Η ΕΕ σκληραίνει τη στάση της έναντι της Άγκυρας – Μετριοπαθέστερη η Αθήνα

Σκλήρυνση της στάσης των Ευρωπαίων ηγετών προς την Τουρκία και την κυβέρνηση Ερντογάν αποφασίστηκε χθες Πέμπτη κατά τη διάρκεια του δείπνου της Συνόδου Κορυφής.

Παρόλο που στα συμπεράσματα της Συνόδου η μόνη αναφορά στην γείτονα χώρα ήταν “ότι οι ηγέτες διεξήγαγαν μία συζήτηση για την Τουρκία” σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο οι ηγέτες ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί σε επανεξέταση των ενταξιακών κονδυλίων (να πάνε περισσότερα στοχευμένα σε ΜΚΟ και λιγότερο στην κυβέρνηση) αλλά και σε μείωσή τους. Το ποσό μπορεί να μην είναι μεγάλο, λιγότερο από 2 δισ για το χρονικό διάστημα 20018-2020, και παρόλο που οι ενταξιακές συζητήσεις στην πραγματικότητα έχουν μπει στο πάγο το τελευταίο διάστημα, μία τέτοια κίνηση αν και συμβολική θα δυσχέραινε τις σχέσεις με την Άγκυρα.

Η Γερμανίδα Καγκελάριος, που ήταν η βασική υπέρμαχος την σκλήρυνσης της στάσης, ανέφερε χθες το βράδυ ότι «η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι απολύτως μη ικανοποιητική» και πρόσθεσε πως «η Τουρκία βήμα προς βήμα απομακρύνεται από αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως τις προϋποθέσεις για το κράτος δικαίου». Ο εκπρόσωπος της κ. Μέρκελ, Στέφεν Ζαίμπερ δήλωσε ότι η ότι οι ηγέτες της ΕΕ έχουν ενωθεί ότι η ενταξιακή βοήθεια "θα πρέπει να μειωθεί με υπευθυνότητα”.

Παρόλο που υπήρχαν διαφορετικές απόψεις κατά την διάρκεια της συζήτησης, με τα κράτη μέλη που κράτησαν σκληρή στάση να είναι η Γερμανία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Κύπρος, ενώ η Ελλάδα κράτησε πιο μετριοπαθή στάση, με τον κ. Τσίπρα να τονίζει πως υπάρχουν μέτρα που μπορούν να ληφθούν ώστε να δοθούν συγκεκριμένα μηνύματα προς την Τουρκία, όμως η στρατηγική επιλογή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, πρέπει να διατηρηθεί τόσο προς όφελος της Ευρώπης όσο και του Τουρκικού λαού.

Για την Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό να μην διαταραχθούν οι σχέσεις με την Άγκυρα, καθώς η συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας έχει λειτουργήσει επιτυχώς και οι μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία προς τα ελληνικά νησιά έχουν μειωθεί δραστικά.

Πηγή: Ελένη Βαρβιτσιώτη, Βρυξέλλες