Τελειώνει ο συνταγματικός χρόνος της κυβέρνησης - Ανασχηματισμός... στρατηγικής για το επόμενο διάστημα

Στόχος της ΝΔ για το επόμενο διάστημα είναι να ανακόψει το λαϊκισμό και τη σπέκουλα που επιχειρείται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από το ΠΑΣΟΚ

Της Πηνελόπης Γκάλιου

Μπορεί η συζήτηση για τις εκλογές στις 9 Απριλίου να έκλεισε οριστικά ωστόσο ο συνταγματικός χρόνος της κυβέρνησης τελειώνει και η πορεία προς τις κάλπες παραμένει σύντομη. Δεν είναι όμως η ίδια μετά το τραγικό δυστύχημα στο Τέμπη και παρά το γεγονός ότι οι απαντήσεις για τις ευθύνες και η απόδοσή τους αποτελεί πρώτιστο μέλημα της κυβέρνησης, ταυτόχρονα ανασχηματίζει και την στρατηγική της για το επόμενο διάστημα.

Κατά το χρόνο που μεσολαβεί μέχρι τις κάλπες, θα πρέπει το Μέγαρο Μαξίμου να έχει κλείσει κάθε ανοιχτό μέτωπο που “στοιχίζει” στην εικόνα αλλά και στο έργο που επιτελέσθηκε την τετραετία που πέρασε, χωρίς ωστόσο – να μην υπάρχει η παραδοχή ότι δεν έγιναν όσα έπρεπε, ώστε να εξαλειφθούν χρονίζουσες παθογένειες, όπως παρατηρούσε κυβερνητικό στέλεχος.

Η διττή βούληση και δέσμευση της κυβέρνησης για την πλήρη διαλεύκανση των αιτιών που προκάλεσαν το δυστύχημα στα Τέμπη αλλά και την επανεκκίνηση των σιδηροδρόμων με ασφάλεια, παραμένει σταθερή και αμετάβλητη. Παράλληλα, όμως, σιγά σιγά κυβερνητικά στελέχη παρατηρούν ότι θα πρέπει να αρχίσει και η σταδιακή επιστροφή στην καθημερινότητα και η διεύρυνση της ατζέντας, ώστε η προεκλογική συζήτηση να μην είναι μονοθεματική, επ' αφορμής του τραγικού δυστυχήματος.

Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα στόχος της ΝΔ για το επόμενο διάστημα είναι να ανακόψει το λαϊκισμό και τη σπέκουλα– όπως λένε γαλάζια στελέχη- που επιχειρείται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από το ΠΑΣΟΚ, που μονομερώς μιλάνε για ευθύνες παραβλέποντας αυτές που βαρύνουν τα δύο αυτά κόμματα, ως κόμματα που διαχειρίστηκαν την τύχη της χώρας τα προηγούμενα χρόνια.

«Για να σταματήσει η πολιτική σπέκουλα, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι ο Πρωθυπουργός έχει σαφή εικόνα και άριστη γνώση των δομικών προβλημάτων και των αδυναμιών στο Κράτος μας, αλλά και στη χώρα μας εν γένει. Και είναι προσηλωμένος στην αντιμετώπισή τους με σχέδιο, αλλά και με ισχυρή πολιτική βούληση. Είτε αυτό αφορά τη θωράκιση της χώρας, είτε αφορά την οικονομία και την αγορά εργασίας, είτε αφορά τις παθογένειες του Κράτους και τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, είτε αφορά τα εισοδήματα των πολιτών, την υγεία κ.α.» παρατήρησε ο κυβενρητικός εκπρόσωπος κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών και τονίζοντας ότι αυτή η στάση αφορά και τους σιδηροδρόμους.

«Ο Πρωθυπουργός γνώριζε ότι παραλάβαμε μια υποδομή που ενώ θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το 2016, λειτουργούσε σε ένα ποσοστό μικρότερο από το 30%. Γνώριζε τις προσπάθειες για το ξεμπλοκάρισμα και και υλοποίηση της σύμβασης και πώς έφτασε το έργο στο 70%, γνώριζε για τα προβλήματα, τις αδυναμίες στο σιδηρόδρομο. Γνώριζε, λοιπόν και αναγνώρισε και τη δική μας ευθύνη, έμπρακτα χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Δεν ξέρει όμως, και κανείς Πρωθυπουργός δεν ήξερε και δεν θα μπορούσε να ξέρει, για τις συμπεριφορές και τις πρακτικές συγκεκριμένων προσώπων, δεν ήξερε και δεν θα μπορούσε να ξέρει ποιος ήταν βάρδια εκείνο το βράδυ στη Λάρισα, πως διαμορφώνονται οι βάρδιες, δεν ήξερε και δεν θα μπορούσε να ξέρει για το χάος που επικρατούσε στο Σταθμαρχείο της Λάρισας, δεν ήξερε και δεν θα μπορούσε να ξέρει για υπαλλήλους οι οποίοι δεν τηρούν τους κανονισμούς και φέρονται εκτός του πλαισίου. Και νομίζω ότι το μέγεθος της τραγωδίας αλλά και η ευθύνη και η σοβαρότητα που πρέπει να υπάρξει, έτσι ώστε να μην επιτρέψουμε καμιά συγκάλυψη, αλλά να οδηγηθούμε και στην πλήρη ανασυγκρότηση των σιδηροδρόμων δεν συνάδει με τις λαϊκιστικές αντιπολιτευτικές προσεγγίσεις του ζητήματος αυτού» κατέληξε ο Γιάννης Οικονόμου.

Υπό αυτές τις συνθήκες και πάντα με σεβασμό στα τραγικό συμβάν των Τεμπών, το Μέγαρο Μαξίμου αρχής γενομένης από σήμερα αναμένεται να “αναθερμάνει” παράλληλα και τη θετική κυβερνητική ατζέντα ανακοινώνοντας τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού ενώ σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων προωθούνται και με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας που εμπεριέχει την έκτακτη στήριξη, από 200 έως 300 ευρώ, σε συνταξιούχους με προσωπική διαφορά που λαμβάνουν χαμηλές και μεσαίες συντάξεις και οι διατάξεις που εξειδικεύουν τις ρυθμίσεις χρεών προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης.

Πηγή: skai.gr