Ένας χρόνος Κριστίν Λαγκάρντ στο τιμόνι της ΕΚΤ: Ένας απολογισμός

Είναι η πρώτη γυναίκα στην ηγεσία της ΕΚΤ και η πρώτη επικεφαλής της Τράπεζας που δεν είναι οικονομολόγος, αλλά νομικός. Αναλαμβάνοντας την ηγεσία της ΕΚΤ η Κριστίν Λαγκάρντ τόνιζε κάθε τόσο τη "διαφορετικότητά" της και επέμενε ότι δεν είναι σωστό να κρίνεται με βάση το έργο των προκατόχων της. Ξεκίνησε με φιλοδοξίες, θέλοντας να τερματίσει τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της Τράπεζας, να επανεξετάσει τη στρατηγική της και να εξηγήσει με απλά λόγια τους στόχους της νομισματικής πολιτικής. Όταν την ρωτούσαν εάν συντάσσεται με τα "γεράκια", που πρεσβεύουν αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, ή με τα "περιστέρια" που αφήνουν περιθώρια χαλάρωσης στις κρατικές δαπάνες, η ίδια έλεγε ότι θα προτιμούσε να είναι "μία πάνσοφη κουκουβάγια".

Εύσημα, αλλά και κριτική

Με θετικό πρόσημο βλέπει τον πρώτο χρόνο Λαγκάρντ στη Φρανκφούρτη ο Ούλριχ Κάτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Dekabank. "Όταν η κρίση σε αναγκάζει να παρέμβεις, θα πρέπει να χειρίζεσαι τα διαθέσιμα εργαλεία με χειρουργική ακρίβεια και αυτό το έκανε η Κριστίν Λαγκάρντ", λέει ο Γερμανός αναλυτής. Διαφορετική άποψη εκφράζει ο Κάρστεν Μπρζέσκι από τη γερμανική θυγατρική της ING Bank, ο οποίος πιστεύει ότι στους πρώτους μήνες της θητείας της η Κριστιν Λαγκάρντ δεν επέδειξε την ενδεδειγμένη αυτοκυριαρχία και όταν διάβαζε τις νεότερες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ "έπρεπε να περιμένεις να δεις το γραπτό κείμενο, την επόμενη μέρα, για να καταλάβεις τι ακριβώς εννοεί".

Αναστάτωση είχε προκαλέσει η πρόεδρος της ΕΚΤ τον περασμένο Μάρτιο, ενώ ήταν ήδη αισθητές οι πρώτες τεκτονικές κινήσεις από το σοκ που θα προκαλούσε η πανδημία. Μιλώντας για τη διαφορά απόδοσης των κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη η Κριστίν Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι δεν είναι δουλειά της ΕΚΤ να την εξισορροπήσει. Κατά βάση αυτό ισχύει. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη συγκυρία η συγκεκριμένη δήλωση προκάλεσε ραγδαία άνοδο των ιταλικών σπρεντ, καθώς μέχρι τότε η Ιταλία δανειζόταν με επιτόκιο ελάχιστα υψηλότερο από εκείνο της Γερμανίας. Χρειάστηκαν διευκρινιστικές δηλώσεις από την ίδια τη Λαγκάρντ, αλλά και τον επικεφαλής οικονομολόγο της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν, για να ηρεμήσουν οι διεθνείς αγορές. Σε αυτό συνέβαλε φυσικά και η εξαγγελία της Φρανκφούρτης για αποδέσμευση 750 δισεκατομμυρίων ευρώ με στόχο την επαναγορά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε εποχές πανδημίας. Στη συνέχεια μάλιστα το έκτακτο πρόγραμμα παρέμβασης (PEPP) επεκτάθηκε και καλύπτει πλέον ποσό 1,35 τρισεκατομμυρίου ευρώ.

Εξηγώντας τη νομισματική πολιτική

Ο προηγούμενος επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, είχε μία μάλλον συντηρητική αντίληψη περί επικοινωνίας και μόνο οι δικές του δηλώσεις ή εκτιμήσεις θεωρούνταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής. Με την Κριστίν Λαγκάρντ τα πράγματα έχουν αλλάξει: εκτός από την ίδια, οι αναλυτές παρακολουθούν με ενδιαφέρον ομιλίες και συνεντεύξεις του επικεφαλής οικονομολόγου Φίλιπ Λέιν, αλλά και της Γερμανίδας Ιζαμπέλ Σνάμπελ, που συμμετέχει στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ. Άλλωστε η Λαγκάρντ, πριν αναλάβει καθήκοντα στη Φρανκφούρτη, είχε υποσχεθεί να καταβάλει προσπάθεια για να εξηγήσει εκτενέστερα τη νομισματική πολιτική της Τράπεζας.

Όλα αυτά δεν αλλάζουν βέβαια το γεγονός ότι η Λαγκάρντ παραμένει πιστή στην πολιτική των χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων, που τόσο επικρίνουν οι Γερμανοί αποταμιευτές. Πάντως η ΕΚΤ υπόσχεται ότι θα υλοποιήσει μία ολόκληρη σειρά εκδηλώσεων-ακροάσεων, δίνοντας τον λόγο στους πολίτες. Μία πρώτη απόπειρα έγινε στις 21 Οκτωβρίου με την εκδήλωση "ECB listens" που πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά μέσω διαδικτύου, με τους Λαγκάρντ και Λέιν να δίνουν το παρών. "Ακόμη δεν είναι απολύτως σαφές ποια στρατηγική θα ακολουθήσει η ΕΚΤ ως προς τη νομισματική πολιτική", λέει ο Ούλριχ Κάτερ, αναλυτής της Dekabank. Το πιο πιθανό σενάριο πάντως, εκτιμά ο ίδιος, είναι ένας πιο "συμμετρικός" ορισμός της σταθερότητας των τιμών, που αποτελεί τον ύψιστο στόχο της Τράπεζας, σύμφωνα με το Καταστατικό της. Με απλά λόγια: Η ΕΚΤ θα θεωρεί ότι ο στόχος της σταθερότητας των τιμών επιτυγχάνεται όχι μόνο όταν ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη διατηρείται κάτω του 2%, αλλά ακόμη και όταν ξεπερνά οριακά το 2%.
 

Πηγή: DW - Μπριγκίτε Σόλτες/Γιάννης Παπαδημητρίου