλος της υπερδιογκώνεται. Δεν αναφέρομαι σε μέτρα, γιατί μέτρα δεν παίρνονται, αλλά σε μια ρητορική η οποία ανεβάζει το ρόλο της Χρυσής Αυγής. Ίσως για να καλύψουμε και το κενό της σιωπής μας στο προηγούμενο χρονικό διάστημα, όταν θα έπρεπε πραγματικά να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου».
Πηγή: Πηγή: Deutsche Welle