Κλείσιμο

«Κάθαρση»: Ποιο είναι νοσηρό παρελθόν από το οποίο ζητούν λύτρωση στη Βουλγαρία

DW Κρίστοφερ Νέρινγκ
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη

«Κάθαρση! Απαιτούμε τον αποκλεισμό πρώην μελών του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, των εκπροσώπων των πρώην μυστικών υπηρεσιών καθώς και των πάλαι ποτέ κομμουνιστικών ελίτ από την πολιτική και την κοινωνία!». Εδώ και τριάντα μέρες οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Βουλγαρία βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Πρόσφατα ο πρώην επικεφαλής της επιτροπής για τα κρατικά αρχεία, Μετόντι Αντρέεφ, επισήμανε σε συνέντευξη στο Radio Plovdi την «έλλειψη κάθαρσης ως ένδειξη ύπαρξης ενός κράτους μαφίας».

Για τη συστηματική απομάκρυνση αξιωματούχων παλιών, αποτυχημένων ή εγκληματικών καθεστώτων από δημόσια αξιώματα, υπάρχουν ελάχιστα ιστορικά παραδείγματα όπως ο αποκλεισμός των ναζί από την εξουσία μετά το 1945 ή η απαγόρευση στα μέλη των μυστικών υπηρεσιών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας να κατέχουν δημόσιες θέσεις μετά τη Γερμανική Επανένωση το 1990. Σε αντίθεση με άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η Γερμανία ακολούθησε τον δικό της δρόμο και εν πολλοίς τα κατάφερε. Αυτή δεν ήταν όμως και η περίπτωση της Βουλγαρίας.

Το άνοιγμα των αρχείων ως προϋπόθεση

Προϋπόθεση για την «εκκαθάριση» των κρατικών δομών από δίκτυα και πρόσωπα των πρώην καθεστώτων του Ανατολικού Μπλοκ ήταν και είναι το άνοιγμα των κρατικών αρχείων. Δεν πρόκειται βέβαια για αρχεία που αφορούν αθώους πολίτες και υπαλλήλους αλλά για αρχεία που αφορούν πρόσωπα που ενεπλάκησαν σε βασανιστήρια, δολοφονίες, κατασκοπεία, ψυχολογική τρομοκρατία, ληστείες, υπεξαιρέσεις, λαθρεμπόριο, ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Όλες οι κρατικές μυστικές υπηρεσίες και τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα στην Ανατολική Ευρώπη άρχισαν να καίνε τα αρχεία τους το 1989. Στις 15 Ιανουαρίου το 1990 πολίτες είχαν διαδηλώσει στο Βερολίνο εισβάλλοντας στην έδρα της Στάζι για τα διασφαλίσουν ότι τα αρχεία της δεν θα καταστραφούν.

Και στη Βουλγαρία είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο το 1990 κατά του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ωστόσο μέχρι το καλοκαίρι του 1990 το 40% των επίμαχων αρχείων είχε καταστραφεί.
Γιατί το άνοιγμα των αρχείων είναι τόσο μεγάλο θέμα;

Η ερώτηση αυτή είναι δύσκολο να απαντηθεί, ωστόσο σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με την ανάμειξη και τον περίπλοκο ρόλο της πρώην βουλγαρικής υπηρεσίας κρατικής ασφάλειας στην εποχή του εκδημοκρατισμού και κρατικού μετασχηματισμού της χώρας. Σύμφωνα με τον Μομχίλ Μετόντιεφ, ερευνητή στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας της Σόφιας, είναι αδιαμφισβήτητο ότι στελέχη και δίκτυα των κομμουνιστικών μυστικών υπηρεσιών αποτελούν το «κλειδί» για την εμφάνιση και κατανόηση του σύγχρονου «μαφιόζικου κράτους» που ενυπάρχει στη Βουλγαρία. Στα δύσκολα και άγρια χρόνια της αλλαγής μετά το 1990 εκατομμύρια λέβα έκαναν φτερά από τους λογαριασμούς του Κόμματος, όπως και μεγάλα τμήματα της κρατικής περιουσίας. Όλα συνέβησαν μέσω δικτύων και δομών που απαρτίζονταν από αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών, μέλη του Κόμματος και υπαλλήλους στις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους.

Σύμφωνα με πληροφοριοδότη που έζησε την περίοδο εκείνη, μέχρι και η σοβιετική KGB, είχε καταμετρήσει πάνω από 1000 πολυεκατομμυριούχους στη Βουλγαρία, ήδη από τη δεκαετία του 80, οι οποίοι είχαν αποκτήσει δύναμη και πλούτο μέσω κρατικών θέσεων. Πολλά χρήματα ήρθαν να προστεθούν τη δεκαετία του 90. Λέγεται μάλιστα ότι ο πρωθυπουργός Αντρέι Λουκάνοφ είχε διανείμει εκατομμύρια λέβα σε «κόκκινες βαλίτσες», χέρι με χέρι, σε στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος και των μυστικών υπηρεσιών προκειμένου να δημιουργήσει ελεγχόμενες εταιρείες, ΜΜΕ, καταστήματα, ξενοδοχεία, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες. Τα κρατικά χρήματα μετατράπηκαν έτσι σε ιδιωτικές περιουσίες, ενώ αξιωματικοί της ασφάλειας και στελέχη του Κόμματος ξεκίνησαν κυριολεκτικά μια νέα ζωή.

Όταν η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ανάγκασε πολλούς παλαιούς «συντρόφους» να απολέσουν την πολιτική τους ισχύ, το αντάλλαγμα ήταν η εξασφάλιση οικονομικής και κοινωνικής επιρροής προς ίδιον όφελος. Η επιτροπή επεξεργασίας των κρατικών αρχείων περιγράφει την όλη κατάσταση ως μια σχέση διασύνδεσης και συναλλαγής μεταξύ της βουλγαρικής πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας με επίσημους και ανεπίσημους παράγοντες των πρώην μυστικών υπηρεσιών. Στην εικόνα αυτή προστίθενται πρώην στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, κληρικοί αλλά και εγκληματικά δίκτυα που σχετίζονται με διαφθορά, παράνομο πλουτισμό και αθέμιτες συναλλαγές.

Αυτός ο ατέρμων κύκλος δοσοληψιών δεν φαίνεται να διακόπηκε ποτέ στη Βουλγαρία. Ακόμη και η αντιπολίτευση έχει φανεί αδύναμη να ζητήσει με θάρρος το άνοιγμα των αρχείων ασκώντας πίεση στην κυβέρνηση. Ενδιαφέρον έχει μάλιστα ότι ορισμένοι δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας είχαν επίσης διατελέσει στο παρελθόν πληροφοριοδότες των μυστικών υπηρεσιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω επιτροπή συστάθηκε βιαστικά λόγω της ένταξης της Βουλγαρίας στην ΕΕ το 2007 και κατάφερε να συγκεντρώσει και να ανοίξει κάποιους φακέλους. Ωστόσο δεν υπήρξαν για κανέναν νομικές συνέπειες ή απομάκρυνση στελεχών των πρώην μυστικών υπηρεσιών από νέες θέσεις που κατείχαν.

Το 2010 ήρθε στο φως και μια άλλη υπόθεση, που ήθελε υψηλόβαθμους Βούλγαρους διπλωμάτες να είναι πρώην μέλη των μυστικών υπηρεσιών. Για πρώτη φορά έγινε τότε μια απόλυση, η οποία όμως θεωρήθηκε καταχρηστική από διοικητικό δικαστήριο της χώρας.

Η βαθιά σκιά της αποτυχίας του σύγχρονου μετα-κομμουνιστικού βουλγαρικού κράτους να θέσει τέλος στις εξαρτήσεις και τη διαφθορά του παρελθόντος συνεχίζει να αποτελεί «συλλογικό τραύμα». Κάτι που αντανακλάται στις μαζικές διαδηλώσεις. Για τον Μετόντιεφ ωστόσο το ξεκίνημα ενός νέου κύματος «προγραφών» σήμερα θα ήταν μια δύσκολη υπόθεση και ίσως άνευ νοήματος. Πολλά στελέχη της «παλαιάς φρουράς» έχουν συνταξιοδοτηθεί και τα ηνία έχουν περάσει στην επόμενη γενιά. Οπότε μια «κάθαρση» όσων έχουν απομείνει από το παρελθόν θα είχε κυρίως συμβολικές διαστάσεις. Κάτι όμως που, έστω κι έτσι, θα ήταν σημαντικό για να δημιουργηθούν νέες, υγιείς και απαλλαγμένες από τη διαφθορά δυνάμεις στη χώρα. Αυτό είναι που έχει ανάγκη η σημερινή Βουλγαρία.