Έρευνα: Η Πειραματική Πολιτική για τις μεταρρυθμίσεις στη Φινλανδία

Πώς νέες, καινοτόμες μεθοδολογίες πειραματισμού μπορούν να βοηθήσουν στον σχεδιασμό πιο αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων για τα κράτη; Πώς ένα κράτος μπορεί μέσα από αυτές τις δοκιμές, τα πειράματα και τις πιλοτικές εφαρμογές στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής να δοκιμάσει διάφορα μέτρα σε όλους τους τομείς προκειμένου να διαπιστωθεί αν εκπληρώνουν τον σκοπό τους, αν λειτουργούν ή όχι;

Η νέα δημοσιογραφική έρευνα της διαΝΕΟσις που δημοσιεύεται σήμερα, μας παρουσιάζει την "Πειραματική Φινλανδία", ένα καινοτόμο πρόγραμμα που υλοποιείται εδώ και μερικά χρόνια. Ο Senior Editor της διαΝΕΟσις Ηλίας Νικολαΐδης παρουσιάζει το πώς μια τέτοια πειραματική προσέγγιση στην παραγωγή πολιτικής μπορεί να φέρει καλύτερες μεταρρυθμίσεις, να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και να ενισχύσει τον δημόσιο διάλογο με αξιόπιστα δεδομένα.

Διαβάστε αναλυτικά ολόκληρη την έρευνα

Τη δεκαετία που πέρασε δεν ήταν μόνο οι ευρωπαϊκές χώρες των “μνημονίων”, οι οποίες χρειάστηκε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και, εν πολλοίς, να ξανασκεφτούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος τους. Από το 2015, έπειτα από μεγάλη συζήτηση, εγκαινιάστηκε στη Φινλανδία ένα φιλόδοξο κυβερνητικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με ερευνητικά κέντρα και άλλους φορείς, με τίτλο “Πειραματική Φινλανδία”. Ο σκοπός της “Πειραματικής Φινλανδίας” ήταν να εντάξει τις δοκιμές, τα πειράματα και τις πιλοτικές εφαρμογές στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής. Να δοκιμαστούν με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους νέες ιδέες για τη διακυβέρνηση: διάφορα μέτρα σε όλους τους τομείς προκειμένου να διαπιστωθεί αν εκπληρώνουν τον σκοπό τους, αν λειτουργούν ή όχι. Παρότι η φιλοσοφία του προγράμματος είναι τόσο απλή που μοιάζει αυτονόητη, μόνο λίγες χώρες στον κόσμο έχουν εφαρμόσει κάτι αντίστοιχο, με πιο γνωστές περιπτώσεις τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ωστόσο, η λειτουργία του κράτους έχει για τους Φινλανδούς μια κάπως υπαρξιακή διάσταση, ίσως περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σε άλλους τόπους. Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει ολόκληρη την ανάπτυξη και την εξέλιξη της Φινλανδίας από φτωχή σε πλούσια χώρα να βασίζεται στην οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας: στην επένδυση στην εκπαίδευση, στο σύστημα υγείας, στη λειτουργία των δήμων, στο κοινωνικό κράτος, στην ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Και, αντίστοιχα, η συνεχής φροντίδα αυτών των πλεονεκτημάτων κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, συχνά περισσότερο από την ιδεολογία.

Οι πειραματικές μέθοδοι, με τη σειρά τους, προσφέρουν απτά δεδομένα για τις πολιτικές που εφαρμόζει το κράτος. Είναι μια προσπάθεια κατανόησης των τρόπων με τους οποίους οι πολίτες παίρνουν τις αποφάσεις τους και η πολιτική προσαρμόζεται σε αυτούς. Επομένως, πέρα από τη βελτίωση των ίδιων των πολιτικών, παρουσιάζουν και μια ακόμη σειρά από οφέλη. Προσφέρουν διαφάνεια, αφού ο διάλογος γίνεται στη βάση στοιχείων και όχι εικασιών ή βιβλιογραφίας που αφορά άλλους τόπους και άλλους χρόνους. Αντίστοιχα δίνουν ορατότητα στον πολίτη, καθώς εστιάζουν σε εκείνον και όχι στην εσωτερική λειτουργία του κράτους. Συμβάλλουν με αυτόν τον τρόπο στην οικοδόμηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης.

Για να μάθουμε την ιστορία της “Πειραματικής Φινλανδίας” ταξιδέψαμε στην ενδιαφέρουσα χώρα της βόρειας Ευρώπης, που όπως η Ελλάδα βρίσκεται κι αυτή στο μεταίχμιο δυο κόσμων, και μιλήσαμε με εκείνους που σχεδίασαν, εμπνεύστηκαν ή και συμμετείχαν σε πολλά πειράματα. Η ιστορία, όπως ακολουθεί παρακάτω, προσφέρει πολλές αφορμές για προβληματισμό.

1. Η κουλτούρα του πειραματισμού
Τα γραφεία “ενός από τα πιο επιδραστικά think tank των Βορείων Χωρών”, όπως αυτοχαρακτηρίζεται στην ιστοσελίδα του το Demos Helsinki, δεν είναι ακριβώς γραφεία. Είναι ένα μεγάλο, ανοιχτό σαλόνι με καναπέδες, πάγκους και βιβλιοθήκες, χωρίς υποδοχή ή γραμματεία, παρά μόνο με μεγάλες κλειστές αίθουσες συσκέψεων σε διαφορετικά σημεία στο ίδιο κτίριο, μια παλιά πολυκατοικία κοντά στο κέντρο του Ελσίνκι. Οι περίπου 50 εργαζόμενοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων διανύουν την τρίτη ή την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, βγάζουν τα παπούτσια και τα πανωφόρια τους στον προθάλαμο, όπου υπάρχει και μια τρόμπα για τα λάστιχα των ποδηλάτων τους. Δουλεύουν καθιστοί σε καναπέδες ή σε σκαμπό με τα λάπτοπ στα πόδια τους. Παρότι ο χώρος είναι ανοιχτός, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό, επικρατεί σχεδόν απόλυτη ησυχία. 

Η ομάδα που εργάζεται στο τμήμα του Demos Helsinki με τίτλο “Governance Innovation” είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό πολλών κυβερνητικών προγραμμάτων και αξιολογήσεων μέτρων πολιτικής ανά τον κόσμο, από τη Γαλλία μέχρι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για έργα συντονισμού πειραμάτων σε διάφορους τομείς πολιτικής με σκοπό τη δημιουργία ενός πιο αποτελεσματικού κράτους “σε έναν κόσμο με τρομακτικά προβλήματα, όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης και η κλιματική αλλαγή”, όπως λέει χαρακτηριστικά η senior researcher Κάτρι Σάρκια. Το Demos Helsinki και πιο συγκεκριμένα το τμήμα στο οποίο εργάζεται η Σάρκια, άρχισε να αναπτύσσει αυτή την προσέγγιση από την ίδια τη Φινλανδία. 

“Φυσικά ο πειραματισμός δεν είναι κάτι καινούριο, συμβαίνει επί πολύ καιρό στις συμπεριφορικές επιστήμες, δεν είναι κάτι που εφηύραμε εμείς ”, λέει η Κάτρι Σάρκια. “Ωστόσο, το 2014 και το 2015 υπήρχε μια πρωτοβουλία ‘από τα πάνω’ για τη βελτίωση του μηχανισμού της διακυβέρνησης. Επομένως, τα βασικά κίνητρα ήταν τα μεγάλα προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η ψηφιοποίηση και η μειούμενη εμπιστοσύνη των πολιτών στον τρόπο διακυβέρνησης. Η κυβέρνηση αναρωτιόταν τι μπορεί να γίνει και επίσης ρωτούσε εάν ο πειραματισμός θα μπορούσε να παρέχει κάποιες λύσεις για αυτά τα προβλήματα”.

Πράγματι, το 2014 και το 2015 το Demos Helsinki σε συνεργασία με ερευνητές του πανεπιστημίου Aalto σχεδίασε το κυβερνητικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Σίπιλα με τίτλο “Πειραματική Φινλανδία”. Το πρόγραμμα, εξαιρετικά φιλόδοξο στη σύλληψή του, περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο μέσω τριών κύκλων πειραμάτων -στρατηγικών, τοπικών και ‘από τα κάτω’- οι πειραματικές προσεγγίσεις θα ενσωματώνονταν στη διαδικασία της παραγωγής πολιτικής και, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα οδηγούσαν σε ένα περισσότερο αποτελεσματικό και προσαρμοστικό στις προκλήσεις κράτος. Πράγματι, στη διάρκεια της θητείας του Σίπιλα σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν 27 στρατηγικά πειράματα από τα υπουργεία και εκατοντάδες πιο μικρά πειράματα και πιλοτικές εφαρμογές μέτρων σε τοπικό επίπεδο, ενώ παράλληλα άρχισε η λειτουργία μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας για μικρές ομάδες πολιτών. Η “Πειραματική Φινλανδία” συντονιζόταν καθ΄ όλη τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης από μια μικρή ομάδα νεαρών κοινωνικών επιστημόνων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο γραφείο του πρωθυπουργού. 

Ποια ήταν όμως τα ίδια τα πειράματα και πόσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι στιγμής για αυτά; Ένα από τα πιο γνωστά είχε σχέση με το φινλανδικό σύστημα υγείας και γενικότερα τις κοινωνικές υπηρεσίες. Το φινλανδικό υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας θέλησε να δοκιμάσει την εφαρμογή ενός συστήματος voucher για κάποιες υπηρεσίες και να διαπιστώσει πώς θα συμπεριφερθούν οι δικαιούχοι του voucher και κατά πόσο θα χρησιμοποιήσουν τον ιδιωτικό τομέα, με το ίδιο τιμολόγιο. Ειδικά οι υπηρεσίες υγείας απασχολούν πολύ συχνά τον δημόσιο διάλογο στη Φινλανδία (ήταν μάλιστα και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση του Σίπιλα οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές, στις οποίες το κόμμα του ηττήθηκε), καθώς απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού. Το πείραμα με το voucher “έτρεξε” παράλληλα με ένα άλλο, σημαντικό πείραμα για την εισαγωγή του βασικού εισοδήματος και συνεχίστηκε και το 2019, χωρίς ακόμη να υπάρχει οριστική έκθεση αποτελεσμάτων. 
Ακόμη πραγματοποιήθηκαν πειράματα που αφορούσαν την καλύτερη αξιοποίηση των υπηρεσιών για τους ανέργους στους δήμους ώστε να αναπτυχθεί ένα νέο, πιο αποδοτικό μοντέλο πιθανόν με εμπλοκή ομάδων δήμων-περιφερειών, την ψηφιοποίηση πολλών υπηρεσιών των δήμων, τη βελτίωση της εκμάθησης ξένων γλωσσών στην προσχολική και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την αξιοποίηση πολιτιστικών δράσεων στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας καθώς και για τη χρήση λεωφορείων χωρίς οδηγό. Εν πολλοίς, τα περισσότερα από τα παραπάνω πειράματα, στο πλαίσιο της “Πειραματικής Φινλανδίας” έγιναν το 2017 και το 2018 και δεν υπάρχουν ακόμη οριστικά αποτελέσματα.

Ανάμεσα στις δράσεις της "Πειραματικής Φινλανδίας", ξεχωρίζει το μεγάλο πείραμα για το βασικό εισόδημα στη Φινλανδία. Ήταν ίσως η πιο φιλόδοξη δοκιμή αυτού του είδους στον κόσμο μέχρι σήμερα και γι' αυτό έγινε διάσημη.

2. Το βασικό εισόδημα
“Το βασικό εισόδημα είναι μέρος του δημόσιου διαλόγου στη Φινλανδία εδώ και καιρό. Είχαμε υποστηρικτές μιας τέτοιας ιδέας που μιλούσαν και έγραφαν για αυτό από τη δεκαετία του 1980”, λέει ο Μίσκα Σιμανάινεν, ένας από τους 60 ερευνητές του φινλανδικού οργανισμού ασφάλισης Kela που πρότειναν, σχεδίασαν και αξιολόγησαν το πείραμα για το βασικό εισόδημα. Κάθεται στην ευρύχωρη αίθουσα εκδηλώσεων στα κεντρικά γραφεία του Kela στο Ελσίνκι. Το επιβλητικό κτίριο, εξωτερικά βαρύ -παραλληλόγραμμο, χτισμένο με κόκκινα τούβλα- αλλά με το ξύλο και το γυαλί να κυριαρχούν στο εσωτερικό, με αίθρια και με μια θαυμαστή διαχείριση του φωτισμού, είναι δημιούργημα του πατέρα του μοντερνισμού των Βορείων Χωρών, του αρχιτέκτονα Άλβαρ Άαλτο. Εγκαινιάστηκε το 1957, την ίδια περίοδο που διαμορφωνόταν και το μεταπολεμικό φινλανδικό κοινωνικό κράτος. 

Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο Kela είναι το φινλανδικό αντίστοιχο του ΕΦΚΑ και του ΟΑΕΔ μαζί. Ο οργανισμός διαχειρίζεται περισσότερα από 70 κοινωνικά επιδόματα για ανέργους και άλλες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, καθώς και τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και τις συντάξεις. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρήθηκε ο κατάλληλος φορέας για να εμπλακεί με ένα τόσο φιλόδοξο πείραμα όσο αυτό του βασικού εισοδήματος.

Toν Δεκέμβριο του 2016 το φινλανδικό κράτος επέλεξε με τυχαίο τρόπο 2.000 ανέργους 25 έως 58 ετών, δικαιούχους των σχετικών επιδομάτων, από ένα σύνολο 175.000 δικαιούχων εγγεγραμμένων στο μητρώο του Kela. Για ολόκληρο το 2017 και το 2018 οι επιλεγμένοι 2.000 έχασαν μέρος των επιδομάτων που έπαιρναν (σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρο το ποσό) και στη θέση τους πήραν ένα βασικό εισόδημα ύψους 560 ευρώ. Το εισόδημα αυτό ήταν αφορολόγητο και για να το εισπράξουν, αντίθετα με τα συμβατικά επιδόματα ανεργίας, δεν χρειαζόταν να συμπληρώσουν καμιά αίτηση για δουλειά ή για το ίδιο το επίδομα. Η καταβολή του δεν σταματούσε ούτε στην περίπτωση που έβρισκαν δουλειά ή ξεπερνούσαν την επιλέξιμη ηλικία. Αντίθετα με τα επιδόματα που δίνονται υπό όρους και μετά από αίτηση, ό,τι και αν συνέβαινε το βασικό εισόδημα θα πιστωνόταν στις αρχές του κάθε μήνα στον τραπεζικό λογαριασμό των επιλεγμένων χωρίς να χρειάζεται να κάνουν τίποτα. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιποι 173.000 δικαιούχοι, θα συνέχιζαν να εισπράττουν κανονικά τα επιδόματα ολοκληρώνοντας τις σχετικές διαδικασίες.

Ο σκοπός αυτού του ιδιαίτερα φιλόδοξου πειράματος, το οποίο κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ευρώ ήταν, μέσα από τη σύγκριση των δυο ομάδων, οι ερευνητές του Kela και του πανεπιστημίου Aalto, να ελέγξουν μια σειρά από παραμέτρους: Θα αύξανε την πιθανότητα οι ωφελούμενοι να βρουν δουλειά; Πώς θα επηρέαζε τη διάθεσή τους; Θα τους έκανε λιγότερο αγχωμένους ή θα τους άφηνε αδιάφορους; Θα τους ενθάρρυνε αυτή η, περιορισμένη έστω, σταθερότητα να πάρουν μεγαλύτερο ρίσκο και π.χ. να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση; Ο σκοπός ήταν το φινλανδικό κράτος να διαπιστώσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ένα τέτοιο επίδομα χωρίς όρους και χωρίς καμιά επαφή με τη γραφειοκρατία. 

Η πρώτη προτεραιότητα του πειράματος ήταν να δοκιμαστούν πιθανοί τρόποι αναδιοργάνωσης των επιδομάτων πρόνοιας στη Φινλανδία, δηλαδή να εξεταστεί μια ριζική απλοποίηση του συστήματος, στα όρια της κατεδάφισης. Ωστόσο, πολλές πτυχές τόσο του ίδιου του πειράματος όσο και του τρόπου με τον οποίο έλαβε δημοσιότητα (όλοι αναφέρονταν σε αυτό ως “πείραμα για το βασικό εισόδημα”) πυροδότησαν εκ νέου τη μεγάλη, παλιά συζήτηση περί Καθολικού Βασικού Εισοδήματος τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Παρότι, συγκριτικά με το κόστος της ζωής στη Φινλανδία, το ποσό των 560 ευρώ είναι ανεπαρκές για μια πλήρη ζωή, δεν είναι και αμελητέο. Επιπλέον, το γεγονός ότι στο πείραμα όσοι έβρισκαν δουλειά συνέχισαν να λαμβάνουν το βασικό εισόδημα, δημιούργησε αμέσως μια ομάδα επωφελούμενων που δεν ήταν άνεργοι. Αλλά ακόμη και οι άνεργοι αποτελούν μία από τις ομάδες που, σύμφωνα με τη θεωρία, θα ωφελούσε κατά κύριο λόγο η θέσπιση ενός Καθολικού Βασικού Εισοδήματος.

Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή κάποιας παραλλαγής του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος (UBI) αποτελεί εδώ και δεκαετίες ενός είδους “ιερό δισκοπότηρο”. Οι πιθανές εκδοχές του σχήματος είναι πολλές, όμως η βασική ιδέα είναι μία: Όλοι οι πολίτες μιας χώρας, ανεξαρτήτως του εισοδήματος, της περιουσίας τους ή της εργασιακής τους κατάστασης, λαμβάνουν τακτικά από το κράτος ένα χρηματικό ποσό, το οποίο τους επιτρέπει να διαβιούν με αξιοπρέπεια. 
Άνθρωποι που τοποθετούνται εντελώς διαφορετικά στο πολιτικό και κοινωνικό φάσμα έχουν ταχθεί υπέρ της θέσπισης ενός τέτοιου σχήματος. Ανάμεσά τους είναι ο δολοφονηθείς αμερικανός ιερέας και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μαύρων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο σοσιαλιστής υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ Μπέρνι Σάντερς, ο φιλελεύθερος οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν, ο πρωτοπόρος καθηγητής φυσικής Στίβεν Χόκινγκ, ο ιδρυτής του Facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ και ο ιδρυτής της Tesla Ίλον Μασκ. 

Οι αριστεροί το θεωρούν μια γενναία επέκταση του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη πλευρά, οι δεξιοί θεωρούν ότι η μεταφορά χρήματος εγγυάται την απαραίτητη οικονομική ελευθερία έναντι των επιδομάτων που δίνονται υπό όρους και προκαλούν στρεβλώσεις στις αγορές. Οι ανήσυχοι περί αυτοματοποίησης θεωρούν ότι ένα τέτοιο σχήμα μπορεί να είναι μια κάποια λύση για τις βιομηχανικές δουλειές που θα χαθούν εξαιτίας των ρομπότ. Τέλος, οι ευαισθητοποιημένοι σε θέματα περιβάλλοντος πιστεύουν ότι τέτοιου είδους πολιτικές μπορούν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης που επιβαρύνει τον πλανήτη. Εν πολλοίς, πρόκειται για εύλογες πιθανολογίες, που φυσικά αντικρούονται από άλλες πιθανολογίες. Άλλωστε, οι υποθέσεις που μπορεί να κάνει κάποιος γύρω από το Βασικό Εισόδημα δεν σταματούν εκεί, είναι πολύ περισσότερες. 

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι τα διαθέσιμα δεδομένα είναι πολύ λίγα. Το φινλανδικό πείραμα, μέχρι στιγμής, είναι το μεγαλύτερο πείραμα στον κόσμο που αγγίζει πτυχές του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος και προσφέρει το περιθώριο για κάποια συμπεράσματα.
Ποια είναι, ωστόσο, τα πρώτα συμπεράσματα από το φινλανδικό πείραμα; “Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της δοκιμής, το επίδομα δεν αύξησε την πιθανότητα εύρεσης εργασίας όσων το έλαβαν, όμως δεν τη μείωσε κιόλας”, εξηγεί ο Μίσκα Σιμανάινεν. “Αυτό είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα που χρειάζεται ερμηνεία”, προσθέτει. 

O Σιμανάινεν είναι ένας από τους τέσσερις συγγραφείς της προκαταρκτικής έκθεσης που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2019 και στις 34 σελίδες της κάποιος μπορεί να βρει μια πρώτη, επίσημη ανάλυση ενός μόνο μέρους των δεδομένων που προέκυψαν. 

Συνολικά, οι κοινωνικοί επιστήμονες που σχεδίασαν το πείραμα θα αντλήσουν τα συμπεράσματά τους με διάφορους τρόπους. Ο πλέον αξιόπιστος μεταξύ αυτών των τρόπων είναι η παρακολούθηση της εργασιακής κατάστασης και του συνολικού εισοδήματος των παραληπτών του βασικού εισοδήματος μέσα από τα μητρώα κοινωνικής ασφάλισης και φορολογίας. Επειδή, ωστόσο, πρόκειται για στοιχεία που συγκεντρώνονται στο τέλος του επόμενου χρόνου από την αναφερόμενη χρονιά, στο τέλος του 2018 υπήρχαν διαθέσιμα μόνο τα στοιχεία της πρώτης χρονιάς του πειράματος, του 2017. Επομένως η προκαταρκτική έκθεση, που πράγματι δεν βρίσκει κάποια σημαντική διαφορά στην απασχόληση (ούτε στην αυτοαπασχόληση) μεταξύ παραληπτών και μη, βασίζεται μόνο στα δεδομένα της πρώτης χρονιάς. “Πρέπει να κοιτάξουμε και τη δεύτερη χρονιά για να μάθουμε περισσότερα, ένας χρόνος είναι πολύ μικρό διάστημα για να εκδηλωθούν τέτοιου τύπου αποτελέσματα”, διευκρινίζει ο Σιμανάινεν.

Από αυτή τη σκοπιά, η έκθεση προσφέρει μισή εικόνα.Ωστόσο, στην ίδια έκθεση αναλύονται και κάποια αποτελέσματα από τηλεφωνική δημοσκοπική έρευνα που έγινε σε συμμετέχοντες και μη προς το τέλος ολόκληρης της περιόδου του πειράματος -τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2018. Με αυτόν τον τρόπο κάποιος παίρνει μια, αποσπασματική και πάλι, ιδέα για τα αποτελέσματα ολόκληρης της περιόδου. 

Η έρευνα περιείχε ερωτήσεις μέσω των οποίων αναδεικνύεται η ψυχολογική και κοινωνική κατάσταση των ερωτώμενων. Από αυτή τη σκοπιά, εκείνοι που πήραν το βασικό εισόδημα παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε όλα τα δημοσιευμένα αποτελέσματα. Αν και οριακά, μέσα σε μόλις δυο χρόνια, εμπιστεύονται περισσότερο τους άλλους ανθρώπους, το δικαστικό σύστημα και τους πολιτικούς. Είναι πιο αισιόδοξοι για το μέλλον τους, για την οικονομική κατάστασή τους και για την ικανότητά τους να επηρεάσουν ζητήματα της κοινωνίας. Αισθάνονται πιο υγιείς, θεωρούν ότι μπορούν να συγκεντρωθούν πιο εύκολα, λιγότεροι αισθάνονται ότι “χάνουν το ενδιαφέρον τους για τα πράγματα”. Δηλώνουν ότι έχουν λιγότερο άγχος και πιστεύουν σε μικρότερο βαθμό ότι υπάρχει υπερβολική γραφειοκρατία. Με λίγα λόγια, έχουν καλύτερα αποτελέσματα σε σχεδόν όλες τις ερωτήσεις που δημοσιεύονται. 

Όμως, ούτε έτσι λύνεται το μυστήριο. Από τους 7.000 δικαιούχους των επιδομάτων ανεργίας με τους οποίους επικοινώνησαν οι ερευνητές (οι 1.869 από αυτούς έπαιρναν το βασικό εισόδημα), μόνο ένας στους πέντε απάντησε στις ερωτήσεις της έρευνας. Η ίδια η έκθεση χαρακτηρίζει το ποσοστό “χαμηλό”, αλλά “όχι ασυνήθιστο”. “Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα αλλά χρειάζεται περισσότερη δουλειά προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι όσοι επέλεξαν να απαντήσουν αποτελούν μια ενδεικτική ομάδα όλων των επωφελούμενων ή των μη επωφελούμενων”, διευκρινίζει ο Μίσκα Σιμανάινεν. “Και φυσικά πρέπει να δούμε τις πιθανές εξηγήσεις ως προς το γιατί δηλώνουν ότι είναι καλύτερα. Ένας λόγος μπορεί να είναι το υψηλότερο εισόδημά τους”, καταλήγει.

Στην επόμενη και τελική έκθεση του πειράματος, η οποία αναμένεται να δημοσιευτεί προς τα μέσα του 2020, η εικόνα αναμένεται να ξεκαθαρίσει σε κάποιο βαθμό. Οι ερευνητές θα έχουν στη διάθεσή τους τα αποτελέσματα από τα μητρώα της ασφάλισης και της φορολογίας και για τον δεύτερο χρόνο προκειμένου να γίνει γνωστό αν το διάστημα αυτό σημειώθηκαν αλλαγές στην κατάσταση των επωφελούμενων. Αντιστοίχως θα έχουν τη δυνατότητα να διασταυρώσουν και το προφίλ όσων απάντησαν στην δημοσκοπική έρευνα και να διαπιστώσουν αν είναι ή όχι ενδεικτικά του συνόλου των επωφελούμενων.