Δευτερογενής Πρόληψη: Η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί το 90% της επιτυχούς αντιμετώπισης του καρκίνου στο παχύ έντερο

Στο προηγούμενο άρθρο της στήλης, αναφερθήκαμε στη σημασία που έχει η θωράκιση του οργανισμού μας μέσα από την αλλαγή της καθημερινότητάς μας και της υιοθέτησης ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής με βάση τις διατροφικές μας συνήθειες. Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει εξάλλου ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις και παροτρύνσεις από την επιστημονική κοινότητα, δεν αφορούν μόνο στον καρκίνο και δη του παχέος εντέρου, αλλά σε μία μεγάλη ομάδα ασθενειών, τις οποίες μπορούμε σε μεγάλο βαθμό να προλάβουμε με τον τρόπο αυτό. 
Από κει και πέρα, όσον αφορά στον καρκίνο, το να διαγνωστεί επίσης πολύ νωρίς, είτε στα αρχικά στάδια είτε να βρεθεί στον οργανισμό μας μία παθογόνος αιτία που μπορεί αν εξελιχθεί σε καρκίνος, είναι η βάση για την αποτελεσματικότερη θεραπεία του. Αυτό βεβαία δε σημαίνει ότι εάν βρεθεί και σε πιο προχωρημένο στάδιο, δεν υπάρχουν όπλα αντιμετώπισης, αλλά πάντα η νωρίτερη διάγνωση βοηθά ώστε και η αντιμετώπιση της νόσου να γίνει ταχύτερα και με λιγότερες αλλαγές στην καθημερινότητά μας. 
Όπως τονίζουν οι γιατροί, ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μια νόσος που θεραπεύεται, αρκεί να διαγνωστεί εγκαίρως. Μάλιστα έχει αποδειχτεί ότι στην περίπτωση αυτή, η επιτυχής αντιμετώπιση της νόσου ξεπερνά το 90%.  Η έγκαιρη διάγνωση μέσα από διαδικασίες ελέγχου είναι αυτό που αποκαλούμε και δευτερογενής πρόληψη. Δηλαδή να προχωράμε σε έλεγχο της υγείας μας χωρίς να υπάρχει κάποιο εμφανές σύμπτωμα. 
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε γενικές γραμμές, δεν έχει εντοπιστεί κάποια συγκεκριμένη αιτία για την εμφάνιση του καρκίνου, του παχέος εντέρου, όμως οι επιστήμονες της υγείας σημειώνουν ότι κάποιοι παράγοντες που παίζουν ρόλο είναι:   
  • Η μεγάλη ηλικία.
  • Το θετικό οικογενειακό ιστορικό για καρκίνο και πολύποδες στο παχύ έντερο.
  • Η διατροφή φτωχή σε φυτικές ίνες και πλούσια σε λίπη και τρόφιμα υψηλής θερμιδικής αξίας.
  • Η καθιστική ζωή και η παχυσαρκία.
  • Ο σακχαρώδης διαβήτης.
  • Το κάπνισμα και το αλκοόλ σε μεγάλες ποσότητες.
  • Οι φλεγμονώδεις καταστάσεις του εντέρου, όπως η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn.
  • Ορισμένες κληρονομικές διαταραχές που επηρεάζουν το παχύ έντερο.
Με βάση λοιπόν του παράγοντες αυτούς διαπιστώνουμε και κάποιους ισχυρότερους λόγους ώστε να επισκεφτούμε ένα γαστρεντερολόγο προκειμένου να μας καθοδηγήσει και να μας συμβουλεύσει για το σχετικό έλεγχο. Σημειώνεται ότι γενικά κοντά στην ηλικία των 50 ετών θα πρέπει να προχωρούμε σε σχετικές με το παχύ έντερο εξετάσεις, τις οποίες θα περιγράψουμε στη συνέχεια, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών (90%) διαγιγνώσκεται σε άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών. Επισημαίνεται ότι ειδικά για τα άτομα με θετικό οικογενειακό ιστορικό, η ηλικία παρακολούθησης μπορεί να μειωθεί.
Η δευτερογενής πρόληψη, λοιπόν,  στοχεύει στην πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού με εργαστηριακές δοκιμασίες, τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και στον πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα επιβαρυντικά στοιχεία, όπως αναφέραμε και προηγουμένως. Ο έλεγχος συνίσταται σε ετήσια δοκιμασία ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα και στην κολονοσκόπηση. Εάν υπάρξει κάποιο θετικό εύρημα, τότε ακολουθούν επιπλέον διαγνωστικές εξετάσεις όπως για παράδειγμα, βιοχημικές και αιματολογικές δοκιμασίες (test) και απεικονιστικός έλεγχος.
Όπως περιγράφουν οι ειδικοί στη νόσο, ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι ασυμπτωματικός στα αρχικά στάδια ειδικά αν εντοπίζεται στο δεξιό τμήμα του εντέρου. Αντίθετα, στο αριστερό τμήμα του εντέρου είναι πιθανό να εντοπίζονται πρώιμα αλλά μη-ειδικά συμπτώματα όπως αίμα στα κόπρανα,  κόπωση, απώλεια βάρους, κοιλιακό άλγος, αλλαγές στη λειτουργία του εντέρου με διάρκεια. Δεδομένου της απουσίας συμπτωμάτων ή της ύπαρξης μη-ειδικών συμπτωμάτων,  και παρά την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του κοινού τα τελευταία χρόνια, ένας στους τέσερις ασθενείς τελικά διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο. 
Θα πρέπει να επισημάνουμε ακόμη για να γίνει κατανοητό το πόσο σημαντική είναι η πρώιμη διάγνωση, ότι έχει παρατηρηθεί πως για τους ασθενείς που θα διαγνωσθούν σε μεταστατικό στάδιο της νόσου, η πενταετής επιβίωση κυμαίνεται σε χαμηλά ποσοστά, σε αντίθεση με τους ασθενείς που θα διαγνωσθούν σε αρχικά στάδια, στα οποία το συγκεκριμένο νεόπλασμα μπορεί να είναι και πλήρως ιάσιμο με χειρουργική επέμβαση.

Πηγή: Γιώργος Σακκάς