Το αρχαιότερο ανθρώπινο DNA βρέθηκε σε δόντι κανίβαλου 800.000 ετών

Το 1994, οι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφή στα βουνά Atapuerca στη βόρεια Ισπανία, όταν ανακάλυψαν τα απολιθωμένα λείψανα μιας αρχαίας ομάδας ανθρώπων, διαφορετικής με οποιαδήποτε άλλη είχε βρεθεί ποτέ. Τα κόκαλα ήταν σπασμένα. Τα μεγαλύτερα σκελετικά κομμάτια - που προέρχονταν από τουλάχιστον έξι άτομα και χρονολογούνται πριν από τουλάχιστον 800.000 χρόνια – είχαν κάποιες ομοιότητες με τους σύγχρονους ανθρώπους (Homo sapiens), καθώς και με άλλα είδη ανθρώπων που έχουν εξαφανιστεί, όπως οι Νεάντερταλ και οι Ντενισοβίνοι.

Στη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε την 1η Απριλίου στο περιοδικό Nature, οι ερευνητές ανέλυσαν τις αρχαίες πρωτεΐνες στο σμάλτο ενός δοντιού 800.000 χρόνων για να αποκρυπτογραφήσουν το τμήμα του γενετικού κώδικα που τiς δημιούργησε. Μετά τη σύγκριση αυτού του κώδικα με γενετικά δεδομένα από πιο πρόσφατα δείγματα ανθρώπινων δοντιών, η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το DNA ήταν πολύ διαφορετικό ώστε να ταιριάζει στον ίδιο κλάδο του εξελικτικού δέντρου με τους ανθρώπους, τους Νεάντερταλ και τους Ντενισοβάνους.

Αντίθετα, η ομάδα έγραψε ότι ο «πρόγονος» αυτός ήταν πιθανώς ένα «παρόμοιο είδος» του κοινού προγόνου του ανθρώπου που οδήγησε στην εξέλιξη των σύγχρονων ανθρώπων.

Η μελέτη των αρχαίων πρωτεϊνών ανοίγει ένα παράθυρο στο γενετικό μας παρελθόν με τρόπο που η ανάλυση του DNA δεν μπορεί. Το DNA υποβαθμίζεται σχετικά γρήγορα, καθίσταται ακατάλληλο για αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Μέχρι σήμερα, το παλαιότερο ανθρώπινο DΝΑ που είχε βρεθεί ήταν περίπου 430.000 ετών, σύμφωνα με μια μελέτη του 2016 στο περιοδικό Nature. Οι πρωτεΐνες, εν τω μεταξύ, μπορούν να επιβιώσουν σε απολιθώματα για εκατομμύρια χρόνια. Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν στο παρελθόν παρόμοιες μεθόδους προσδιορισμού αλληλουχίας πρωτεϊνών για να μελετήσουν τον γενετικό κώδικα ενός ρινόκερου 1,77 εκατομμυρίων ετών που βρέθηκε στο Dmanisi της Γεωργίας και ενός εξαφανισμένου πιθήκου 1,9 εκατομμυρίων ετών στην Κίνα.

Ενώ η ανάλυση πρωτεϊνών επιτρέπει στους ερευνητές να εξετάσουν πολύ περισσότερο το παρελθόν από άλλες μεθόδους γενετικής ακολουθίας, τα ευρήματα περιορίζονται ακόμα από την ποιότητα και τον αριθμό των δειγμάτων που είναι διαθέσιμα για μελέτη. 
 

Πηγή: Live Science