Οι κεφαλαιαγορές επιβραβεύουν τις καινοτόμες επιχειρήσεις

Οι επενδύσεις στην Έρευνα και Ανάπτυξη έχουν θετικές επιπτώσεις όχι μόνο στα κέρδη των επιχειρήσεων αλλά και στη χρηματιστηριακή τους αξία: το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει μια σειρά ερευνών που εξετάζουν την αξία των μετοχών εισηγμένων επιχειρήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, με βάση τις επενδύσεις τους στην Ε&Α.

Ειδικότερα, εξετάζοντας τις διακυμάνσεις τιμών των μετοχών 69 εισηγμένων εταιριών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, στις ΗΠΑ, σε βάθος 30ετίας, οι καθηγητές Σούντ και Τέλλις βρήκαν το 2008 ότι θετικές ανακοινώσεις που αφορούν σε δραστηριότητες Ε&Α μιας εταιρίας, έχουν σαν αποτέλεσμα την καλύτερη απόδοση της μετοχής της εκείνη τη μέρα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Μάλιστα η απόδοση αυτή μπορεί να φτάσει και το +1,6% σε περιπτώσεις ανακοίνωσης νέας ευρεσιτεχνίας, όταν η ανακοίνωση διάθεσης νέου προϊόντος έχει σαν αποτέλεσμα μια βελτίωση της απόδοσης κατά 0,2% . Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές τείνουν να προεξοφλούν την επιτυχία έργων καινοτομίας, παρότι αυτά θα αποδώσουν καρπούς σε βάθος χρόνου (4,7 χρόνια κατά μέσο όρο, σύμφωνα με την ανάλυση της μελέτης), επιβραβεύοντας τόσο την επένδυση όσο και την προοπτική που η επένδυση αυτή δίνει στην εταιρία.

Επιπλέον, πρόσφατη μελέτη της Deutsche Bank  εξέτασε την απόδοση 1209 εταιριών από 39 χώρες για την περίοδο 2002-2010 – εταιρίες που επέλεξε με βάση την κατάταξή τους στον Δείκτη Ε&Α της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τα έτη 2006 – 2009. Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι οι εταιρίες με δείκτη έντασης Ε&Α (λόγος επενδύσεων Ε&Α προς πωλήσεις) μεγαλύτερο του 50% του Μ.Ο. του τομέα στον οποίο ανήκουν, εισπράττουν 14-21% υψηλότερη κεφαλαιοποίηση. Με άλλα λόγια, οι επενδυτές ανταμείβουν, και μάλιστα σημαντικά, τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην Έρευνα και Ανάπτυξη, καθώς θεωρούν ότι αποτελούν πηγή ευκαιριών ανάπτυξης και μεγέθυνσης για τις εταιρίες.

Σε περιόδους κρίσης οι αγορές γίνονται περισσότερο επιφυλακτικές, καθώς οι επενδύσεις στην Ε&Α δεν αποδίδουν άμεσα και εμπεριέχουν ως γνωστόν σημαντικούς κινδύνους, όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι και τότε, στις περισσότερες αγορές συνεχίζει η επιβράβευση τέτοιων επενδύσεων: σε πρόσφατη έρευνά τους οι Λίλιεν, Σρινιβασάν και Σριντάρ, εξέτασαν μεγάλο αριθμό διαφορετικών εισηγμένων εταιριών από το 1969 ως το 2008 κατά τις περιόδους ύφεσης και βρήκαν ότι ιδιαίτερα εταιρίες που προσφέρουν προϊόντα σε άλλες εταιρίες (B2B goods) και εταιρίες που προσφέρουν υπηρεσίες στον τελικό καταναλωτή (B2C services) σημειώνουν χρηματιστηριακά κέρδη όταν επενδύουν στην Ε&Α , κάτι που επιβεβαιώνεται και από την έρευνα της Deutsche Bank.

Φυσικά, όπως σημειώνουν και οι ίδιοι οι συντάκτες της έρευνας της γερμανικής τράπεζας, η Ε&Α δεν είναι ο μοναδικός δείκτης επιτυχίας μιας εταιρίας στις κεφαλαιαγορές: για παράδειγμα, στον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, υπάρχουν επιτυχημένες, και κερδοφόρες, εταιρίες που ειδικεύονται αποκλειστικά στα γενόσημα φάρμακα. Έτσι, οι επενδύσεις τους στην Ε&Α είναι εξαιρετικά χαμηλές, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό επί των πωλήσεών τους. Παρόλα αυτά, γεγονός είναι ότι καθώς η βελτίωση των συνθηκών ζωής αποτελεί μόνιμο στόχο των σύγχρονων κοινωνιών, η καινοτομία, ως όχημα της βελτίωσης αυτής, αποτελεί μια πάγια ανάγκη. Και γι’ αυτό επιβραβεύεται όχι μόνο από τους καταναλωτές, αλλά και από τις αγορές.


Πηγή: skai.gr