Θριάμβευσαν στο Λονδίνο τα επιχειρήματα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών

Νικήτρια με διαφορά αναδείχθηκε η ομάδα που υποστήριξε την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα σε αγώνα επιχειρηματολογίας που διοργανώθηκε στο Λονδίνο.

Στο debate του οργανισμού Intelligence Squared με θέμα την επιστροφή των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο παρατάχθηκαν από τη μία πλευρά ο γνωστός Βρετανός ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης και τηλεοπτικός παρουσιαστής Στίβεν Φράι και ο συμπατριώτης του βουλευτής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και επικεφαλής της οργάνωσης Marbles Reunited, Άντριου Τζορτζ, υποστηρίζοντες την επιστροφή και από την άλλη ο Βρετανός ιστορικός και επίσης βουλευτής (με τους Εργατικούς) Τρίστραμ Χαντ με τον Ισπανό καθηγητή ιστορίας στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ, Φελίπε Φερνάντεθ-Αρμέστο.

Ανοίγοντας τη σειρά των επιχειρημάτων ο κ. Τζορτζ αναφέρθηκε στην κατάθεση αιτήματός του προς τη Βουλή των Κοινοτήτων να καταδικαστεί η αρπαγή από Έλληνες βράχων από το νεολιθικό μνημείο του Στόουνχετζ, σύμβολο του αγγλικού πολιτισμού και ιστορίας. Το αίτημα κατατέθηκε την 1η Απριλίου, μία συμβολική πρωταπριλιάτικη κίνηση καταδίκης της διατήρησης των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Λονδίνο.

Ο Βρετανός βουλευτής τόνισε ότι η επιστροφή των γλυπτών δε θα ήταν ταπεινωτική κίνηση για τη Βρετανία, ούτε θα άνοιγε της πύλες για τον επαναπατρισμό άλλων εκθεμάτων του μουσείου – θα ήταν πολύ απλά η ηθικά σωστή απόφαση. Πρόσθεσε ότι τα γλυπτά λεηλατήθηκαν από το λόρδο Έλγιν από μία χώρα υπό κατοχή και απέρριψε τον ισχυρισμό του Βρετανικού Μουσείου περί παρουσίασης των γλυπτών στο πλαίσιο του παγκόσμιου πολιτισμού, λέγοντας ότι η συλλογή του είναι μια συγκυρία ιμπεριαλιστικής πολιτικής και όχι προαιώνιο πεπρωμένο εκπροσώπησης της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Σημείωσε ότι η αίθουσα που τώρα φιλοξενεί τα γλυπτά θα μπορούσε να γεμίζει με περιοδικές εκθέσεις άλλων αρχαιοελληνικών κλασικών αριστουργημάτων, καθώς η ουσία του επιχειρήματος επιστροφής των γλυπτών στην Αθήνα είναι η αξία της επανένωσής τους, είτε στην Ελλάδα είτε στο Λονδίνο είτε αλλού – σημειώνοντας βέβαια ότι ο καταλληλότερος χώρος για κάτι τέτοιο είναι αναμφισβήτητα η Αθήνα και το Νέο Μουσείο Ακρόπολης.

Ο κ. Τζορτζ αμφισβήτησε επίσης και τη νομιμότητα του περίφημου φιρμανιού του σουλτάνου που έδινε την άδεια μεταφοράς των γλυπτών στο λόρδο Έλγιν.

Ο Στίβεν Φράι υπερθεμάτισε λέγοντας ότι θα ήταν αρχοντικό και θα έδειχνε φινέτσα και ανωτερότητα αν οι Βρετανοί έπαιρναν την πρωτοβουλία να επιστρέψουν τα γλυπτά στην Αθήνα και να γεμίζουν την αίθουσα του βρετανικού μουσείου με γύψινα αντίγραφα. Όπως είπε ο κ. Φράι, η θέση των μαρμάρων είναι εκεί που γεννήθηκαν, εκεί από όπου προέρχεται το πεντελικό μάρμαρο της δημιουργίας τους, εκεί που γεννήθηκαν οι ιδέες οι οποίες με τη σειρά του γέννησαν τα γλυπτά, δηλαδή η αρχιτεκτονική, η φιλοσοφία, ο εμπειρισμός, η αμφισβήτηση, η ιστορία, η αστρονομία, η δικαιοσύνη, τα μαθηματικά, η άλγεβρα. «Ο Παρθενώνας είναι αφιερωμένος στη θεά της Σοφίας, ένα σύμβολο ότι η ο άνθρωπος είχε ξεφύγει από την επιθετική και άγρια φύση του και είχε μετουσιωθεί σε όν σκεπτόμενο», πρόσθεσε ο Στίβεν Φράι.

Απέρριψε ως ανόητο το επιχείρημα ότι το Λονδίνο δικαιούται τα γλυπτά διότι ο λόρδος Έλγιν τα έσωσε από την καταστροφή, λέγοντας ότι αν έσωζε κανείς κάποιους πίνακες από το φλεγόμενο σπίτι του γείτονά του δε θα τα κρατούσε ο ίδιος όταν ο γείτονας επέστρεφε. Κατέληξε λέγοντας ότι αν και με την υπάρχουσα κρίση χρέους ακούμε ότι η Ελλάδα είναι αυτή που χρωστά, ο ίδιος πιστεύει ότι όσα κι αν κάνει για την Ελλάδα η Βρετανία ποτέ δε θα μπορέσει να ξεπληρώσει όσα χρωστά η ίδια στο ελληνικό πνεύμα.

Από το άλλο στρατόπεδο ο Τρίστραμ Χαντ επιχειρηματολόγησε ότι τα γλυπτά δεν μπορούν να ενωθούν πραγματικά αφού μεγάλα κομμάτια έχουν καταστραφεί και χαθεί προ πολλού.

Στάθηκε ωστόσο ιδιαίτερα στη νομική υφή του ζητήματος λέγοντας ότι ο Έλγιν τα έφερε στην Βρετανία με την άδεια της ισχύουσας τότε νομοθεσίας στην Ελλάδα. Υπογράμμισε πολλές φορές ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει διεκδικήσει ποτέ νομικά τα γλυπτά, υποστηρίζοντας ότι το ελληνικό ενδιαφέρον είναι όψιμο και ορμώμενο από εθνικιστικά αισθήματα.

Τάχθηκε υπέρ του Βρετανικού Μουσείου λέγοντας ότι τα Γλυπτά αποτελούν ζωτικό κομμάτι του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα του ιδρύματος του Μπλούμσμπερι και έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία προηγούμενου σε περίπτωση επαναπατρισμού των γλυπτών. Σημείωσε μάλιστα ότι ίσως και η Εθνική Πινακοθήκη ή το Αρχαιολογικό Μουσείο στην Ελλάδα να βρίσκονταν αντιμέτωπα με αιτήματα επαναπατρισμού εκθεμάτων τους. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μοίρασμα των πολιτιστικών στοιχείων των λαών, χρειαζόμαστε διεθνισμό και όχι εθνικισμό», κατάληξε ο κ. Χαντ.

Ο καθηγητής Φερνάντες-Αρμέστο σε μια μάλλον ατυχή αρχική παρουσίαση των επιχειρημάτων του που αναλώθηκε κυρίως σε προσωπική επίθεση σαρκασμού σε βάρος του Στίβεν Φράι, προκαλώντας αποδοκιμασίες από το ακροατήριο, υποστήριξε ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένα αρχείο της ιστορίας του κόσμου. Επέκρινε το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης για την αρχιτεκτονική του και το χαρακτήρισε «μουσείο-καθρέφτη» αντί για «μουσείο-παράθυρο», εξηγώντας ότι περιορίζεται στην παρουσίαση του ελληνικού πολιτισμού, σε αντίθεση με το λονδρέζικο μουσείο.

Το βασικό του επιχείρημα κατά της επανένωσης των γλυπτών ήταν το ζήτημα της δημιουργίας προηγούμενου καθώς και ότι η διασπορά των γλυπτών σε πολλά σημεία του κόσμου βοηθά το έργο μελέτης των ακαδημαϊκών. Απέρριψε επίσης το επιχείρημα ότι τα γλυπτά ανήκουν στη σύγχρονη Ελλάδα, λέγοντας ότι οι αρχαίοι Έλληνες ουδεμία σχέση έχουν με τον Περικλή, κάτι που ισχύει για όλους τους λαούς.

Πριν την αρχή του debate οι παριστάμενοι ψήφισαν για την επιστροφή των γλυπτών με το αποτέλεσμα να είναι 196 υπέρ, 202 κατά και 158 αναποφάσιστοι. Το τέλος του debate ανέδειξε νικητές τους υποστηρικτές της επιστροφής με συντριπτική διαφορά: 384 υπέρ έναντι 125 κατά με 24 αναποφάσιστους.
Πηγή: Θανάσης Γκαβός