Έλεγχοι μέσω τραπεζικών λογαριασμών για φοροδιαφυγή

Ενεργότερο ρόλο στην πάταξη της φοροδιαφυγής αναλαμβάνουν οι τράπεζες, μέσα από τη διασταύρωση των συναλλαγών που πραγματοποιούν φυσικά και νομικά πρόσωπα και των εισοδημάτων τους, όπως αυτά καταγράφονται στο εκκαθαριστικό σημείωμα της φορολογίας εισοδήματος.

Το γνωστό έντυπο Ε1 τίθεται πλέον στη διάθεση της τράπεζας τόσο για τους υφιστάμενους όσο και τους νέους πελάτες, η οποία θα μπορεί να συγκρίνει κατά πόσον οι τραπεζικές κινήσεις ενός μισθωτού, ελεύθερου επαγγελματία ή επιχειρηματία δικαιολογούνται από το ύψος των ετήσιων εισοδημάτων του.

Η σχετική υποχρέωση των τραπεζών προκύπτει από Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που τροποποιεί τη νομοθεσία για το ξέπλυμα χρήματος. Οπως προκύπτει από το κείμενο, στο στόχαστρο του ελέγχου τίθενται πελάτες και συναλλαγές που χαρακτηρίζονται υψηλού κινδύνου, στους οποίους περιλαμβάνονται:

- Ελεύθεροι επαγγελματίες που διατηρούν ή είναι δικαιούχοι λογαριασμών στους οποίους πιστώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος ποσά εισοδημάτων άνω των 200.000 ευρώ.

- Νομικά πρόσωπα στους λογαριασμούς των οποίων οι συνολικές καταθέσεις ή οι αναλήψεις μετρητών κατά το προηγούμενο έτος υπερέβησαν τις 300.000 ευρώ.

Στην Πράξη απαριθμούνται οι ύποπτες συναλλαγές που έχουν υποχρέωση να διερευνούν οι τράπεζες για φοροδιαφυγή και μεταξύ αυτών είναι η διενέργεια σημαντικού ύψους συναλλαγών που αφορούν πωλήσεις προϊόντων ευάλωτων σε απάτη ΦΠΑ και δεν είναι συμβατές με τον συνήθη τρόπο συναλλακτικής δραστηριότητας επαγγελματιών του κλάδου. Μεταξύ των προϊόντων που θεωρούνται ευάλωτα για απάτη ΦΠΑ είναι οι υπολογιστές, τα είδη τηλεφωνίας, τα προϊόντα ήχου και εικόνας, ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός, οι λευκές συσκευές κ.ά.

Ύποπτη είναι επίσης η χρήση του προσωπικού λογαριασμού του ιδιοκτήτη ή του υπαλλήλου μιας εταιρείας για τη διενέργεια συναλλαγών της επιχείρησης, με στόχο την απόκρυψη πωλήσεων ή άλλων εταιρικών γεγονότων. Αντίστοιχα ύποπτη είναι η συναλλακτική δραστηριότητα ενός πελάτη που μεταφέρεται σε νέο λογαριασμό, όταν η τράπεζα έχει λάβει αιτήματα από φορολογικές, τελωνειακές, δικαστικές ή διωκτικές αρχές για την παροχή στοιχείων ή την επιβολή μέτρων διασφάλισης του Δημοσίου.

Προς διερεύνηση είναι ακόμη οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρείας με όρους που αποκλίνουν από τις συνήθεις της συγκεκριμένης αγοράς, όπως η σημαντικά χαμηλότερη τιμή από την εμπορική, η πώληση σε πρόσωπα που συνδέονται με την εταιρεία ή ακόμα και η εξαιρετικά γρήγορη ολοκλήρωση της πώλησης, που ενδεχομένως να υποκρύπτουν προσπάθεια δόλιας χρεοκοπίας.

Στο μακρύ κατάλογο των ύποπτων κινήσεων που πρέπει να ελεγχθούν για ενδεχόμενο ξέπλυμα περιλαμβάνονται οι συναλλαγές που γίνονται με στόχο την αγορά ακινήτων. Στο πλαίσιο αυτό η τράπεζα υποχρεούται να ελέγχει συναλλαγές αγοραπωλησίας σε τιμή πολύ υψηλότερη ή πολύ χαμηλότερη από την εμπορική αξία.

Αντίστοιχα προς διερεύνηση είναι και η μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, προκειμένου ο πελάτης να τα χρησιμοποιήσει ως εγγύηση για τη λήψη δανείου και στη συνέχεια μεταφέρει το ποσό στην Ελλάδα, εμφανίζοντάς το ως δάνειο προς αυτόν ή την επιχείρησή του, ενώ ύποπτη είναι και η παροχή άμεσων ρευστοποιήσιμων εξασφαλίσεων ως εγγύηση προκειμένου να πάρει στεγαστικό δάνειο.

Ύποπτος για φοροδιαφυγή θεωρείται επίσης ο πελάτης που:

- Εμφανίζεται απρόθυμος να προσκομίσει το εκκαθαριστικό της φορολογικής του δήλωσης, ως προαπαιτούμενο για τη διαμόρφωση του συναλλακτικού προφίλ του, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τράπεζας.

- Διενεργεί συναλλαγές, ειδικά καταθέσεις μετρητών, που δεν είναι συμβατές με τη φορολογική του δήλωση ή με τη δηλωθείσα επαγγελματική του δραστηριότητα.

- Εμφανίζει κατά την αίτηση λήψης δανείου εισοδήματα που δεν προκύπτουν από τη φορολογική του δήλωση, προκειμένου να δικαιολογήσει την ικανότητα εξυπηρέτησης υψηλότερου ποσού δανείου.

- Παρουσιάζει ικανότητα πληρωμής δόσεων ή αποπληρωμή δανείων που δεν δικαιολογείται με βάση τη φορολογική του δήλωση.

- Πραγματοποιεί μεγάλου ύψους δωρεές, χωρίς να δικαιολογούνται από το οικονομικό προφίλ του.

- Αρνείται να προσκομίσει ή προκύπτουν ανακολουθίες στα απαιτούμενα παραστατικά ή τιμολόγια που προσκομίζει για να δικαιολογήσει τις συναλλαγές του, όπως απουσία βασικών στοιχείων του τιμολογίου.

Στο στόχαστρο είναι, όπως είναι φυσικό, κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται από πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα σε περιοχή εξωχώριων δραστηριοτήτων ή οι συναλλαγές σε λογαριασμούς νεοσύστατων εταιρειών με έδρα σε διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Πηγή: skai.gr