Zωγραφίζοντας την Ενορία Ευβοίας

O δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος Ενορίας της Κύμης στην κεντροανατολική Εύβοια, γνωστό και ως το «μπαλκόνι του Αιγαίου», έχει την τιμή να φιλοτεχνηθεί από δώδεκα καταξιωμένους ζωγράφους και να εγκωμιαστεί από τη συγγραφέα και σκηνοθέτρια Αγγελική Δαρλάση.

Μέσα από ένα εικαστικό καλεντάρι, το καλωσόρισμα της νέας χρονιάς είναι δουλεμένο από τη Φωτεινή Στεφανίδη με τον συμβολισμό της νήδυμης φλόγας μέσα από το εκκλησάκι του Άη-Γιώργη, στη στροφή του δρόμου από Καλημεριάνους. 

Με αιγαιοπελαγίτικα σαλπίσματα και αναζωογονητική αύρα υποδέχεται τον Φεβρουάριο ο Μίλτος Παντελιάς. Χρώματα του δειλινού που κατηφορίζουν στη θάλασσα παραδίνοντας το χωριό στην αγκάλη της νύχτας, λούζουν τον Μάρτη της Χρύσας Βέργη. 

Ανθοστόλιστη, μέσα στου Απρίλη τις ευωδιές η Ενορία μας, στο έργο του Παναγιώτη Τούντα. Ένα μαγιάτικο μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον περίλαμπρο μήνα των λουλουδιών από τον Μάριο Πελώνη.

Με το κόκκινο ποδήλατο των παιδικών μας χρόνων καταφτάνει από τη Βαγγελίστρα του Οξυλίθου ο Ιούνιος με τις διακοπές και τις πρώτες ζέστες μέσα από την ανάγλυφη ζωγραφιά της Ειρήνης Κανά. 

Στον ηλιόλουστο αυλόγυρο της εκκλησίας μας στήνει το καβαλέτο της η Μάρια Μπαχά. Ο Χρήστος Παλλαντζάς εστιάζει στα σήμαντρα της Μεγαλόχαρης που ηχούν καταμεσής του Αυγούστου. Στη Χάρη Της που στις 8 του Σεπτέμβρη πανηγυρίζει περίλαμπρη και σημαιοστολισμένη αφιερώνεται και το έργο του Ανδρέα Νικολάου. 

Από περίοπτη θέση όπου αγναντεύεις τα Κοτύλαια και τους κάβους της θάλασσας φιλοτεχνεί το πορτρέτο του χωριού μας τον Οκτώβριο ο Πέτρος Ματζάκος. 

Κατάφυτη, με κουμαριές, πουρνάρια, θάμνους και λιόδεντρα που φύτρωσαν ατίθασα στην πλαγιά, αντίθεση στο μπλε του πελάγους, έτσι όπως την έπλασε στον καμβά του τον Νοέμβριο ο Ανδρέας Κοντέλλης. 

Χιονισμένη η Ενορία μας, στα λευκά της στολισμένη, αποχαιρετά το 2022 μέσα από τη θαλπωρή των χρωμάτων του Βασίλη Τάγκαλου. Οφείλουμε χάριτες σε όλους τους φίλους και τις φίλες ζωγράφους που ασμένως φιλοτέχνησαν τα πορτρέτα του χωριού μας.

Στο ημερολόγιο θα βρείτε και την αλληλογραφία Καραγάτση-Καββαδία όπου ο πρώτος καλεί τον Κόλια να επισκεφθεί τον Ιούνιο του 1941 την Ενορία της Κύμης:
“Έλα, Κόλια, εδώ να ξανάβρεις τον χαμένο εαυτό σου. Το «Άσυλο των Ανέργων Ναυτικών» σε περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά. Ένα σπιτάκι πλάι στη θάλασσα. Εκεί έχουν στήσει το λημέρι τους οι τέσσερις άνεργοι ναυτικοί. Ο καπετάν Γιάγκος, ύπαρχος του «Βασίλειος Δεστούνης», που θαλασσοπνίγηκε δέκα μέρες με τη βάρκα στο Bay of Biskay, όταν τα στούκας βούλιαξαν το καράβι του. Ο καπετάν Τάκης, ύπαρχος του «Κωστής» πρώτα κι ύστερα του «Φρεδ» (χρόνια time charter ανάμεσα Γιοκοχάμα, Καντόν, Σαϊγκόν, Σουραμπάγια, Ρανγκούν, Καλκούτα). Ο μαστρο-Κωστής, μηχανικός στο «Πολύκτωρ» και το «Κονίστρα». Κι ο υποφαινόμενος, άνεργος εραστής της θάλασσας, των βαποριών, των μακρινών οριζόντων. Μένουμε μόνοι μας, μαγερεύουμε μόνοι μας, κρατάμε το σπιτικό μας μόνοι μας.

Έχουμε τη βάρκα μας, το παραγάδι μας, τις καθετές μας, τους σαλουτζάδες μας. Φεύγουμε νύχτα κι ανοιγόμαστε ανάμεσα Σκύρο και κάβο Οκτωνιά. Καλαμαρεύουμε, παραγαδεύουμε, χαννεύουμε. Ζούμε καθώς πρέπει σε άνεργους ναυτικούς. Ζούμε σαν άνθρωποι. Δεν γράφω πια, δεν διαβάζω. Ζω πλάι στη θάλασσα, πάνω στη θάλασσα, μέσα στη θάλασσα. Το βράδυ νετάρουμε το παραγάδι, μαγερεύουμε τα ψαράκια που πιάσαμε, λατρεύουμε το σπιτικό μας. Και λέμε ιστορίες. Για τα βαπόρια, τους θαλασσινούς, τις μακρινές θάλασσες, τα ξωτικά λιμάνια. Έρχεται βεγγέρα κι ο γείτονάς μας, ο Νίκος Τζάνος, μια ζωή λαθρέμπορας χασίς στην Αβησσυνία, αλκοόλ στη Μαντζουρία κι άλλων ακαθόριστων ειδών στο Νεπάλ, στο Τογκίνο, στο Γιουνάν […] Το γαλανό του μάτι είναι γλαρό, και κάπου κάπου μπερδεύει τα λόγια του. Ίσως είναι το κρασί. Ίσως τίποτε άλλο, από αυτό που πρέπει να συνήθισε στα σαράντα χρόνια που ’ζησε στο Far East”.

Η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση γράφει αποκλειστικά για την Ενορία: “Να είμαι, λέει, σ’ εκείνο το χωριό. Να πίνω καφέ στη βεράντα, με παρέα τις γάτες της γειτονιάς, χαζεύοντας τη θάλασσα που ασημίζει στο φως του πρωινού ήλιου και το βλέμμα να γαληνεύει ανήσυχα. Να βγαίνω για προμήθειες και τα ευγενικά καλημερίσματα ν’ αναστατώνουν όμορφα τη μέρα. Ήταν πάντα οι ντόπιοι που συναντούσα σ’ άλλα μέρη τόσο ευγενικοί;, ν’ αναρωτιέμαι σε κάθε συναπάντημα…Κι έπειτα αθέλητα ή κι ηθελημένα ν’ αφήνομαι να χαθώ στα στενά ανηφορικά σοκάκια χαζεύοντας τα σύκα που ασπρίζουν στα τελάρα και τα καλαίσθητα σπίτια με τις κεραμιδένιες στέγες και τις αυλές που αστράφτουν χρώματα κι ευωδιές. Τα σπίτια είναι όπως οι άνθρωποι· αν τους ξεχνάς μαραζώνουν. Όμως εδώ μοιάζει να θέλουν να θυμούνται και να ζουν ανασαίνοντας όσα στις πόλεις επιλέξαμε να λησμονούμε. 

Ήταν χωριό καπεταναίων και ναυτικών, ν’ ανακαλώ διηγήσεις και να σκαλώνει το βλέμμα πάνω σε καράβια ανάγλυφα ή ζωγραφιστά πάνω σε τοίχους σπιτιών. Είναι που η θάλασσα εύκολα δεν ξεχνιέται· ούτε και όσα της χρωστάς ή όσα της χρεώνεις”.

Δείτε τα έργα

Πηγή: skai.gr