Κλείσιμο

Μια ιστορία από το Γκούλαγκ

Μισό και πλέον αιώνα, η Σεραφείμα Μπάσκο και ο Βίκτωρ Σινκάριουκ αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, πόσο μάλλον το γεγονός ότι είναι αδέλφια. Συναντήθηκαν μέσα από την εκπομπή της ρωσικής τηλεόρασης Ζντι μένια (Να με περιμένεις), που ασχολείται με την ανεύρεση ανθρώπων, η τύχη των οποίων αγνοείται και ξεδιπλώνοντας την ιστορία της ζωής τους έφεραν στο φως πτυχές της ιστορίας μιας ολόκληρης χώρας, της ΕΣΣΔ, η κατάρρευση της οποίας έβαλε σε νέον ρου την ιστορία.

Μέχρι την επανασύνδεσή τους, ο Βίκτωρ αγνοούσε την ύπαρξη της αδελφής του, αλλά και ότι ο ίδιος έχει ελληνικές ρίζες. Η Σεραφείμα, πάντως, τον αναζητούσε επί μισό αιώνα. Η 77χρονη πλέον ελληνικής καταγωγής Σεραφείμα έψαχνε απεγνωσμένα τον αδελφό της, επειδή ο πατέρας τους, ο Βλαδίμηρος, της είχε μεταδώσει τον καημό του, να βρει το γιο του, που είχε γεννηθεί σε φυλακές της Σιβηρίας το 1950.

Ο Βλαδίμηρος δεν ζει πια, ενώ η Σεραφείμα διαμένει ακόμα στο χωριό Κασιάνοβκα της περιφέρειας Ντόνετσκ, που έχει έντονα ελληνικό χαρακτήρα και όπου και διαδραματίσθηκε το πρώτο μέρος της ιστορίας. Η συγκεκριμένη κοινότητα, όπως και άλλες πολλές της περιφέρειας Ντόνετσκ, ιδρύθηκαν από Έλληνες της Κριμαίας, που μετανάστευσαν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, μετά το κάλεσμα της τσαρίνας Αικατερίνης της Μεγάλης, που ήθελε να επιβλέπουν τα σύνορα της αυτοκρατορίας της Έλληνες ακρίτες.

Κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕΜΠΕ η Σεραφείμα, θυμήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν στην περιοχή τους άρχισε ο λιμός: Εγώ ήμουν τότε 17 χρόνων και θυμάμαι πολύ καλά πως ο πατέρας μου κατηγορήθηκε για κλοπή σιταριού και φυλακίστηκε, μαζί με άλλα 10 άτομα, ως εχθρός του λαού. Η μητέρα μου είχε ήδη πεθάνει από την ασιτία και μέναμε οι δυο μας. Ο πατέρας μου ήταν ομαδάρχης στο κολχόζ (αγροτικός κρατικός συνεταιρισμός). Το 1947 η χώρα μας ζούσε την περίοδο του λιμού. Το γεγονός αυτό οι σοβιετικές αρχές το κρατούσαν μυστικό. Ήταν κοινό μυστικό, ενώ πεθαίνανε εκατοντάδες άνθρωποι.

Σήμερα, η διετία 1946 1947 καταγράφεται στην ιστορία της ΕΣΣΔ ως εποχή του λιμού. Εκείνη την εποχή, όμως, οι αρχές χαρακτήριζαν το συγκεκριμένο γεγονός ως προσωρινές δυσκολίες. Ο άγνωστος λιμός θεωρείται και ως η πλέον κλειστή περίοδος της σοβιετικής ιστορίας. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η Δύση ήταν έτοιμη να βοηθήσει, οι αρχές της χώρας προτίμησαν να μην εκτεθούν στην παγκόσμια κοινότητα, μετά τη νίκη στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.

Όταν τον συνέλαβαν, έπειτα από έρευνα στο σπίτι μας και παρ' όλο που δε βρήκαν ούτε ένα σπόρο, αφού δεν είχε κλέψει το σιτάρι, πρόσθεσε η Σεραφείμα, τον φυλάκισαν αμέσως ως επικίνδυνο εγκληματία κι εγώ έμεινα μόνη. Ενάμισι χρόνο βρισκόταν στις φυλακές της Μαριούπολης και μετά τον μετέφεραν σε στρατόπεδο της Σιβηρίας. Από τον πατέρα μου ξέρω για την τραγική ταλαιπωρία του στο κομβόι. Έμεινε ζωντανός από θαύμα.

Όπως είπε η 77χρονη πλέον κόρη του Βλαδίμηρου, οι φύλακες, που τους συνόδευαν στο τρένο, κατανάλωσαν ή και πούλησαν όλα τα τρόφιμα των φυλακισμένων, που πεθαίνανε κάθε μέρα από ασιτία. Και ο πατέρας μου θα είχε πέθανε έφτασε στο στρατόπεδο ετοιμοθάνατος αλλά για καλή του τύχη βρέθηκε δίπλα του η κρατούμενη Εφροσίνια Σίνκαριουκ μια από τις εκατοντάδες γυναίκες στις φύλακες της ΕΣΣΔ. Η Εφροσίνια από τη Μολδαβία είχε φυλακιστεί το 1944 με την κατηγορία ότι είχε συνάψει παράνομη σχέση με Ρουμάνους, που την εποχή εκείνη χαρακτηριζόντουσαν εχθροί της ΕΣΣΔ.

Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και Αρχιπέλαγος των Γκούλαγκ
Η Εφροσίνια φρόντισε το Βλαδίμηρο και οι δυο τους αγαπήθηκαν. Αυτά είπε στη Σεραφείμα ο πατέρας της. Πάντως, η ίδια λέει πως τότε είχε κυκλοφορήσει και μια άλλη φήμη εκδοχή ότι το 1947, όταν εκατομμύρια άνθρωποι πέθαιναν από πείνα, οι αρχές της ΕΣΣΔ είχαν θέσει ως στόχο τους την αύξηση του πληθυσμού και για το λόγο αυτό προέτρεπαν και τις φυλακισμένες, να γεννήσουν παιδιά για τη χώρα. Στις γυναίκες που θα γινόντουσαν μητέρες υπόσχονταν ότι θα χορηγούσαν αμνηστία. Έτσι, παρά πολλές γυναίκες είχαν κάνει παιδιά στις φυλακές, άλλα ποτέ δεν τους δόθηκε η ελευθερία τους, ούτε καν βελτιώθηκε η διαμονή και η διατροφή τους.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 1948 ήταν έγκλειστες στις φυλακές της χώρας 23.790 μητέρες, μαζί με τα νήπια τους. Οι περισσότερες από τις γυναίκες μητέρες αυτές είχαν κατηγορηθεί για υφαρπαγή του εθνικού πλούτου και παρέμεναν έγκλειστες. Στην πραγματικότητα, όμως, απλά είχαν κλέψει μια χούφτα σιτάρι, ώστε να μπορέσουν να ταΐσουν τα παιδιά τους. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως μόνον το 1947 πέθαναν ανά την επικράτεια της ΕΣΣΔ 508.000 βρέφη.

Από την πλευρά του, ο Βίκτωρ Σίνκαριουκ θυμάται πολύ καλά τα όσα έζησε με τη μητέρα του στις φυλακές αλλά και 'κείνες τις φρικτές ιστορίες που του είχε διηγηθεί η ίδια. Εγώ γεννήθηκα το 1950. Δεν ήξερα για τον πατέρα μου τίποτα. Η μητέρα μου είχε πει ότι πέθανε όταν ήμουν δυο χρονών. Έπειτα από πολλά χρόνια και πριν πεθάνει, η μητέρα μου αποκάλυψε πολλά από εκείνα που πέρασε κατά τη χρονική περίοδο της φυλάκισής της.

Όπως είπε στο Βλαδίμηρο, τη μετακίνησαν από τη φυλακή στα στρατόπεδα του Κανσκ, όταν ήμουν μόλις 10 μηνών. Μαζί της ήταν δεκάδες γυναίκες με παιδιά. Οι υποσχέσεις στις φυλακισμένες με νεογέννητα είτε για αμνηστία, είτε για ανθρώπινες συνθήκες κράτησης, με καλύτερο φαγητό δεν τηρήθηκαν ποτέ. Από τη μια κόλαση τους πήγαιναν στην άλλη για αναγκαστική εργασία και τα παιδιά τους, τα έστελναν στα κρατικά ορφανοτροφεία, όπου θα τα μεγάλωναν ως πραγματικούς σοβιετικούς πολίτες'.

Φρικαλεότητες έγιναν και κατά τη μεταφορά των γυναικών στα στρατόπεδα. Πεινασμένες και ταλαιπωρημένες πολλές γυναίκες από το κομβόι, πρόσθεσε ο Βλαδίμηρος, είχαν χάσει τα μυαλά τους και οργισμένες από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις πετούσαν τα νεογέννητα από τα παράθυρα, κάτω από το τρένο στις ράγες. Η μητέρα μου, θέλοντας να με σώσει από κάποια που ίσως να είχε χάσει τα λογικά της, με καταχώνιασε σε μια γωνιά και μου έδωσε κι ένα κομμάτι ψωμί, ώστε να μην κλάψω. Μετά, στο Κανσκ είχα αρρωστήσει βαριά. Η μητέρα μου δούλευε 14 ώρες και ευτυχώς με άφηνε στο διπλανό μοναστήρι, όπου οι μονάχες κάνανε ό,τι μπορούσαν για τα παιδιά των φυλακισμένων.

Αργότερα, η διοίκηση των φυλακών αποφάσισε να χωρίσουν τις μητέρες από τα παιδιά τους και τον στείλανε στο ορφανοτροφείο. Για να μην εμποδίζω τη μητέρα μου στην καταναγκαστική εργασία, όπως ήταν η επίσημη αιτιολογία. Έτσι, πέρασαν δέκα χρόνια, ώστε να μπορέσουν να συναντηθούν ξανά μητέρα και γιος.

Ο 57χρονος σήμερα Βίκτωρ μένει στη Μολδαβία, στην Τιράσπολη και είναι προϊστάμενος μηχανικός σε ένα εργοστάσιο. Όπως είπε, χάρηκε πολύ που βρήκε μια αδελφή και νιώθει περήφανος που ο πατέρας του ήταν ελληνικής καταγωγής. Έχει κι ένα χόμπι: καλλιεργεί τριαντάφυλλα και κατάφερε να παράγει σπάνιες καλλιέργειες λουλουδιών.

Όταν ήμουν μικρός, ζούσα σε έναν γκρίζο κόσμο. Μου έλειψε η ομορφιά? Ίσως γι' αυτό σήμερα ασχολούμαι με άνθη και καλλιέργειες τριαντάφυλλων. Τελικά, η ίδια η ζωή είναι πολύ όμορφη. Όταν συναντάς μια αδελφή, που σε αγαπούσε χωρίς να σε ξέρει? Δεν είναι μεγαλείο αυτό, δεν είναι η ομορφιά της ζωής, κατέληξε και αγκάλιασε ζεστά τη δακρυσμένη από χαρά αδελφή του, Σεραφείμα.
Πηγή: Πηγή: ΑΠΕ