Νέα δεδομένα για τις επιπτώσεις του αλατιού στην καρδιά

Όλο και περιπλέκεται η εικόνα αναφορικά με το πόσο επικίνδυνο είναι τελικά το αλάτι για το καρδιαγγειακό σύστημα, καθώς έρχονται στη δημοσιότητα νέες μελέτες που ξεφεύγουν από την παλαιότερη αντίληψη.

Μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πολύ αλάτι, αλλά και το πολύ λίγο, κάνει κακό στην καρδιά. Το κάθε τι με μέτρο είναι το μήνυμα της μελέτης, που θεωρεί ότι τα σχεδόν -ή ακόμα χειρότερα τα τελείως- ανάλατα φαγητά είναι όχι μόνο περιττά, αλλά ίσως ακόμα και επιβλαβή για την υγεία.

Οι ερευνητές του πανεπιστημίου ΜακΜάστερ του Οντάριο, με επικεφαλής τον Μάρτιν Ο'Ντόνελ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη σε αμερικανικό ιατρικό περιοδικό σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, διαπίστωσαν ότι ο αυξημένος κίνδυνος για καρδιαγγειακή πάθηση (έμφραγμα, εγκεφαλικό κ.α.) σχετίζεται κυρίως με την αυξημένη κατανάλωση αλατιού, αλλά επίσης και με την πολύ μικρή κατανάλωσή του, ενώ μικρότερος κίνδυνος υπάρχει για όσους κάνουν κατανάλωση του αλατιού με μέτρο.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά η μέση ημερήσια κατανάλωση να μην ξεπερνά τα δύο γραμμάρια νατρίου (ένα κουταλάκι του γλυκού αλάτι είναι περίπου πέντε γραμμάρια και περιέχει 2,3 γραμμάρια νατρίου).
Συνηγορώντας με τα νέα ευρήματα, ο δρ Γιαν Στέσεν του πανεπιστημίου της Λουβέν στο Βέλγιο, δήλωσε ότι, σύμφωνα και με τις δικές του έρευνες, η μείωση της κατανάλωσης του αλατιού (μέχρι το ενάμισι γραμμάριο νατρίου) τη μέρα μπορεί να βλάψει τον οργανισμό, ακόμα και να αποβεί θανατηφόρα. Οι επιστήμονες πάντως διευκρίνισαν ότι η ιδανική ποσότητα αλατιού διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του.

Η μείωση του αλατιού
, ιδίως σε όσους έχουν υψηλή πίεση αίματος, επιφέρει την υποχώρησή της τελευταίας. Όμως μία άλλη πρόσφατη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση του αλατιού στο γενικό πληθυσμό -δηλαδή και στους υγιείς- δεν θα είχε κάποιο ορατό όφελος για τη γενικότερη υγεία τους. Νέες μεγάλες κλινικές δοκιμές μπορεί να διαφωτίσουν περαιτέρω το επίμαχο ζήτημα στο μέλλον.

Πηγή www.kathimerini.gr
Πηγή: skai.gr