Ηλιούπολη - Σοκάρει η κατάθεση της 19χρονης: «Απειλούσε ότι θα με σκοτώσει»

Της Ιωάννας Μάνδρου
 

Αποκαλυπτική είναι η κατάθεση της 19χρονης που υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού από αστυνομικό που την κρατούσε παράνομα στο σπίτι του στην Ηλιούπολη, ενώ ο πατέρας της κατηγορείται για βιασμό σε βάρος της επί χρόνια.Και οι δύο προφυλακίστηκαν. Στις απολογίες τους αρνήθηκαν το βαρύτατο κατηγορητήριο που αντιμετωπίζουν.

Τα σημαντικότερα σημεία των καταθέσεων της 19χρονης του κατηγορούμενου πατέρα της και της μητέρας της φωτίζουν τη φρίκη που έζησε η κοπέλα και όσα στήριξαν τις βαριές κατηγορίες σε βάρος του πατέρα της και του αστυνομικού με τον οποίο έζησε στιγμές αποτρόπαιης δράσης στο σπίτι του στην Ηλιούπολη.

Κατάθεση 19χρονης

Πριν ενάμιση μήνα περίπου γνώρισα τον αστυνομικό Δ. Μπ. μέσω ενός κοινού γνωστού μας ο οποίος δουλεύει ως ντελιβεράς σε μία καφετέρια. Με τον Δ είχαμε ερωτική σχέση και τις πρώτες μέρες τα πηγαίναμε πολύ καλά και συγκατοικήσαμε μετά από μία βδομάδα περίπου αφού γνωριστήκαμε στο σπίτι του στην Ηλιούπολη. Εγώ ενημέρωσα τη μητέρα μου ότι θα πάω να μείνω μαζί 

του. Μετά από περίπου δύο εβδομάδες αφού πήγα στο σπίτι του, του είπα ότι ήθελα να βρω κάποια δουλειά για παράδειγμα σε καφετέρια. Αυτός όμως μου είπε ότι η μητέρα ενός φίλου του, του Γ. Λ. έχει οίκους ανοχής στην Αθήνα και ένα site για να κλείνεις ερωτικά ραντεβού με κοπέλες το κατονομάζει και μου πρότεινε να εργαστώ και εγώ για αυτήν. Ο Δ. και ο Λ. δουλεύουν χωρίς να φαίνονται για τη μητέρα του Λ., την οποία φωνάζουν στη δουλειά Μ. χωρίς να γνωρίζω ποιό είναι το πραγματικό της όνομα. Αυτοί ουσιαστικά είναι τα αφεντικά και κανονίζουν τις δουλειές και διαχειρίζονται το site (το κατονομάζει). Όταν μου έγινε η πρόταση από το Δ. να εργαστώ μαζί τους, εγώ αρχικά το αρνήθηκα όμως αυτός με απείλησε ότι θα με σκοτώσει και ότι θα κάνει κακό στην οικογένειά μου και έτσι εξαναγκάστηκα να δουλέψω μαζί τους».

Η «ταρίφα»

Στη συνέχεια, η 19χρονη αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στις ημέρες που ακολούθησαν, κατονομάζοντας ξενοδοχεία και σπίτια που θυμάται ότι επισκέφθηκε σε Γλυφάδα, Σκαταμαγκά και σε άλλες περιοχές της Αττικής και επισημαίνοντας ότι καθημερινά είχε 3-4 ραντεβού. Επίσης, αναφέρει τα ονόματα και άλλων γυναικών που επίσης έκαναν την ίδια «δουλειά» και οι οποίες βρίσκονταν για κάποια διαστήματα στο σπίτι του κατηγορούμενου αστυνομικού, κάνοντας ορισμένες εξ αυτών χρήση ναρκωτικών ουσιών. 

«Ο Δ. μου είπε ότι θα πηγαίνω σε ραντεβού με διάφορα άτομα με τα οποία θα ερχόμαστε σε συνουσία και από τα χρήματα που θα δίνουν ως αντάλλαγμα, τα οποία ήταν συνήθως 160 €, εγώ θα έπαιρνα τα 80. Έτσι, ο Δ. έφτιαξε και δικό μου προφίλ στο site με ψεύτικα στοιχεία (τα αναφέρει) βάζοντας φωτογραφίες και βίντεο μου χωρίς να φαίνεται το πρόσωπό μου, ώστε να μπορούν οι πελάτες να κλείσουνε ραντεβού μαζί μου. Στο site αυτό, αναγράφονται δύο τηλέφωνα στα οποία απαντάει μια τηλεφωνήτρια η οποία κανονίζει τα ραντεβού με τις κοπέλες οι οποίες υπάρχουν στο site. Ακόμα ο Δ. μου είπε να διαγράψω τα προφίλ και τις φωτογραφίες μου στο ίνσταγκραμ και στο facebook καθώς και όλες τις επαφές μου στο κινητό εκτός της μητέρας μου, πράγμα το οποίο έκανα. Η διαδικασία που ακολουθούσαμε αφού έκλειναν ραντεβού οι πελάτες είχε ως εξής: Ερχόταν από το σπίτι του Δ. με ένα αυτοκίνητο χρώματος μπλε, ένα άτομο οποίος μου είπε ότι λεγόταν Γ. και ότι είναι στρατιωτικός. Αυτός με έπαιρνε με το αυτοκίνητο και με πήγαινε στα ραντεβού τα οποία γινόταν σε διάφορα ξενοδοχεία και σπίτια, με άφηνε εκεί και περίμενε απέξω στο αυτοκίνητο μέχρι να τελειώσω με το ραντεβού ώστε να με ξαναπάρει και να με πάει πίσω στο σπίτι του Δ. Εγώ ερχόμουν σε συνουσία με τα άτομα στα οποία με πήγαινε ο οδηγός, έπαιρνα τα λεφτά τα οποία μου έδιναν τα οποία ήταν 160 € την ώρα και τα έδινα στον Δ. μόλις γύρισα πίσω. Ο Δ. μόνο τους πρώτους δύο φορές μου έδωσε 50 € και τις υπόλοιπες φορές έπαιρνε όλα τα λεφτά που μου έδιναν οι πελάτες».

Η κακοποίηση

Η κοπέλα  εξήγησε  στους αστυνομικούς ότι υπήρξε θύμα απειλών και ξυλοδαρμών, ιδίως όταν άρχισε να αρνείται έντονα τις εντολές που λάμβανε. Καταθέτει: «Εγώ δεν ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά και όταν το έλεγα στον Δ. αυτός με χτυπούσε σε όλα τα μέρη του σώματος μου με κλωτσιές και μπουνιές και συνέχισε να με απειλεί. Στο σπίτι του ερχόταν σε διάφορες ώρες και υπόλοιπες κοπέλες, τα προφίλ των οποίων είναι στο ίδιο site».

Σε άλλο σημείο προσθέτει: «Ο Δ. με χτυπούσε συνεχώς το χρονικό διάστημα που ήμουνα σπίτι του ακόμα και για τους πιο απλούς λόγους όπως ότι δεν έκανα σωστά τις δουλειές του σπιτιού. Στις αρχές με χτυπούσε με ένα κομμάτι ξύλο. Επίσης με βίαζε τον τελευταίο καιρό διότι εγώ δεν ήθελα να κάνω σεξ μαζί του και αυτός με απειλούσε ότι θα με σκοτώσει και με χτυπούσε εξαναγκάζοντάς με έτσι να κάνω σεξ μαζί του. Τελευταία φορά που με βίασε ήταν χθες το βράδυ και τελευταία φορά που με χτύπησε ήταν σήμερα το μεσημέρι. Επίσης με χτύπησε χθες και προχθές στο πρόσωπο και στα πόδια με κλωτσιές και μπουνιές, ενώ μου έκοψε τα μαλλιά και έχυσε επάνω μου ένα μπουκάλι στοματικό διάλυμα».

Τα ναρκωτικά

Αναφορά κάνει και στο άτομο που φέρεται ότι προμήθευε με ναρκωτικές ουσίες τον κατηγορούμενο αστυνομικό. Λέει χαρακτηριστικά: «Στο σπίτι ερχόταν κάποιες φορές και ένα άτομο που τον λένε Μ. ο οποίος είναι φίλος του Δ. και έχει καφετέρια στην Αργυρούπολη. Αυτός ο Μ. κάνει διακίνηση ναρκωτικών και έφερε ναρκωτικά στον Δ. και συγκεκριμένα κοκαΐνη. Ο Δ. τον πλήρωνε 50 €. Οι δυο τους έκαναν χρήση των ναρκωτικών ουσιών στο σπίτι ενώ κάποιες φορές κοκαΐνη έκαναν και κάποιες από τις κοπέλες. Εγώ δεν έκανα ποτέ χρήση ναρκωτικών και θέλω να πω ότι ο Δ. μία φορά με χτύπησε επειδή μου πρότεινε να κάνω κοκαΐνη και εγώ το αρνήθηκα».

Η αιχμαλωσία

Η κοπέλα από τις περιγραφές τις φαίνεται πως ήταν ουσιαστικά αιχμάλωτη, αφού ο κατηγορούμενος εμφανίζεται να την κλείδωνε σπίτι, να της επέτρεπε να πάει μόνο συγκεκριμένες διαδρομές, ενώ σύμφωνα με την κατάθεση, είχε τοποθετήσει εφαρμογή στο κινητό της για να την ελέγχει ανά πάσα στιγμή.

«Επίσης να σας αναφέρω ότι μου είχε βάλει μια εφαρμογή στο κινητό μέσω της οποίας με άκουγε και έβλεπε κάθε στιγμή που ήμουν. Ακόμα ο Δ. δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι του παρά μόνο για να πάω στο περίπτερο και για να πάρω καφέ σε μια καφετέρια δίπλα και μόνο όταν ήταν κι αυτός εκεί. Όταν έφευγε από το σπίτι κλείδωνε την πόρτα και με άφηνε μέσα. Η μάνα μου είχε έρθει δύο φορες στο σπίτι και την μία από αυτές μαζί με τον αδερφό μου. Αυτοί δεν γνώριζαν για όλη αυτήν την κατάσταση διότι εγώ δεν τους είχα πει τίποτα και όταν ερχόταν σπίτι ο Δ. το έπαιζε καλός και έκανε αστεία», είπε.

Η διαφυγή

Μετά από ενάμισι μήνα, η 19χρονη δεν άντεξε και αποφάσισε να διαφύγει, ύστερα από τους συνεχείς ξυλοδαρμούς που -όπως κατέθεσε- είχε υποστεί από τον κατηγορούμενο. Σημαντική βοήθεια για να τα καταφέρει στάθηκε η σερβιτόρα, η οποία αντιλήφθηκε τα χτυπήματα στο σώμα της 19χρονης και της είπε ότι μπορεί αν τη βοηθήσει αν το επιθυμούσε.

«Σήμερα, ξύπνησα και πήγα να πάρω καφέ στην καφετέρια, όπου η κοπέλα που δουλεύει με ξέρει γιατί τον τελευταίο καιρό έπαιρνα καφέ συνέχεια από εκεί, με είδε που ήμουν χτυπημένη και μου είπε αν θέλω βοήθεια να πάω σε αυτήν. Εγώ πήρα τον καφέ γύρισα σπίτι και όταν με είδε ο Δ. ξαφνικά και χωρίς λόγο άρχισε να φωνάζει, να με χτυπάει στα χέρια, στα πόδια και στο πρόσωπο, ενώ με απείλησε και με ένα όπλο λέγοντας μου θα σε σκοτώσω και δεν θα ζήσεις. Τότε χτύπησε το κινητό του Δ. και καθώς αυτός μίλαγε σε αυτό, εγώ κατάφερα να τρέξω προς την πόρτα και να βγω έξω. Έπειτα πήγα κατευθείαν στην κοπέλα η οποία μόλις της είπα τι έγινε ενημέρωσε την αστυνομία. Εγώ με την κοπέλα πήγαμε με το αυτοκίνητο της στην αστυνομία».

Κατάθεση πατέρα

Στην κατάθεση της καταγγέλλει και το βιασμό της από τον πατέρα της. Όπως υποστηρίζει, η πρώτη φορά σημειώθηκε στα 11 της χρόνια, ενώ τελευταία φορά καταθέτει ότι την βίασε όταν ήταν 17 ετών πριν τα γενέθλια της. 

Αφού περιέγραψε τα περιστατικά, ανέφερε ότι συνολικά βιάστηκε από τον πατέρα της πάνω από 30 φορές, όταν ήταν μόνοι στο σπίτι με αποτέλεσμα ο αδερφός και η μητέρα της να μην το γνωρίζουν. Σύμφωνα με την κοπέλα, εξαιτίας της καραντίνας του κορονοϊού δεν μπόρεσε να συνεχίσει να την βιάζει, καθώς ήταν πάντα παρόντες η μητέρα ή ο αδερφός της στο σπίτι.

Αρνούμενος την κατηγορία του βιασμού που του αποδίδεται εμφανίστηκε ο πατέρας της 19χρονης που βίωσε τον απόλυτο εφιάλτη στην Ηλιούπολη, λέγοντας στο απολογητικό του υπόμνημα ότι όλα είναι «προϊόν άδηλων ψυχοσυναισθηματικών διεργασιών της φερόμενης ως παθούσης κόρης μου».

Ο πατέρας της 19χρονης ζητά την κατ' αντιπαράσταση εξέταση του με την κόρη του, αλλά και την κλήση ως μάρτυρα του «δίδυμου αδελφού της που τυγχάνει αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των οικογενειακών υποθέσεων», αλλά και της συζύγου του, προκειμένου να αποδειχθεί -όπως λέει- «η μία και μοναδική αλήθεια ότι υπήρξα αυστηρός γονέας με παραδοσιακές και ηθικές αρχές, αλλά όχι βιαστής, πατέρας ότι δούλευα σκληρά για την οικογένεια μου».

Ανάμεσα στους ισχυρισμούς του συμπεριλαμβάνεται και ένα ιατρικό ζήτημα που δεν θα του επέτρεπε να προχωρήσει σε τέτοιες ενέργειες, αφού όπως εξήγησε, εξαιτίας του θέματος αυτού, κατέφυγαν με τη σύζυγο του στη μέθοδο της εξωσωματικής. Μαλιστα, ζητά την εξέταση του από πραγματογνώμονα ψυχίατρο προκειμένου να διακριβωθεί το εάν είναι άτομο με παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά.

Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι δήλωσε την εξαφάνιση της κόρης του στο αστυνομικό τμήμα Αργυρουπόλεως, γνωρίζοντας ότι θα τον καταγγείλει για βιασμό, καθώς -όπως υποστηρίζει- τον είχε απειλήσει. «Είναι δεδομένο ότι είχα προστρέξει στο Αστυνομικό Τμήμα Αργυρουπόλεως για να δηλώσω την εξαφάνιση της κόρης μου διότι ανά τακτά χρονικά διαστήματα έφευγε από το σπίτι και η ίδια η κόρη μου Με είχε διαμηνύσει ότι σε περίπτωση που θα την ψάξω θα δηλώσει ότι την έχω βιάσει».

Ο ίδιος κατηγορεί τη σύζυγο του ότι του απέκρυπτε πληροφορίες για τη 19χρονη, υποστηρίζοντας ότι: «Η σύζυγός μου αν και γνώριζε τις κινήσεις της, φρόντιζε εντέχνως να με παραπλανά και να μου αποκρύψει την αλήθεια. Είχα εκφράσει πλειστάκις την ανησυχία μου για τις επαφές της με κάποιον D. και η σύζυγος μου με διαβεβαίωνε ότι πρέπει να διαχειριστεί το θέμα η λογοθεραπεύτρια - εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής Ρ.Γ». Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι δεν ήξερε πως η κόρη του είχε πέσει θύμα οργανωμένου κυκλώματος πορνείας, αφού «την υπεθαλπτε» η σύζυγος του, που -κατά τον ίδιο- γνώριζε καλά πρόσωπα και καταστάσεις.

Αναφερόμενος στην κατηγορία του βιασμού της κόρης του που του αποδίδεται, ο κατηγορούμενος διατύπωσε 4 ισχυρισμούς, προκειμένου να πείσει την ανακρίτρια ότι δεν έχει προβεί στην πράξη αυτή. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι:

Είναι αδιανόητο, πραγματικά και νομικά αδύνατο να βιάζεται η κόρη μου από τα 11 έτη και να μην έχει εξομολογηθεί το τραυματικό και κακοποιητικό γεγονός είτε στην μητέρα της, είτε στο δίδυμο αδερφό της είτε στη λογοθεραπεύτρια της, είτε σε κάποια φίλη της, είτε σε δημόσια αρχή ή δομή.

Τυγχάνει αδιανόητο το γεγονός να ενθυμείται τον βιασμό της από τον πατέρα της στα πλαίσια διερευνώμενης υπόθεσης για εμπορία ανθρώπων.

Είναι δεδομένο ότι ως πατέρας επιχειρούσα να έχω τον έλεγχο των εφήβων παιδιών μου, ετύγχανα αυστηρός αλλά ουδέποτε μετείλθα σωματικής βίας σε βάρος τους και ουδέποτε υπήρξα βιαστής, άλλως πατέρας - τέρας όπως παρουσιάζομαι.

Η εν λόγω καταγγελία είναι πασιφανώς εκβιαστική και εκπορεύεται από σκοτεινά κίνητρα Και θεωρώ ότι ο ρόλος της συζύγου μου τυγχάνει πολλαπλώς ύποπτος, αφού αυτή είχε στενές επαφές με τον προαγωγό της κόρης μου αστυνομικό και σε κάθε περίπτωση αν δεν υπεθαλπτε έκνομες ενέργειες, είχε γνώμης αυτών. 

Στο τέλος του απολογητικού του υπομνήματος ο κατηγορούμενος ζητά να μην προφυλακιστεί και να αφεθεί ελεύθερος ή να του τεθούν περιοριστικοί όροι, καθώς -όπως λέει- «από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι συνιστώ παρούσα και δυναμική απειλή κατά της έννομης τάξης».

Τι κατέθεσε η μητέρα της 19χρονης

Ανίδεη για τα όσα καταγγέλει η 19χρονη ότι συνέβαιναν μέσα στο σπίτι τους δήλωσε η μητέρα της στην κατάθεση της στους αστυνομικούς, αναφέροντας μόνο ότι ο σύζυγος της ήταν αυστηρός και τσακωνόταν συχνά με τα παιδιά.

«Έχω μία κόρη την Δ., η οποία είναι δίδυμη με το γιο μου και μέχρι πριν περίπου ένα μήνα έμενε μαζί μας, αλλά μετά έφυγε και μένει στο σπίτι ενός παιδιού, με το οποίο έχει σχέση. Ξέρω ότι το παιδί αυτό το λένε (...), είναι πάνω από 30 χρονών, όπως μου έχει πει η κόρη μου και ότι είναι αστυνομικός» ανέφερε η μητέρα της 19χρονης και συμπλήρωσε:

«Η κόρη μου έφυγε από το σπίτι πριν περίπου ένα μήνα, γιατί μάλωνε συνέχεια με τον πατέρα της. Ειδικά από την ηλικία των 16 χρονών και μετά μάλλον συνέχεια, σε καθημερινή σχεδόν βάση. Και τα δύο παιδιά μάλωναν με τον πατέρα τους, αλλά ειδικά η κόρη μου μάλωνε συνεχώς».

Αναφερόμενη στον χαρακτήρα του συζύγου της αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιώναν, η μητέρα της 19χρονης είπε: «Ο σύζυγος μου ήταν απότομος και πολύ αυστηρός με τα παιδιά, κυρίως από μία εγχείρηση που έκανε πριν 8-9 χρόνια και μετά. Από τότε έγινε πολύ αυστηρός, τους φώναζε συνέχεια και γι' αυτό το λόγο μάλωνα και εγώ συνέχεια μαζί του. Γενικά είχαμε πολλά προβλήματα στο σπίτι και η κόρη μου, πριν ένα μήνα δεν άντεξε άλλο και έφυγε. Για να καταλάβετε πόσα προβλήματα υπήρχαν, κάποια στιγμή του είχα πει να πάει να δει ένα ψυχολόγο και αυτός μου έλεγε ότι δεν είναι τρελός και ότι εμείς πρέπει να πάμε να μας δει γιατρός».

Η γυναίκα υποστήριξε ότι επισκέφθηκε η ίδια τον παθολόγο του συζύγου της, ο οποίος της έδωσε ένα αγχολυτικό χάπι, το οποίο -όπως εξήγησε- άρχισε να παίρνει αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε. «Τον τελευταίο καιρό ο άντρας μου με ρωτούσε συνέχεια που είναι η κόρη μας, αλλά εκείνη μου είχε ζητήσει να μην του πω τίποτα και να μην του πω που μένει» ανέφερε στην κατάθεση της και περιέγραψε τι συνέβη την ημέρα που αποκαλύφθηκε η ιστορία.

«Στις 10 Ιουλίου με πήρε τηλέφωνο η κόρη μου από ένα κινητό που δεν ήξερα και μου είπε ότι το δικό της έχει χαλάσει και με καλεί από το σύντροφό της. Μου είπε ότι είναι καλά και δε μιλήσαμε πολύ ώρα. Μετά από λίγη ώρα με πήρε τηλέφωνο από το ίδιο κινητό ο σύντροφός της και μου είπε ότι η κόρη μου έφυγε από το σπίτι και δεν ξέρει που έχει πάει κι αν μπορώ να πάω από κει να μιλήσουμε. Εγώ αγχώθηκα, πήρα ένα ταξί και πήγα στο σπίτι του όπου με περίμενε μόνος και μου είπε ότι μαλώσανε και της έδωσε ένα χαστούκι και εκείνη έφυγε απ' το σπίτι. Τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό και μου είπε ότι νευρίασε, γιατί την είδα με δύο νεαρούς έξω από το σπίτι» εξιστόρησε η μητέρα της 19χρονης που λίγα λεπτά αργότερα είδε αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ έξω από το σπίτι του υπό απόλυση αστυνομικού.

«Η κόρη μου δε μου έχει πει κάτι όλο αυτό τον καιρό για την σχέση της με τον συγκεκριμένο άντρα. Δεν ξέρω αν περνούσε καλά ή οχι. Αν και προσπαθώ να είμαι κοντά της, αυτή πολλές φορές είναι κλειστή και δε μου έλεγε τι την απασχολεί. Της έλεγα να έρθεις σπίτι, ότι όλα θα πάνε καλά και θα ξεπεραστούν τα προβλήματα και οι τσακωμοί με τον πατέρα της, αλλά αυτή δεν το συζητούσε καν να γυρίσει και δεν ήθελε να δει τον πατέρα της και να ξέρει που βρίσκεται αυτός» κατέληξε στην κατάθεση της ενώπιον των αστυνομικών.