«Χρειαζόμαστε τη βόμβα;» ανέγραφε χαρακτηριστικά πρόσφατος τίτλος στην πρώτη σελίδα της Welt am Sonntag, μία από τις μεγαλύτερες κυριακάτικες εφημερίδες της χώρας.
«Για πρώτη φορά από το 1949, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν βρίσκεται πλέον κάτω από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ» έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα ο Κρίστιαν Χάκε, εξέχων γερμανός πολιτικός επιστήμονας.
Για τον Χάκε, το επόμενο βήμα είναι ξεκάθαρο: «Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εθνική άμυνα βάσει ενός πυρηνικού αποτρεπτικού μέσου υπό το πρίσμα νέων διατλαντικών αβεβαιοτήτων και πιθανών αντιπαραθέσεων». Διαφορετικά, υποστήριξε, τo να ποντάρουμε σε μια ευρωπαϊκή λύση είναι «oυτοπικό».
Σημειώνεται ότι η γερμανική κοινή γνώμη καθίσταται όλο και πιο ανασφαλής από τη δήλωση του Τραμπ τον περασμένο μήνα ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να «τραβήξουν το δικό τους δρόμο» - και στην αμυντική συνεργασία.
Λίγα χρόνια μετά την αποχώρηση από την εξουσία του Κόνραντ Αντενάουερ, του πρώτου μεταπολεμικού καγκελάριου της (Δυτικής) Γερμανίας, το 1968, η Γερμανία επικύρωσε τη συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, η οποία την εμποδίζει να αναπτύξει ατομικά όπλα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη λεγόμενη Συμφωνία 2 + 4, μια συνθήκη του 1990 μεταξύ των δύο Γερμανιών και των συμμάχων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που προετοίμασε το δρόμο για τη γερμανική επανένωση, η χώρα δεσμεύθηκε εκ νέου να μην αναπτύξει πυρηνικά όπλα. Αυτές οι συμφωνίες καθιστούν εξαιρετικά απίθανη την προοπτική μιας πυρηνικής Γερμανίας.
«Εάν η Γερμανία επρόκειτο να παραιτηθεί από την ιδιότητά της ως μη πυρηνική δύναμη, τι θα εμπόδιζε την Τουρκία ή την Πολωνία, για παράδειγμα, να ακολουθήσουν το παράδειγμα;» διερωτάται ο Βόλφγκανγκ Ίσινγκερ, επικεφαλής της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου και πρώην Γερμανός πρέσβης στις ΗΠΑ, απαντώντας στην επιφυλλίδα του Χάκε. «Η Γερμανία νεκροθάφτης του διεθνούς καθεστώτος μη διάδοσης (των πυρηνικών); Ποιος μπορεί να το θέλει;» επισημαίνει.