Προστάτης: Η ουσία της πρώιμης διάγνωσης

Συνέντευξη του Διονύση Μητρόπουλου -Καθηγητής Ουρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Κύριε Μητρόπουλε, αποτελεί διαδεδομένη τακτική η επίσκεψη των ανδρών, ειδικά μετά την ηλικία των 50 ετών, σε ουρολόγους, προκειμένου να ελέγχουν τον προστάτη τους ακόμη και χωρίς την εμφάνιση συμπτωμάτων. Τι συστήνετε εσείς;  

Προτού κάποιος προχωρήσει σε συμβουλές για «προληπτικές» εξετάσεις για τον καρκίνο του προστάτη θα πρέπει να διευκρινιστούν κάποιες βασικές έννοιες:
1.Ο όρος «προληπτικός έλεγχος» είναι εννοιολογικά λάθος γιατί δεν αφορά την πρόληψη εμφάνισης της ασθένειας αλλά την πρωϊμότερη, χρονικά (όχι κατ’ ανάγκη και σε πρωϊμότερο στάδιο) διάγνωσή της
2.Η διάγνωση της ασθένειας, ιδιαίτερα σε πρωϊμότερο στάδιο, πριν δημιουργηθούν δηλαδή συμπτώματα, έχει νόημα αν υπάρχουν θεραπείες που θα οδηγήσουν είτε στην ίαση είτε στην επιμήκυνση της ζωής. Εάν υπάρχουν τέτοιες θεραπείες θα πρέπει να είναι καλά μελετημένες οι επιπλοκές, οι παρενέργειες και οι επιπτώσεις τους σε θέματα ποιότητας ζωής 
3.Ο ασυμπτωματικός έλεγχος (screening) έχει δύο διαστάσεις: τον μαζικό έλεγχο ασυμπτωματικού πληθυσμού (mass screening) που είναι αποτέλεσμα εφαρμογής μιας κεντρικά σχεδιασμένης πολιτικής υγείας (όπως για παράδειγμα ο εμβολιασμός των παιδιών) και τον περιστασιακό έλεγχο (opportunistic screening) που είναι αποτέλεσμα ατομικής ανάγκης (του ασθενούς) ή συμβουλής (του γιατρού) σε ξεχωριστές περιπτώσεις υγιών ατόμων. Η υιοθέτηση της πολιτικής μαζικού ελέγχου θα πρέπει να είναι βασισμένη σε ισχυρά επιστημονικά δεδομένα που θα περιλαμβάνουν και μελέτες κόστους αποτελέσματος και να είναι προσαρμοσμένη στο αντίστοιχο σύστημα υγείας
4.Τα «εργαλεία» της πρώιμης διάγνωσης θα πρέπει να έχουν υψηλή διαγνωστική ευαισθησία και ειδικότητα, δηλαδή να είναι ικανά να διαγιγνώσκουν την νόσο χωρίς να την συγχέουν με άλλες καταστάσεις. Ειδικά στην περίπτωση του καρκίνου του προστάτη που εμφανίζει μια ευρύτατη γκάμα όσον αφορά την επιθετικότητα και την επικινδυνότητα θα ήταν χρήσιμο ένα «εργαλείο» που θα βοηθούσε στην πρώιμη διάγνωση των επιθετικών μορφών της νόσου

Μα βάση λοιπόν τα δεδομένα που παραθέσατε προηγουμένως, ποια θεωρείτε ότι πρέπει να είναι τα βήματα που πρέπει αν γίνουν; 

Λαμβάνοντας σοβαρά τις παραπάνω διευκρινίσεις μπορούμε να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση και αντιστοίχων οδηγιών.
1.Παρά το γεγονός ότι ο καρκίνος του προστάτη είναι ένα μείζον πρόβλημα υγείας και μια από τις κύριες αιτίες θανάτου των ανδρών, τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα ΔΕΝ μπορούν να υποστηρίξουν την υιοθέτηση του μαζικού ελέγχου σαν μέτρου πολιτικής υγείας. (Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας)
2.Τα υπάρχοντα (σε μαζική χρήση όχι σε ερευνητικό επίπεδο) «εργαλεία» πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου του προστάτη είναι η δακτυλική (διά του πρωκτού) ψηλάφηση του προστάτη αδένα και μια εξέταση αίματος, το PSA (Prostate Specific Antigen). Παρά την χρησιμότητά τους ούτε η μια ούτε η άλλη έχουν μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια και θα πρέπει να αξιολογούνται συμπληρωματικά η μια προς την άλλη (πρακτικά: είναι ΣΟΒΑΡΟ σφάλμα η διενέργεια του αιματολογικού ελέγχου χωρίς την κλινική εξέταση).    
3.Ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι εκείνο της υπερ-διάγνωσης της νόσου. Πρακτικά αφορά τις περιπτώσεις εκείνες που ακόμη και αν δεν είχαν διαγνωσθεί δεν θα αποτελούσαν αιτίες μεγαλύτερης νοσηρότητας ή θνησιμότητας κατά την διάρκεια της ζωής. Το φαινόμενο αυτό είναι σημαντικό γιατί εκτός από τις ψυχολογικές επιπτώσεις (ταμπέλα του καρκινοπαθούς) συνοδεύεται από το φαινόμενο της υπερ-θεραπείας (δηλαδή των θεραπευτικών παρεμβάσεων σε περιπτώσεις όπου η μη παρέμβαση θα είχε το ίδιο μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα όσον αφορά την νοσηρότητα-θνησιμότητα εκ της νόσου). Το θέμα της υπερ-θεραπείας θα είχε ίσως οικονομικές μόνον επιπτώσεις αν δεν συνοδευόταν από βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των θεραπειών αυτών τις οποίες θα πρέπει να αποδεχθούμε αντιστεκόμενοι στο ασφυκτικό marketing απ’ όπου και αν αυτό προέρχεται. Ακόμη και η λύση της «ενεργού παρακολούθησης» μετά από την αρχική διάγνωση έχει προβλήματα που ξεκινούν από τον τρόπο εκτίμησης της επικινδυνότητας και συνεχίζονται με την επιλογή του καταλληλότερου πρωτοκόλλου παρακολούθησης και της υιοθέτησης των κατάλληλων κριτηρίων για την απόφαση διακοπής της και ανάληψης ενεργού θεραπευτικής παρέμβασης.


Πηγή: Γιώργος Σακκάς