Παραδίδει τη σκυτάλη ο Σρέντερ

Με αυτόν τον τρόπο υλοποιείται η απόφαση που ελήφθη σε στενό κύκλο στις αρχές του χρόνου και ανακοινώθηκε επισήμως στις 6 Φεβρουαρίου από τον ίδιο, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η εσωκομματική κρίση που μαστίζει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα λόγω των αντιδράσεων που έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί η κυβερνητική πολιτική της λεγόμενης «Ατζέντα 2010» στους κόλπους του κόμματος και στο εκλογικό σώμα.
Η εθελοντική αποχώρηση του Σρέντερ από το αξίωμα του Προέδρου του κόμματος, πέντε χρόνια μετά την πρώτη εκλογή του - ύστερα από την παραίτηση του Όσκαρ Λαφοντέν - και λίγους μόνο μήνες μετά την επανεκλογή του στο συνέδριο του Μπόχουμ, τον περασμένο Νοέμβριο, αιτιολογήθηκε από τον καγκελάριο με την αναγκαιότητα ενός καλύτερου και αποτελεσματικότερου «καταμερισμού δυνάμεων³ και με το ότι ο Φραντς Μύντεφέρινγκ - ως εκφραστής των «παραδοσιακών» Σοσιαλδημοκρατών που κατανόησαν και ενστερνίστηκαν την πολιτική της «Ατζέντα 2010» - είναι «καταλληλότερος» για να «εξηγήσει» στη βάση του κόμματος τη φιλοσοφία και την αναγκαιότητα των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ενώ ταυτόχρονα ο Σρέντερ θα μπορέσει έτσι να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο κυβερνητικό έργο.
H φιλοσοφία της παράδοσης της σκυτάλης από τον Σρέντερ στον Μύντεφέρινγκ στηρίζεται κυρίως στην αντίληψη ότι η αποξένωση των μελών και των ψηφοφόρων του από το κόμμα και την κυβερνητική πολιτική οφείλεται πρώτιστα σε ένα «επικοινωνιακό έλλειμμα» και στον «ψυχολογικό παράγοντα», δηλαδή στην μη επαρκή ενασχόληση της ηγεσίας με τις ανησυχίες και τα ερωτηματικά της βάσης που συνοδεύουν αυτήν την πολιτική, πράγμα που αμφισβητείται από τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές που επισημαίνουν, πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ότι η βάση του κόμματος δεν έχει καταλάβει την πολιτική της «Ατζέντα 2010³, αλλά στο ότι διαφωνεί με αυτήν.
Ο «Μύντε» και ο «βάτραχος»...
Ο Μύντεφέρινγκ - που διετέλεσε πρόεδρος της κομματικής οργάνωσης της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, του ισχυρότερου τμήματος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος οδήγησε ως Γενικός Γραμματέας του κόμματος στην εκλογική νίκη του 1998 και διετέλεσε δύο φορές υπουργός, μέχρις ότου αναλάβει Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, αξίωμα που θα συνεχίσει να διατηρεί παράλληλα με το αξίωμα του Προέδρου του κόμματος - θεωρείται, σε αντίθεση με τον «φανταιζί³ Σρέντερ, «γνήσιος³ Σοσιαλδημοκράτης, απόλυτα νομιμόφρων και «γήινος³, έχοντας τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή και κύρος στο κόμμα, αλλά και την αγάπη των μελών που τον αποκαλούν «Μύντε».
Η «επιχείρηση» της αλλαγής ηγεσίας στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συνοδεύεται από την αντικατάσταση και του παντελώς ατυχήσαντος Γενικού Γραμματέα του κόμματος, Ολαφ Σολτς, από τον «παλιό γνώριμο» του Σρέντερ, Κλάους-Ούβε Μπένετερ.
Ο Σρέντερ είχε διαδεχθεί τον Μπένετερ το 1976 στο αξίωμα του Προέδρου των «Γιουνγκσοτσιαλίστεν», της Νεολαίας του κόμματος, όταν αυτός διαγράφτηκε από το κόμμα λόγω της αριστερόστροφης πολιτικής υπέρ ενός «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» και της συνεργασίας με τους Κομμουνιστές που υποστήριζε, βοηθώντας τον να επανακάμψει το 1983.
Ο Μπένετερ, που ήταν γνωστός από τις «ηρωικές εποχές» των «Γιουνγκσοτσιαλίστεν», ως «Μπένυ, ο τρόμος των αστών», έδωσε και πέρασε «εξετάσεις» δουλεύοντας στο κόμμα σε τοπικό επίπεδο στο Βερολίνο, μέχρις ότου εκλεγεί βουλευτής και τελευταία, με δυσκολία, μέλος του διευρυμένου προεδρείου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, προσχωρώντας στον κύκλο των λεγόμενων «βατράχων» - όπως ονομάζονται οι φίλοι του Σρέντερ - και υποστηρίζοντας την πολιτική των μεταρρυθμίσεων της «Ατζέντα 2010».
Πηγή: skai.gr