Κλείσιμο

Τα ορφανά του Σημίτη

Αλλεπάλληλα μικρά δράματα εξελίσσονται τον τελευταίο καιρό στον χώρο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φιλελεύθερο, μεταρρυθμιστικό κέντρο. Πιο πολύ ήρθαν στη δημοσιότητα τα πάθη του Ποταμιού εξ αιτίας της κοινοβουλευτικής τους σημασίας. Δεν είναι ο μόνος φορέας που δοκιμάζεται όμως. Στη Δράση για παράδειγμα ο πρόεδρος του κόμματος κ. Σκυλακάκης έχει συνταχθεί με τη ΝΔ, προσχωρώντας και στους μακεδονομάχους. Ο ιδρυτής του κόμματος ωστόσο, ο κ. Στέφανος Μάνος, όχι μόνο τάχθηκε υπέρ των Πρεσπών αλλά υπέγραψε και κείμενο υπέρ του Ποταμιού! 

Όσο για το ΚΙΝΑΛ, μετά την διαγραφή Θεοχαρόπουλου επικρατεί σχετική ηρεμία, μόνο όμως επειδή οι βουλευτές του κόμματος είναι απολύτως ικανοποιημένοι με τα απογοητευτικά δημοσκοπικά ποσοστά. Η προοπτική της επανεκλογής τους έχει αποδειχθεί το καλύτερο ηρεμιστικό. Στα κοινωνικά δίκτυα ωστόσο έχουν βγει τα γάντια και οι αντιπαραθέσεις, κυρίως με αφορμή τις Πρέσπες,  χαρακτηρίζονται από αδελφοκτόνο οξύτητα.

Υπό κανονικές συνθήκες όλες αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν και να μας αφήνουν παγερά αδιάφορους. Στην πραγματικότητα ωστόσο μαρτυρούν κάτι που μπορεί να έχει ευρύτερη πολιτική σημασία: το ρεύμα του εκσυγχρονισμού, αυτό που σε μεγάλο βαθμό εκφράστηκε από τον Κώστα Σημίτη, σήμερα είναι διασπασμένο. Tόσο που ουσιαστικά έχει ακυρωθεί πολιτικά. Αν το μέλλον της χώρας εξαρτάται από την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων τότε αυτή η απουσία μπορεί να έχει σημασία.

Όταν ένας χώρος αποσυντίθεται μοιραία διασπείρεται. Έτσι σήμερα (πρώην) εκσυγχρονιστές μπορεί να βρει κανείς παντού: στη ΝΔ, στο ΚΙΝΑΛ, στο Ποτάμι, στους ανεξάρτητους ακόμα και στον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως υπάρχει μια βασική διαχωριστική γραμμή. 


Από την μια πλευρά είναι όσοι πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστά μια τόσο σοβαρή απειλή για την Δημοκρατία που απαιτείται η πλήρης απομόνωσή του, δεν επιτρέπεται το παραμικρό παράθυρο συνεργασίας. Οι περισσότεροι είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία γιατί προέχει να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και αν αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μια ακροδεξιά τάση στη ΝΔ, εμπιστεύονται γενικά τις αγαθές προθέσεις του Κυριάκου.

Όσο για τις Πρέσπες, τις βλέπουν κυρίως σαν ένα στρατήγημα του Τσίπρα για την διάσπαση της αντιπολίτευσης ενώ πολλοί έχουν αποδεχθεί πλήρως και το ιδεολόγημα της εθνότητας. Ακόμα χειρότερα οι περισσότεροι θεωρούν ότι το ζήτημα διχάζει τόσο πολύ τους πολίτες που, αν δεν αντιδρούσε η ΝΔ, υπήρχε κίνδυνος να πριμοδοτήσει την Χρυσή Αυγή. Έτσι όχι μόνο συμφωνούν με την καταψήφιση της συμφωνίας αλλά αντιθέτως θεωρούν πως όσοι την υποστηρίζουν στην πραγματικότητα στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τις εκφράσεις του συρμού είτε είναι χρήσιμοι ηλίθιοι, «εστέτ προοδευτικοί» και  «σαλονάτοι κοσμοπολίτες», είτε κινούνται με ιδιοτέλεια, «ψάχνουν να βγάλουν κανένα μεροκάματο».

Στον αντίποδα αυτής της τάσης είναι όσοι, αν και ουσιαστικά συμφωνούν με την κριτική που γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύουν ότι ορισμένα ζητήματα, όπως η συμφωνία των Πρεσπών, μπορούν να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια ευρύτερων συναινέσεων. Κατανοούν  ότι δύσκολα ο Μητσοτάκης μπορούσε να συμφωνήσει χωρίς να διασπάσει το κόμμα του. Επισημαίνουν ωστόσο ότι από το σημείο αυτό, ως την συμμετοχή στα συλλαλητήρια και το «η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική» του Σαμαρά, η απόσταση είναι μεγάλη. Και πάντως θεωρούν ότι τα κόμματα του μεσαίου χώρου θα μπορούσαν να κρατήσουν μια διαφορετική στάση. Με αυτή την έννοια είναι ορφανοί πολιτικά: συμπαθούν την στάση του Ποταμιού, που όμως καταρρέει, ενώ απωθούνται από την σύμπλευση του ΚΙΝΑΛ με τη ΝΔ, ιδίως μετά τις αναφορές της κ. Γεννηματά για «απάτριδες» ή για τον ρόλο του Σόρος. Και βέβαια ανησυχούν για τον εθνικιστικό παροξυσμό στον οποίο θεωρούν ότι έχει μπει η χώρα. Κάτι για το οποίο καταλογίζουν ευθύνες κατ εξοχήν σε όσους, για λόγους αντιπολιτευτικούς, έσπευσαν να  αντιταχθούν στην συμφωνία, εκχωρώντας στην πράξη την φωνή της λογικής στον κ. Τσίπρα.

Προφανώς υπάρχουν και αποχρώσεις. Στο ΚΙΝΑΛ για παράδειγμα ο Γιώργος Παπανδρέου τάχθηκε υπέρ της συμφωνίας ενώ μια πιο ήπια στάση φάνηκε να υποστηρίζει και ο κ. Ανδρουλάκης. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει προσελκύσει κάποια μεμονωμένα στελέχη, όπως ο κ. Μπίστης, η μεγάλη πλειονότητα των εκσυγχρονιστών όμως δεν έχει πειστεί καθόλου για τα ανοίγματα του κ. Τσίπρα. Ούτε για την ειλικρίνεια, ούτε για την προοδευτικότητα αλλά ούτε και για την προσήλωση του στους κανόνες της Δημοκρατίας. Το αντίθετο. 

Πέρα από τις αποχρώσεις όμως ένα είναι βέβαιο. Στις προσεχείς εκλογές ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός χώρος θα βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Το χειρότερο ίσως είναι ότι δείχνει να έχει χάσει και την δυνατότητα να συνομιλεί μεταξύ του. Στη δεκαετία του 90 έμοιαζε ότι οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του κέντρου θα βάλουν την σφραγίδα τους στην πορεία που θα ακολουθήσει η χώρα. Μετά την χαμένη επταετία Καραμανλή και την δεκαετία της κρίσης, δεν είναι πια καθόλου σαφές ποιοι και προς τα πού θα την οδηγήσουν.