Άνοδος 6% της τουριστικής κίνησης

Αυξημένη κατά 6% περίπου εμφανίζεται η τουριστική κίνηση στη χώρα μας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2007, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και παρουσίασε την Πέμπτη σε συνέντευξη Τύπου.

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Σταύρος Ανδρεάδης, αφού υπογράμμισε ότι τα εν λόγω στοιχεία στοιχειοθετούν έμπρακτη απόδειξη πως ο ελληνικός τουρισμός θα βαδίσει σε μια τρίτη συνεχή τροχιά ανόδου, στάθηκε στο γεγονός ότι η αύξηση δεν κατανέμεται ομοιόμορφα και ζήτησε από την πολιτεία το γεγονός αυτό να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και έρευνας.

Συγκεκριμένα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη καταγράφουν πολύ καλές επιδόσεις (αύξηση αφίξεων σε αεροδρόμια 11% και 10,37% αντίστοιχα), ενώ στον αντίποδα τα νησιά του Ιονίου έχουν αρνητικό πρόσημο (Κέρκυρα 0,41%, Ζάκυνθος 5,39%, Κεφαλονιά 3,26%, Σάμος 5,39%). Μικτή είναι η εικόνα στο Βορειοανατολικό Αιγαίο, στάσιμη είναι η κατάσταση σε Ηράκλειο και Κω, ενώ ανοδική είναι η τάση σε Ρόδο και Χανιά (4,45% και 6,13% αντίστοιχα).

Αν η παρατηρηθείσα αύξηση του τουριστικού ρεύματος στο α' εξάμηνο παραμείνει μέχρι το τέλος της χρονιάς, τότε ο ελληνικός τουρισμός στο διάστημα 2004 2007 θα έχει καταγράψει μια αύξηση πάνω από 24%, πάντα σε επίπεδο αφίξεων, όπως επεσήμανε η διοίκηση του ΣΕΤΕ.

Επισημάνθηκε επίσης πως η φετινή ανοδική πορεία φαίνεται ότι στηρίζεται σε υγιείς βάσεις, δεδομένου ότι σημαντικοί ανταγωνιστές της Ελλάδας παρουσιάζουν και αυτοί διψήφια αύξηση. Ακόμα η αρνητική για τους εντός ευρωζώνης τουριστικούς προορισμούς εξέλιξη της ισοτιμίας ευρώ δολαρίου δείχνει ότι η προτίμηση προς την Ελλάδα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στις χαμηλές τιμές.

Στο διάστημα 2000 2006, παρατηρείται υστέρηση του ρυθμού μεταβολής των εσόδων (+ 2,24%) έναντι αυτού των αφίξεων (+ 2,76%) και μείωση της μέσης κατά κεφαλής δαπάνης από 813 ευρώ το 2000 σε 788 ευρώ το 2006.

Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής, που άλλωστε αποτελεί παγκόσμια τάση.

Σε ό,τι αφορά το χωροταξικό, ο ΣΕΤΕ εξέφρασε την ανησυχία του για την μέχρι σήμερα απουσία ουσιαστικού διαλόγου, τονίζοντας ότι είναι κατηγορηματικά αντίθετος σε οποιαδήποτε προσπάθεια τσιμεντοποίησης της χώρας, όπως επίσης στις ισοπεδωτικές προσεγγίσεις που απορρίπτουν άνευ ουσιαστικών επιχειρημάτων την προσπάθεια του χωροταξικού σχεδιασμού.

Ακόμα, ο ΣΕΤΕ θεωρεί ότι σε μια σειρά θεμάτων, όπως αυτό των αποστάσεων από τον αιγιαλό, των κλινών ανά στρέμμα, τα οποία έχουν οριζόντια και γενική εφαρμογή χωρίς διακρίσεις σε όλη την χώρα, κλπ, χρειάζονται ειδική και κατά περίπτωση αντιμετώπιση.

Το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό, όπως τονίσθηκε, δεν πρέπει να γίνει εργαλείο του real estate, ούτε γραφειοκρατική τροχοπέδη της ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού, αλλά να αποτελέσει εργαλείο τη βάση ανάπτυξής του αναδεικνύοντας και προστατεύοντας πρώτα και πάνω από όλα το περιβάλλον.

Ερωτώμενος εξάλλου ο κ. Ανδρεάδης για το ενδεχόμενο ο ΣΕΤΕ να συνενωθεί με το ΣΕΒ, στο πλαίσιο της διεύρυνσης των φορέων και επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον τελευταίο, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ τόνισε ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να μπούμε σε κατάσταση που μας υποτιμάει. Ο ΣΕΤΕ σέβεται τον ΣΕΒ και δεν υπάρχει ανταγωνισμός, συμπλήρωσε.

Ο ΣΕΤΕ διάκειται ευνοϊκά στην ύπαρξη ενός οργάνου (ομπρέλα) που θα αγκαλιάζει τους φορείς του τουρισμού. Αυτό, όπως ανέφερε ο κ. Ανδρεάδης, την υπάρχουσα στιγμή δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε μέσω του ΣΕΒ, ούτε μέσω του ΣΕΤΕ.

Έσοδα από τουρισμό το 2005. Στα 8, 591 δισ. ευρώ έφτασαν τα καθαρά έσοδα του ελληνικού τουρισμού το 2005, σύμφωνα με στοιχεία της κοινοτικής στατιστικής υπηρεσίας Eurostat, που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα στις Βρυξέλλες για τον κλάδο του τουρισμού στα κράτη μέλη της ΕΕ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Eurostat, τα έσοδα του ελληνικού τουρισμού το 2005 έφτασαν τα 11,037 δισ. ευρώ και οι δαπάνες τα 2,446 δισ. ευρώ.

Στην Ισπανία ο κλάδος του τουρισμού απέφερε καθαρά έσοδα ύψους 26,37 δισ. ευρώ, στην Ιταλία 10,44 δισ. ευρώ και στη Γαλλία 8,91 δισ. ευρώ.

Το 2005 τα έσοδα του ελληνικού τουρισμού αποτέλεσαν το 40% των συνολικών εξαγωγών σε υπηρεσίες. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 50%, ενώ στο Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία είναι κάτω από το 10%.
Πηγή: skai.gr