Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημιουργεί νέα δεδομένα για τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης

Πριν ακόμη εκλείψει η απειλή του κορονοϊού για την Ευρώπη, η οικονομία της βρίσκεται αντιμέτωπη με το σοκ από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το κόστος του πολέμου και των κυρώσεων στη Ρωσία που ανακοίνωσε η διεθνής κοινότητα θα είναι ασφαλώς σημαντικό, βάζοντας εμπόδια στην πορεία ανάκαμψης της Ευρωζώνης που αναμενόταν να συνεχισθεί και φέτος με έναν ισχυρό ρυθμό 4%.

O αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, έκανε μία πρώτη γενική εκτίμηση μετά το άτυπο Ecofin την περασμένη Τρίτη, λέγοντας ότι ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό και την οικονομία είναι σημαντικός και δεν αναμένεται να υποχωρήσει σύντομα.

Από την πλευρά του, ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΕ, Πάολο Τζεντιλόνι, τόνισε ότι η εισβολή στην Ουκρανία θα εντείνει περαιτέρω τις πιέσεις στις τιμές της ενέργειας, οι οποίες αναμένεται τώρα ότι θα παραμείνουν υψηλές για όλο το 2022, αλλά και στην εφοδιαστική αλυσίδα. «Συνολικά, αυτός ο συνδυασμός πιθανότατα θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ, αλλά χωρίς να την εκτροχιάσει», πρόσθεσε.

Οι δύο κορυφαίοι παράγοντες της Κομισιόν άφησαν ανοικτό το ενδεχόμενο, ανάλογα με τις εξελίξεις, να παραταθεί η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων και το 2023, με τη σχετική απόφαση να αναμένεται τον Μάιο, όταν θα παρουσιαστούν οι εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν.

Για το 2022, το γεγονός ότι δεν ισχύουν οι δημοσιονομικοί κανόνες δίνει κατ' αρχήν μία σχετική ευελιξία για την αντιμετώπιση των άμεσων επιπτώσεων του πολέμου

Για το 2023 είχε δρομολογηθεί η άρση της γενικής ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και οι πρώτες συστάσεις της Κομισιόν είναι ότι πρέπει να αρχίσει η σταδιακή προσαρμογή για τη μείωση του δημόσιου χρέους, χωρίς όμως να επηρεάζεται αρνητικά η ανάπτυξη.

Ωστόσο, αν οι επιπτώσεις από τον πόλεμο αποδειχθούν πολύ μεγάλες, η Επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα παράτασης της ρήτρας διαφυγής για το επόμενο έτος.

Εν αναμονή αποφάσεων από την ΕΚΤ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα επηρεάσει και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τη νομισματική πολιτική την ερχόμενη Πέμπτη, 10 Μαρτίου, που συνεδριάζει το Διοικητικό Συμβούλιό της.

Πριν τη ρωσική εισβολή, η κυρίαρχη άποψη στην ΕΚΤ, όπως προκύπτει και από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δ.Σ. στις 3 Φεβρουαρίου, ήταν ότι είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου, λόγω της αύξησης του πληθωρισμού, για να ανακοινωθεί ο τερματισμός του τακτικού προγράμματος αγορών ομολόγων (APP) τον Σεπτέμβριο ή ακόμη νωρίτερα, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της μετά από δέκα και πλέον χρόνια.

Η ΕΚΤ επιβράδυνε τον περασμένο μήνα πολύ τις αγορές ομολόγων, με αποκορύφωμα την εβδομάδα έως τις 25 Φεβρουαρίου, όταν οι συνολικές καθαρές αγορές - μέσω του έκτακτου προγράμματος (PEPP) που λήγει αυτό τον μήνα και του APP - ήταν λιγότερες από 1 δισ. ευρώ.

Η μείωση αυτή συνέβαλε στη σημαντική αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης από την αρχή του έτους, η οποία πάντως αντιστράφηκε εν μέρει την τελευταία εβδομάδα.

Τη στροφή σε μία περιοριστική πολιτική είχε υποδηλώσει εμμέσως η Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέντευξη που έδωσε μετά τη συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου, όταν αρνήθηκε να επαναλάβει, όπως προηγουμένως, ότι είναι απίθανη μία αύξηση των επιτοκίων το 2022.

Μετά τον πόλεμο, όμως, η ΕΚΤ θα πρέπει να λάβει υπόψη τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται από αυτόν.

Οι όποιες αποφάσεις λάβει η ΕΚΤ θα βασιστούν στη επαναξιολόγηση των προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομίας που ζήτησε η Λαγκάρντ από τα στελέχη της τράπεζας, στην οποία θα λάβουν φυσικά υπόψη την περαιτέρω αύξηση του κόστους ενέργειας και κάποιων άλλων πρώτων υλών και θα κάνουν μία εκτίμηση για τις επιπτώσεις που θα έχουν αυτές στον πληθωρισμό και την ανάπτυξη.

Κρίσιμος παράγοντας για τις αποφάσεις θα είναι οι νέες προβλέψεις για τις αυξήσεις των τιμών το 2023, καθώς η ΕΚΤ έχει στόχο έναν πληθωρισμό 2% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ο οποίος αφορά χοντρικά μία περίοδο δύο ετών. Τον Δεκέμβριο, οι προβλέψεις της ΕΚΤ ήταν ότι ο πληθωρισμός θα κινείτο στο 1,9% τόσο το 2023 όσο και το 2024.

Αν η νέα πρόβλεψη είναι ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί σημαντικά πάνω από το 2% και το επόμενο έτος, θα έχει εκπληρωθεί ένα βασικό κριτήριο που έχει θέσει η ΕΚΤ για να προχωρήσει σε μία περιοριστική νομισματική πολιτική. Να ερώτημα είναι, αν η απόφαση αυτή θα ισχύσει και στην περίπτωση που η ΕΚΤ προβλέψει μεγάλη επίπτωση στην ανάπτυξη.

Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, σημαντικός αριθμός μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ εξακολουθεί να τάσσεται υπέρ του τερματισμού του QE και υπάρχει το ενδεχόμενο να υπάρξει μία τέτοια απόφαση την ερχόμενη Πέμπτη, εφόσον οι προβλέψεις είναι προς την κατεύθυνση αυτή. Οι αγορές χρήματος, πάντως, που περίμεναν πριν τη ρωσική εισβολή δύο αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ στο τελευταίο τρίμηνο του 2022, αναμένουν τώρα τον Ιανουάριο του 2023 την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ