Η αναλυτική έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία

Η Ελλάδα γνώρισε αρκετά χρόνια υψηλής οικονομικής ανάπτυξης,, ακόμη και σε μια περίοδο που η ευρωζώνη και οι διεθνείς οικονομίες δοκιμάσθηκαν. Σαν αποτέλεσμα, ενισχύθηκαν η απασχόληση και τα πραγματικά εισοδήματα. Αυτή η αξιοζήλευτη επίδοση κορυφώθηκε τον περασμένο μήνα με την επιτυχή ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που βοήθησαν την ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα η αναπτυξιακή ώθηση από την ένταξη στην ΟΝΕ, έχουν αρχίσει να εξασθενούν.
Αν και η ανάπτυξη θα παραμείνει δυνατή και εφέτος, οι προοπτικές για τα επόμενα χρόνια δεν είναι τόσο βέβαιες. Τα θεμελιώδη στοιχεία υποδεικνύουν ότι η οικονομία θα μπορούσε να επιβραδυνθεί σε υπολογίσιμο βαθμό το 2005. Το τέλος των δαπανών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες αποτελεί έναν ουσιαστικό βραχυπρόθεσμο αρνητικό παράγοντα, ειδικά για την ήδη αδύναμη κατασκευαστική δραστηριότητα. Ο σχετικά υψηλός πληθωρισμός και οι αυξήσεις των μισθών θα επιφέρουν περαιτέρω επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Και η άμεσα αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή θα μειώσει την εσωτερική ζήτηση. Από την άλλη πλευρά, η υψηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη και η ταχεία πιστωτική επέκταση συνεπάγονται μια ακόμη ζωηρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η διεθνής οικονομική ανάκαμψη θα βοηθήσει τις εξαγωγές και ειδικότερα τους σημαντικούς κλάδους της ναυτιλίας και του τουρισμού. Μετά το 2005, οι προοπτικές θα εξαρτηθούν σε κρίσιμο βαθμό από την αξιόπιστη δημοσιονομική προσαρμογή, τις πολιτικές που θα ωθήσουν την συνολική προσφορά και την καλύτερη ευθυγράμμιση των πραγματικών μισθών με την παραγωγικότητα, ώστε να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αν δεν ληφθούν γενναία μέτρα, υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος υποτονικής ανάπτυξης.
Η πρόκληση για την νέα κυβέρνηση είναι, συνεπώς, να διαμορφώσει και να εφαρμόσει πολιτικές που θα εξασφαλίσουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα ωφελήσει όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Έχει γίνει πρόοδος σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων της φορολογικής μεταρρύθμισης του 2002, των αποκρατικοποιήσεων και της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα. Επίσης, οι σχετικές με τους Ολυμπιακούς Αγώνες επενδύσεις στις υποδομές θα ωθήσουν την παραγωγικότητα στα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, πολλά ακόμη πρέπει να γίνουν, αν θέλει η Ελλάδα να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που της προσφέρονται από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ευρύτερα, από μια ταχέως παγκοσμιοποιούμενη οικονομία.
Η δημοσιονομική προσαρμογή αποτελεί, βεβαίως, το σημαντικότερο ζήτημα. Η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια, παρά το γεγονός ότι η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη απετέλεσε μια ευκαιρία για να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά. Πέρυσι, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης διογκώθηκε σημαντικά σε σχέση με πρόπερσι και σε σχέση με τους στόχους που προβλέπονταν από τον προϋπολογισμό και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ξεπερνώντας με μεγάλο περιθώριο τα όρια του Μάαστριχ. Το 2004, το έλλειμμα αναμένεται να διογκωθεί ακόμη περισσότερο. Οι εξελίξεις αυτές αντικατοπτρίζουν έναν συνδυασμό προσωρινώς αυξημένων δαπανών λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, υπερβάσεων στις δαπάνες και μειώσεων στα έσοδα και σημαντικών διορθώσεων στους λογαριασμούς του Δημοσίου.
Η προτεραιότητα είναι τώρα να εφαρμοσθεί ένα αξιόπιστο και καλά διαρθρωμένο πρόγραμμα για να αποκατασταθεί η ισορροπία του προϋπολογισμού μεσοπρόθεσμα. Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι αναγκαίο για να διασφαλισθούν η ταχεία μείωση του πολύ μεγάλου δημοσίου χρέους, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα του δημοσίου τομέα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, η εξασθένιση των πληθωριστικών πιέσεων που συσσωρεύθηκαν τα τελευταία χρόνια, η προετοιμασία για τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού και η τήρηση των δεσμεύσεων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η προσπάθεια είναι εμφανές ότι θα απαιτήσει διατηρήσιμα και ανθεκτικά μέτρα. Αποσπασματικές ή προσωρινές λύσεις δεν θα ενέπνεαν εμπιστοσύνη και θα δημιουργούσαν την ανάγκη για μεγαλύτερες, και πιθανότατα πιο δύσκολες, παρεμβάσεις αργότερα. Η αξιοπιστία και η διαμόρφωση πολιτικών θα ενισχύονταν από ένα αναλυτικό και πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο που θα αποτύπωνε ρεαλιστικές εκτιμήσεις και στόχους (δαπάνες, έσοδα, ισοζύγια και χρέος) και συγκεκριμένα μέτρα για την υλοποίησή τους.
Η προσαρμογή που απαιτείται για να επιτευχθεί ένας ισοσκελισμένος προϋπολογισμός θα απαιτήσει διατηρήσιμους περιορισμούς στις τρέχουσες δαπάνες, γιατί οι μειώσεις στα φορολογικά βάρη και η συνέχιση των επενδύσεων σε υποδομές είναι απαραίτητες για να ενισχυθεί μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη. Περιοχές, πάνω στις οποίες θα πρέπει να εστιασθεί το ενδιαφέρον είναι: η συγκράτηση στους μισθούς του Δημοσίου, κάτι το οποίο θα βοηθούσε επίσης την ανταγωνιστικότητα, δίνοντας ένα παράδειγμα και στον ιδιωτικό τομέα η απασχόληση στο Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης των ευκαιριών που προσφέρουν οι συνταξιοδοτήσεις και οι αποχωρήσεις, για να μειωθεί το μέγεθός της οι αμυντικές δαπάνες, καθώς η μείωση των εντάσεων στην περιοχή επιτρέπει περικοπές οι δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης, όπου οι πιέσεις στο μέλλον θα γίνουν ιδιαίτερα έντονες και τα κοινωνικά προγράμματα, όπου υφίσταται η ανάγκη να μειωθούν τα κόστη παράλληλα με την προστασία των πιο ευπαθών ομάδων. Επιπροσθέτως, οι επιδοτήσεις, οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις και οι εγγυήσεις δανείων πρέπει να περιορισθούν. Για το 2005, η ουσιαστική εξοικονόμηση πόρων από την ολοκλήρωση των ολυμπιακών δαπανών θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να γίνει μια καλή εφάπαξ δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο, επιπλέον μέτρα, εστιασμένα κυρίως στις τρέχουσες δαπάνες, θα χρειασθούν για να επιτευχθεί μια προσαρμογή με νόημα. Απαξ και τα απαιτούμενα μέτρα ληφθούν, θα πρέπει να επιτραπεί στους αυτόματους σταθεροποιητές να λειτουργήσουν και το έλλειμμα θα εξαρτάται πλέον από τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης.
Κρίσιμο σημείο ενός αξιόπιστου πλαισίου πολιτικής αποτελεί η ακεραιότητα των δημοσίων λογαριασμών. Οι πρόσφατες προσπάθειες της κυβέρνησης να επιλύσει τα εκκρεμούντα σχετικά ζητήματα είναι αξιέπαινες. Η συνέχιση αξιόπιστων και διαφανών λογιστικών πρακτικών και η ενίσχυση της διαχείρισης και του ελέγχου των δημοσίων δαπανών, σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα, θα αποτελέσει κομβικό σημείο για την ικανότητα της κυβέρνησης να εκτιμήσει ορθά τη δημοσιονομική κατάσταση και να βελτιώσει τη διαμόρφωση των πολιτικών της. Υπό αυτό το πρίσμα, θα παροτρύναμε τις αρχές να αναλάβουν τη σύνταξη μιας Δημοσιονομικής Αναφοράς πάνω στην Παρακολούθηση των Προτύπων και της Κωδικοποίησης όσο το δυνατόν ταχύτερα, για να εκτιμήσουν το ελληνικό σύστημα κατάρτισης προϋπολογισμού απέναντι στη βέλτιστη διεθνή πρακτική.
Μακροπρόθεσμα, τα κόστη των συντάξεων και των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης, τα οποία σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού, αποτελούν μια καθαρή απειλή για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Με βάση τρέχουσες εκτιμήσεις, τα κόστη αυτά θα αυξηθούν σημαντικά στην Ελλάδα μετά το 2010, περισσότερο από ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. Αν το πρόβλημα δεν επιλυθεί, η σύνταξη του καθενός θα βρεθεί σταδιακά σε κίνδυνο. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2002, αν και ευπρόσδεκτη και χρήσιμη σε αρκετά σημεία, δεν αντιμετώπισε τις θεμελιώδεις μακροπρόθεσμες ανισορροπίες του συστήματος. Συνεπώς, απαιτούνται περισσότερες δράσεις, και μια έγκαιρη εκκίνηση θα βοηθούσε να περιορισθούν τα ενδεχόμενα κόστη. Το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν οι αρχές, είναι να ξεκινήσουν έναν δημόσιο διάλογο σε συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές επιλογές, ώστε να δημιουργήσουν μια συναίνεση γύρω από το ζήτημα αυτό. Μια τέτοια συζήτηση θα αντλούσε οφέλη από την εμπειρία σε άλλες χώρες, αφού πολλές χώρες έχουν ήδη αναλύσει ή εφαρμόσει μέτρα που κοιτούν πολύ μπροστά.
Ο τραπεζικός τομέας δείχνει να έχει υψηλή κερδοφορία, καλή κεφαλαιακή διάρθρωση και επαρκείς προβλέψεις. Ωστόσο, το χαρτοφυλάκιο του ενεργητικού του απομακρύνεται έντονα από τα κρατικά ομόλογα προς την καταναλωτική και επιχειρηματική πίστη, οι οποίες έχουν υψηλότερες αποδόσεις, αλλά και μεγαλύτερο κίνδυνο. Αυτός ο μετασχηματισμός αποτελεί κανονική εξέλιξη για τον κλάδο και μάλλον θα συνεχισθεί για μερικά χρόνια. Εντούτοις, η ταχεία αύξηση της δανειοδότησης του ιδιωτικού τομέα δημιουργεί πιθανούς κινδύνους για την ποιότητα των δανείων, ειδικά καθώς αυτή έλαβε χώρα σε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και οι τράπεζες δεν έχουν συνεπώς δοκιμασθεί από μια οικονομική επιβράδυνση ή από αυξανόμενα επιτόκια. Γνωρίζοντας καλά τα ζητήματα αυτά, η Τράπεζα της Ελλάδος ενίσχυσε περαιτέρω την εποπτική της εξουσία, αύξησε τα επίπεδα των προβλέψεων και της κεφαλαιακής επάρκειας και ενθάρρυνε τις τράπεζες να ενισχύσουν τις διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου. Αυτές οι πρωτοβουλίες είναι αξιέπαινες και θα πρέπει να συνεχισθούν, ιδιαίτερα αφού οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμασθούν για τη Βασιλεία ΙΙ. Ωστόσο, οι αρχές θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις επιπτώσεις που απορρέουν για τις τράπεζες από τις ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις τους, αφού από το τέλος του επόμενου έτους οι τράπεζες θα πρέπει να τις αναγνωρίσουν υπό τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Η εποπτεία του ασφαλιστικού κλάδου αποτελεί ένα εμφανώς αδύναμο σημείο. Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο να λειτουργήσει άμεσα η ανεξάρτητη εποπτεύουσα αρχή των ασφαλιστικών εταιρειών και να διασφαλισθεί ότι διαθέτει επαρκείς πόρους. Ενόψει των αλλαγών στον Ελληνικό χρηματοοικονομικό τομέα, συνιστούμε να προβούν οι αρχές σε ένα Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοοικονομικού Κλάδου.
Σημαντική μεσοπρόθεσμη προτεραιότητα αποτελεί το να διασφαλισθούν οι συνθήκες εκείνες για την αύξηση της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου, που παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-15. Αυτό είναι ένα θέμα που οι αρχές σωστά επισημαίνουν. Σε γενικούς όρους, η σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά εισοδήματα εμπεριέχει τέσσερις προϋποθέσεις: επενδύσεις σε υποδομές, ένα βελτιωμένο επιχειρηματικό κλίμα, δυναμικές αγορές προϊόντων και καλώς λειτουργούσα αγορά εργασίας.
Περαιτέρω επενδύσεις σε υποδομές θα αύξαναν την μεσοπρόθεσμη παραγωγικότητα και είναι αναγκαίες για την περιφερειακή ανάπτυξη. Οι προθέσεις των αρχών να προωθήσουν επενδύσεις σε υποδομές είναι ευπρόσδεκτες, αλλά στο δύσκολο δημοσιονομικό περιβάλλον που υφίσταται θα πρέπει να γίνουν με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να επιλεγούν οι επενδύσεις με την μεγαλύτερη δυνατή απόδοση. Επίσης, θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι για να συγκεντρωθούν κεφάλαια μέσω ιδιωτικών συμμετοχών.
Η ενίσχυση του επιχειρηματικού κλίματος θα αύξανε τις δυνατότητες για ανάπτυξη, κυρίως μέσω της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Η μείωση των διοικητικών εμποδίων («γραφειοκρατία» και υπερβολικές ρυθμίσεις) και η απλούστευση του φορολογικού πλαισίου, συμπεριλαμβανόμενου και του περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στους ελεγκτές της εφορίας, είναι μεγάλης σημασίας. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν γρήγορα και με χαμηλό κόστος στον προϋπολογισμό, ενώ θα έχουν σχετικά άμεσο αποτέλεσμα. Η φορολογική μεταρρύθμιση επίσης παίζει έναν σημαντικό ρόλο, αν και οι σχετιζόμενες με αυτήν απώλειες εσόδων πρέπει να αναπληρωθούν από αντίστοιχες περικοπές δαπανών. Η φορολογική πολιτική θα πρέπει να δίδει έμφαση στην διεύρυνση της φορολογικής βάσης, την απλοποίηση των διαδικασιών και τη μείωση των φόρων. Υπό αυτό το πρίσμα, η μεταρρύθμιση του 2002 και οι σχεδιαζόμενες από την κυβέρνηση ευρείες μειώσεις φόρων επί των κερδών είναι ευπρόσδεκτες.
Οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού. Όλες οι σχετικές οδηγίες της Ε.Ε. σχετικά με την απελευθέρωση και τη ρύθμιση των δικτυακών κλάδων (τηλεπικοινωνίες, φυσικό αέριο και ηλεκτρισμός) πρέπει να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά και το συντομότερο δυνατόν, ακόμη και πριν από το χρονοδιάγραμμα που απαιτεί η Ε.Ε. Οι αποκρατικοποιήσεις πρέπει να εντατικοποιηθούν, με απώτερο στόχο την έξοδο του κράτους από όλους τους κλάδους, όπου οι ιδιωτικές εμπορικές δραστηριότητες μπορούν να λειτουργήσουν με επάρκεια. Τέλος, η Επιτροπή Ανταγωνισμού πρέπει να αποκτήσει ικανούς πόρους για να διασφαλισθεί μια ικανοποιητική εποπτεία της δομής και της συμπεριφοράς της αγοράς.
Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας είναι απαραίτητη για να αντιμετωπισθούν αδυναμίες, όπως είναι τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης ανάμεσα στους νέους και τις γυναίκες και ένα υψηλό (καίτοι μειούμενο) ποσοστό ανεργίας. Σε κάποιον βαθμό, τα προβλήματα αυτά αντικατοπτρίζουν την ασυμβατότητα μεταξύ των ικανοτήτων των εργαζομένων και των αναγκών των επιχειρήσεων, κάτι που δείχνει την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό του εκπαιδευτικού συστήματος και των δημοσίων υπηρεσιών εύρεσης εργασίας. Αντικατοπτρίζουν, όμως, επίσης και τα εμπόδια στην απασχόληση: οι νόμοι για την απασχόληση (για παράδειγμα, υψηλό ποσό αποζημίωσης) που αποθαρρύνει τις προσλήψεις, περιορισμένες ευκαιρίες για προσωρινή και μερική απασχόληση που εμποδίζουν μερικούς από την απόκτηση ζωτικής σημασίας εργασιακής εμπειρίας, και υψηλοί αρχικοί μισθοί που εκτοπίζουν από την αγορά τους εργαζόμενους με χαμηλή εξειδίκευση.
Οι δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης για απελευθέρωση του εμπορίου είναι ευπρόσδεκτες. Εξίσου ευπρόσδεκτη είναι η αύξηση της αναπτυξιακής βοήθειας προς το εξωτερικό τα τελευταία χρόνια στο 0,26% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος το 2004 και ενθαρρύνουμε περισσότερη πρόοδο για να επιτευχθεί ο στόχος των Ηνωμένων Εθνών για 0,7% του ΑΕΕ.
Πηγή: skai.gr