FT: Προβληματισμός για «ρωσική εισβολή» στην ελληνική αγορά αερίου

Στην ανάδειξη δύο ρωσικών εταιρειών, της Gazprom και της ιδιωτικής εταιρείας Sintez σε επικρατέστερους αγοραστές του ελληνικού κρατικού ομίλου φυσικού αερίου και τον προβληματισμό που αυτή η εξέλιξη προκαλεί σε ΕΕ και ΗΠΑ αναφέρεται ρεπορτάζ των Financial Times από την Αθήνα.

Η πώληση
της ΔΕΠΑ, εταιρείας εμπορίας αερίου και της θυγατρικής της ΔΕΣΦΑ, εταιρεία που διαχειρίζεται το δίκτυο παροχής, χαρακτηρίζεται ως η «ναυαρχίδα» των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς θα φέρει στα ελληνικά ταμεία τουλάχιστον 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο το ρωσικό ενδιαφέρον προκαλεί διλήμματα στην ελληνική πλευρά υπό τις προειδοποιήσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών που φοβούνται το άνοιγμα της αγοράς της χώρας σε ρωσικά συμφέροντα, γράφει η βρετανική εφημερίδα.

Έλληνας αξιωματούχος δηλώνει χαρακτηριστικά ότι από τη μία πλευρά υπάρχουν οι πιέσεις της τρόικα για την άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων από την ιδιωτικοποίηση και από την άλλη το ενδεχόμενο οι Ρώσοι να καταθέσουν προσφορά που η Ελλάδα δε θα μπορέσει να αρνηθεί. Σημειώνεται εξάλλου ότι μετά από δύο αναβολές το ΤΑΙΠΕΔ επιμένει ότι η συμφωνία για τις εταιρείες αερίου μπορεί να ολοκληρωθεί έως τα τέλη Μαρτίου.

Εκπρόσωπος εταιρείας που έχει πλειοδοτήσει αναφέρει ότι το χρονοδιάγραμμα εκπνέει γρήγορα και ότι είναι δύσκολη η έγκαιρη λήψη και αξιολόγηση των τελικών προσφορών, η επιλογή του προτιμώμενου αγοραστή και η ολοκλήρωση των συνομιλιών.

Οι Financial Times σχολιάζουν ότι η πώληση της ΔΕΠΑ θα αναθερμάνει το διετές πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των 15 δισ. ευρώ που αποσκοπεί στη μείωση του χρέους κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Ωστόσο, κανένας πάροχος από την Ευρώπη, την Ιαπωνία ή την Κίνα δεν έχει εγκριθεί από το ΤΑΙΠΕΔ, κάτι που αποδίδεται στο φόβο επενδυτών περί ενδεχόμενης εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη. Εκτός ρωσικών εταιρειών, οι υπόλοιποι πλειοδότες είναι η κρατική εταιρεία αερίου του Αζερμπαϊτζάν Socar, η ελληνική σύμπραξη Μ2Μ μεταξύ MotorOil-Μυτιληναίου και η ελληνική κατασκευαστική και ενεργειακή ΓΕΚ Τέρνα, που ενδιαφέρεται μόνο για τη ΔΕΣΦΑ.

Η εφημερίδα υπενθυμίζει ότι η Gazprom καλύπτει ήδη το 90% των ελληνικών αναγκών σε φυσικό αέριο μέσω αγωγού από την Βουλγαρία, ενώ η Socar προμηθεύει μια μικρή ποσότητα από αγωγό μέσω Τουρκίας. Η M2M διατηρεί μικρή συμμετοχή στην αγορά, καθώς μεταφέρει υγροποιημένο φυσικό αέριο σε σταθμό κοντά στην Αθήνα.

Σε δηλώσεις του στη βρετανική οικονομική εφημερίδα ο διευθύνων σύμβουλος της ρωσικής Sintez, Αντρέι Κορόλεφ τονίζει ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταστεί κέντρο διανομής αερίου για την Ευρώπη. Χαρακτηρίζει την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ ως ευκαιρία εισαγωγής της εταιρείας του στην ελληνική αγορά σε σχετικά χαμηλή τιμή λόγω της κρίσης. Προσθέτει ότι η Sintez σχεδιάζει την κατασκευή αγωγών σύνδεσης με γειτονικές χώρες και ενός δεύτερου σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Όποιος αγοράσει τη ΔΕΠΑ θα λειτουργεί σε μια ευρωπαϊκή αγορά
Το ρεπορτάζ των Financial Times σημειώνει ότι η Gazprom φέρεται να πλειοδοτεί μόνο για την ΔΕΠΑ, ευθυγραμμιζόμενη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία που απαιτεί τον διαχωρισμό των επιχειρήσεων παροχής από τις επιχειρήσεις διανομής. Πρόσφατα απέκλεισε την κατασκευή κέντρου αγωγών μέσω της Ελλάδας και της Αδριατικής στην Ιταλία, στο πλαίσιο του έργου South Stream για την μεταφορά φυσικού αερίου στην κεντρική Ευρώπη, σε μια κίνηση που δείχνει ότι είναι πρόθυμη να συμμορφωθεί με τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις αν κερδίσει το ελληνικό συμβόλαιο.

Σημειώνεται επίσης ότι αν η Gazprom δεν αποκτήσει τη ΔΕΠΑ και η Sintez βάλει πόδι στην ελληνική αγορά αερίου, τότε η μικρότερη ρωσική εταιρεία ίσως ενεργεί ως όχημα της Gazprom για την κυριαρχία επί της συγκεκριμένης αγοράς.

Το δημοσίευμα
καταλήγει με το σχόλιο ότι το ΤΑΙΠΕΔ μοιάζει να αψηφά την προειδοποίηση του Στέιτ Ντιπάτμεντ ότι η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει ποικίλες πηγές για την παροχή φυσικού αερίου, ώστε «να μην μπορεί να κρατηθεί όμηρος».

«Προχωρούμε με την διαδικασία ιδιωτικοποίησης με το σκεπτικό ότι όποιος αγοράσει τη ΔΕΠΑ θα λειτουργεί σε μια ευρωπαϊκή αγορά και θα είναι υποχρεωμένος να συμβαδίσει πλήρως με την ευρωπαϊκή νομοθεσία», σχολιάζει αξιωματούχος.
Πηγή: Θανάσης Γκαβός, Λονδίνο