20 χρόνια από τις ρατσιστικές επιθέσεις στο Ρόστοκ

Ήταν στις 22 Αυγούστου του 1992, δύο χρόνια μετά την γερμανική επανένωση, όταν ένα πλήθος «αγανακτισμένων» πολιτών και ακροδεξιών πολιορκούσε την εστία προσφύγων στον οικισμό Λιχτενχάγκεν του Ρόστοκ. Το πλήθος εκτοξεύει ρατσιστικά συνθήματα, πέτρες και βόμβες μολότοφ. Δεκάδες παράθυρα σπάνε κάτω από τα ζωηρά χειροκροτήματα εκατοντάδων περιοίκων. Μερικές ώρες αργότερα, το πολυώροφο κτήριο στο οποίο στεγάζονται εκατοντάδες πρόσφυγες τυλίγεται στις φλόγες.

Η αστυνομία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο καθήκον της

Ο Βόλφγκανγκ Ρίχτερ είναι ο εντεταλμένος του Δήμου Ρόστοκ για την ενσωμάτωση των αλλοδαπών και βρίσκεται την ώρα εκείνη μέσα στη φλεγόμενη πολυκατοικία. «Κοιτώντας από το κτήριο έξω βλέπαμε ένα πλήθος χιλιάδων ανθρώπων σε μια ατμόσφαιρα που θύμιζε πογκρόμ. Μας επιτέθηκαν. Έκαναν χρήση βίας και κανένα λογικό επιχείρημα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Έβαλαν φωτιά αδιαφορώντας για τη ζωή των εκατό ανθρώπων που εκείνη την ώρα βρίσκονταν στο κτήριο», θυμάται ο Βόλφγκανγκ Ρίχτερ.

Σαν από θαύμα δεν τραυματίστηκε κανείς στη διάρκεια των πολυήμερων επεισοδίων. Οι σκηνές της βίας και του μίσους έκαναν το γύρο του κόσμου και προκάλεσαν πλήθος ερωτημάτων για το μέλλον της Γερμανίας. Έπρεπε να περάσουν δύο ημέρες και δύο νύχτες μέχρι να επέμβει ο πολιτικός κόσμος και να απομακρύνει με λεωφορεία τους πρόσφυγες από τον οικισμό. Η απόγνωση, ο βανδαλισμός και το μίσος στράφηκαν αργότερα εναντίον των Βιετναμέζων εργατών που ζούσαν στη χώρα από την εποχή της Λαοκρατικής Γερμανίας. Περίπου 30 αστυνομικοί ήλθαν αντιμέτωποι με 300 ταραχοποιούς, οι οποίοι ενισχύθηκαν αργότερα από ομάδες νεοναζιστών. Η αστυνομία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο καθήκον της.

Αδιευκρίνιστο παραμένει ως σήμερα ποιος φέρει την ευθύνη

Ακόμη και σήμερα τα αναπάντητα ερωτήματα είναι πολλά. Πώς φτάσαμε ως εκεί; Ο πολιτικός επιστήμονας Χάγιο Φούνκε από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου εκτιμά ότι η έξαρση της βίας στο Ρόστοκ ήταν το αποτέλεσμα μια αλυσίδας λαθών. «Το αποφασιστικό λάθος ήταν ότι ο Δήμος του Ρόστοκ και το ομόσπονδο κρατίδιο του Μέκλεμπουργκ επέτρεψαν την κλιμάκωση της έντασης και δεν την αντιμετώπισαν εξαρχής ως όφειλαν. Δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να αποτραπεί η κλιμάκωση. Κάποια από αυτές τις αρχές επέτρεψε συνειδητά την προσπάθεια πρόκλησης πογκρόμ», εκτιμά ο γερμανός ερευνητής του ρατσιστικού φαινόμενου.

Αλλά και αργότερα, όταν επέστρεψε η ηρεμία, η πολιτική επεξεργασία των ταραχών κινήθηκε σε απίστευτα αργούς ρυθμούς. Περισσότεροι από 40 δράστες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης που έφτασαν τα τρία χρόνια. Ο δήμαρχος του Ρόστοκ και ο υπουργούς Εσωτερικών του ομόσπονδου κρατιδίου του Μέκλεμπουργκ παραιτήθηκαν. Αδιευκρίνιστο παραμένει ως σήμερα ποιος φέρει την ευθύνη για τον χαοτικό τρόπο αντίδρασης των αστυνομικών δυνάμεων.

Πηγή: skai.gr