Νέες θεραπείες στοχεύουν στην «καρδιά» των όγκων στο παχύ έντερο

Ο κ. Σπύρος Ξυνόγαλος, , Διευθυντής του Ογκολογικού Τμήματος στο Νοσοκομείο «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» εξηγεί στο skai.gr τη σημασία της στοχευτικής θεραπείας η οποία σε συνδυασμό με την κλασική χημειοθεραπεία, έχει επιφέρει μεγάλη πρόοδο στην αντιμετώπιση της νόσου. 



Κύριε Ξυνόγαλε, τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο στοχευτική ή στοχευμένη θεραπεία; 
Με τον όρο στoχευμένη ή στοχευτική (αν και πιστεύω ότι ο πρώτος όρος δεν είναι ιδιαίτερα δόκιμος -  ο αγγλοσαξονικός όρος είναι targeted) αναφερόμαστε στη θεραπεία η οποία στοχεύει σε ένα ή σε περισσότερα συγκεκριμένα σημεία του νεοπλασματικού κύτταρου. 
Αρχικά να σημειώσω ότι στον καρκίνο του παχέος εντέρου η νόσος είναι μία. Έτσι είτε έχει αφαιρεθεί ο πρωτοπαθής όγκος είτε δεν έχει, και υπάρχουν μεταστάσεις, όπου υπάρχουν καρκινικά κύτταρα επηρεάζονται από τη θεραπεία. Στοχεύουμε λοιπόν σε ένα ή περισσότερα σημεία της λειτουργίας των κυττάρων αυτών προσπαθώντας να αναστείλουμε τη δραστηριότητα τους με σκοπό να τα νεκρώσουμε. Η θεραπεία αυτή μπορεί να είναι μόνη της ή να χορηγείται σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα όπως η κλασική κυτταροτοξική θεραπεία (χημειοθεραπεία). 

Πως δρα δηλαδή η θεραπεία αυτή; 
Η θεραπεία αφορά σε μόρια τα οποία στοχεύουν σε συγκεκριμένη λειτουργιά η οποία σχετίζεται με τον πολλαπλασιασμό και τη διατήρησή των καρκινικών κυττάρων στη ζωή. Ειδικά για τον μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου χρησιμοποιούνται δυο είδη στοχευτικών θεραπειών. Οι  αντι-αγγειογενετικοί και οι αντι-EGFR  παράγοντες.
Η αγγειογένεση είναι μια διαδικασία  δημιουργίας αγγείων που υπάρχει έτσι κι αλλιώς στον οργανισμό μας. Στον καρκίνο μιλάμε για νεοαγγειογένεση. 
Συγκεκριμένα, τα νεοπλασματικά κύτταρα όταν φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος όγκου, δεν μπορούν να τραφούν μέσα από ουσίες που παίρνουν από το περιβάλλον τους αλλά μέσα από ουσίες που έρχονται μέσω της αγγείωσης. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη να δημιουργηθούν κύτταρα καινούργια από τον όγκο και να έχουμε δηλαδή νεοαγγειογενεση. 
Αυτά τα αγγεία είναι τελείως διαφορετικά από τα φυσιολογικά αγγεία που έχουμε στον οργανισμό μας διότι έχουν ορισμένες ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τον τρόπο σχηματισμού τους από τα νεοπλασματικά κύτταρα του όγκου. 
Η αντι-αγγειογενετική θεραπεία λοιπόν δρα κατά του σχηματισμού των νεοαγγείων και τα αντι-αγγειογενετικά φάρμακα που έχουμε δρουν πάνω σε αυτή την αγγείωση και διευκολύνουν τη δράση της κυτταροτοξικής θεραπείας. Διότι οι αντι-αγγειογενετικοί παράγοντες δεν έχουν δραστικότητα από μόνοι τους. Δε μπορούν δηλαδη να «σκοτώσουν» το κύτταρο. Ουσιαστικά στοχεύουν στη μη δημιουργία νεοαγγείων που θα τρέφουν τα καρκινικά κύτταρα. 
Όσον αφορά στο άλλο είδος στοχευτικής θεραπείας, στους αντι-EGFR  παράγοντες οι ποίοι σημειωτέων αν χορηγηθούν και από μόνοι τους έχουν κυτταροτοξική δράση, αυτοί στοχεύουν στα «μονοπάτια» μεταβίβασης σήματος μέσα στο κύτταρο. Δηλαδή ένα κύτταρο για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει μεταβιβάζει ορισμένα σήματα από τη  επιφάνειά του στον πυρήνα όπου καθορίζονται οι λειτουργίες του. Οι θεραπείες λοιπόν αυτές «μπλοκάρουν» τον EGFR  υποδοχέα και έτσι μπλοκάρεται η μεταβίβαση του σήματος με αποτέλεσμα να εμποδίζουν κυρίως τον πολλαπλασιασμό και τη μεταστασιακή δυνατότητα του κυττάρου. 

Πως επιλέγεται για κάθε ασθενή η θεραπεία που θα χορηγηθεί; 
Σε κάθε ασθενή επιλέγεται κάθε φορά μια διαφορετική θεραπεία. Τα δεδομένα που έχουμε με μεταστατικό καρκίνο του εντέρου χωρίζονται τώρα σε δύο κατηγορίες. Σε εκείνους που μπορούν να λάβουν αντι-EGFR  παράγοντες διότι για να δράσουν αυτοί δεν θα πρέπει να υπάρξει μετάλλαξη του όγκου. Διότι η μετάλλαξη αυτή αυτοτροφοδοτεί τα κύτταρα. Και σε εκείνους που δεν έχουν μετάλλαξη. 
Σε αυτούς που έχουν μετάλλαξη δεν ωφελεί να χορηγηθούν οι συγκεκριμένοι παράγοντες. Από την εξέταση κάποιων βιοδεικτών διαπιστώνεται ποιοι είναι οι ασθενείς που ωφελούνται από τη χορήγηση η οποία μπορεί να συνδυαστεί και με την κλασική κυτταροτοξική θεραπεία. Όσον αφορά στην αντι-αγγειογένεση δεν υπάρχουν οι σχετικοί βιοδείκτες. Ανάλογα λοιπόν σε ποια  κατηγορία εμπίπτουν οι ασθενείς υπάρχει και διαφορετική αντιμετώπιση και στρατηγική. 
Θα ήθελα ακόμη να πω ότι οι ασθενείς που ωφελούνται περισσότερο είναι εκείνοι οι οποίοι θα λάβουν όλα τα διαθέσιμα είδη θεραπείας, η οποία εξαρτάται και από την κλινική κατάσταση του ασθενή αλλά και το χαρακτήρα του όγκου που έχει. 
Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι αντι-EGFR  παράγοντες μπορούν να δράσουν και στην πρώτη και στη δεύτερη και στην τρίτη γραμμή θεραπείας δηλ. μπορούν να δράσουν και σε μεταγενέστερες  φάσεις της θεραπείας, ενώ οι θεραπείες αντι-αγγειογένεσης μπορούν να δράσουν στις αρχικές φάσεις, δηλαδή στην πρώτη και τη δεύτερη γραμμή. 
Επαναλαμβάνουμε ότι οι γραμμές θεραπείας αφορούν στον γεγονός ότι μπορεί να επιτυγχάνεται ο στόχος αλλά σταδιακά να δημιουργείται αντοχή και να πρέπει να αλλάξει η θεραπεία. 

Η χορήγηση της στοχευτικής θεραπείας, δημιουργεί κάποιο πρόβλημα στην καθημερινότητα των ασθενών; Υπάρχουν σημαντικές παρενέργειες;
Όπως σε όλα τα φάρμακα και σ’ αυτά διαπιστώνονται κάποιες παρενέργειες. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η χορήγηση των στοχευτικών θεραπειών δεν επιδεινώνει τις παρενέργειες τις οποίες μπορεί να προκαλέσει η κυτταροτοξική θεραπεία. Υπάρχει για παράδειγμα η εμφάνιση ενός ακμοειδούς εξανθήματος με τη χρήση αντι-EGFR  παράγοντα, ειδικά στην αρχή ή σε κάποια άλλη περίπτωση μπορεί να διαπιστωθεί υπέρταση. Αλλά επειδή είναι γνωστές οι παρενέργειες αυτές, μπορούν να παραβλεφθούν και να αντιμετωπιστούν. Επίσης σίγουρα δεν είναι απαγορευτικές για να χορηγηθούν οι θεραπείες. 

Πηγή: Γιώργος Σακκάς