ΗΠΑ: Πρέπει να επιτραπεί στους υπαλλήλους να κάνουν διάλειμμα για ύπνο στον χώρο εργασίας τους;

Η αμερικανική κυβέρνηση είναι κάθετη στο να μην επιτρέπεται στους εργαζόμενους να κοιμούνται στον χώρο εργασίας τους. Ωστόσο, οι ειδικοί ισχυρίζονται πως είναι ώρα να αλλάξει αυτή η άποψη.

Παρόλο που ο ύπνος εν ώρα εργασίας αποδοκιμάζεται γενικά, δεν έχει απαγορευτεί ρητά μέχρι τώρα. «Όλοι οι υπάλληλοι των ομοσπονδιακών κτηρίων απαγορεύεται να κοιμούνται, εκτός και αν αυτό επιτραπεί από κάποιον ανώτερο», δήλωσε εκπρόσωπος της Γενικής Διοίκησης Υπηρεσιών των ΗΠΑ (GSA).

Το 2018 το Κυβερνητικό γραφείο στην Καλιφόρνια δημοσίευσε μια έκθεση στο Τμήμα Μηχανοκίνητων Οχημάτων, όπου ένας εργαζόμενος κοιμόταν εν ώρα εργασίας τρεις ώρες την ημέρα. Στην έκθεση αυτή παρουσιάστηκε η μείωση της παραγωγικότητας του τμήματος κατά 40.000 δολάρια εξαιτίας του υπαλλήλου που κοιμόταν.

Ο υπάλληλος ωστόσο δεν απολύθηκε καθώς ο υπέυθυνος προσωπικού θεώρησε ότι ο λόγος για αυτό ήταν κάποιο πρόβλημα υγείας. Με αφορμή το περιστατικό αυτό και όχι μόνο, όσοι τάσσονται υπέρ του ύπνου εν ώρα εργασίας ισχυρίζονται ότι αντίθετα μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα.

Ο Δρ. Λόρενς Έσταϊν, τέως πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Ιατρικής για τον ύπνο, υπολογίζει ότι περίπου 70 εκατ. Αμερικανοί υποφέρουν από διαταραχές ύπνου. Μάλιστα, σε πρόσφατη έρευνα από το Ball State University στην Ιντιάνα, φάνηκε ότι οι μισοί από τους συμμετέχοντες που εργάζονταν ως αστυνομικοί ή ιατρικό προσωπικό δεν κοιμόντουσαν αρκετά.

«Μερικές εταιρείες έχουν αρχίσει να κατανοούν το μέγεθος του προβλήματος και προσπαθούν να παρέχουν στους υπαλλήλους μια λύση. Η κυβέρνηση όμως, δεν νομίζω ότι  επικεντρώνεται σε αυτό», δήλωσε ο Έπστάϊν και προσέθεσε ότι είναι κάτι το οποίο πρέπει να επιλυθεί άμεσα.

Η έλλειψη ύπνου έχει συνδεθεί με πολλά προβλήματα υγείας όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, οι καρδιοπάθειες, τα εγκεφαλικά, καθώς και ψυχολογικές διαταραχές, όπως άγχος και κατάθλιψη. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ένας μικρής διάρκειας ύπνος στον εργασιακό χώρο θα έπρεπε να επιτρέπεται.
 

Πηγή: BBC