Γερμανικός Τύπος για συνάντηση Μητσοτάκη - Μέρκελ: Δυνητικά καλύτερη σχέση

«Οι ελληνογερμανικές σχέσεις είναι καλές, αλλά θα μπορούσαν να βελτιωθούν». Η διαπίστωση αυτή της ’γκελα Μέρκελ στη συνέντευξη Τύπου μετά το τέλος των συνομιλιών με τον Κυριάκο Μητσοτάκη εκφράζει εν ολίγοις το σημείο έναρξης της μελλοντικής τους συνεργασίας: η καγκελάριος επεσήμανε στον έλληνα ομόλογό της ότι διατηρούσε μια καλή σχέση με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αλλά δυνητικά η δική τους σχέση θα μπορούσε να είναι ακόμη καλύτερη. Και αυτό, όπως άλλωστε τόνισε, επειδή μοιράζονται κοινές αντιλήψεις σε πολλά θέματα - ειδικά σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις που έχει στην ατζέντα του ο νέος έλληνας πρωθυπουργός. Η κ. Μέρκελ εξέφρασε την πεποίθηση ότι το πρόγραμμα αυτό θα επιτρέψει στην Ελλάδα να εκπληρώσει πιο εύκολα τις απομένουσες δεσμεύσεις που απορρέουν από τις δανειακές συμβάσεις.

Προθέσεις και ελληνική πραγματικότητα


Ως εκ τούτου, η κ. Μέρκελ απάντησε θετικά στο αίτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη να στηρίξει τη μεταρρυθμιστική του πορεία που στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. ’μεσος στόχος είναι η προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό. Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η πραγματοποίηση ενός ελληνογερμανικού οικονομικού συνεδρίου το πρώτο τρίμηνο του 2020 στο Βερολίνο. Σε αυτό το φόρουμ θα παρουσιαστούν σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη επενδυτικές ευκαιρίες στον τομέα της πράσινης ανάπτυξης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη διαχείριση των αποβλήτων, την προστασία του περιβάλλοντος. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλουν κατά την άποψη της καγκελαρίου μέτρα όπως η επιτάχυνση των ρυθμών στις ιδιωτικοποιήσεις που έχει αναγγείλει ο κ. Μητσοτάκης: «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν ευκαιρίες για τις γερμανικές εταιρείες, και που ευχαρίστως θα αξιοποιήσει η γερμανική οικονομία».

Βέβαια, ειδικοί επί του θέματος στη Γερμανία παραπέμπουν σε ανάλογα οικονομικά ελληνογερμανικά συνέδρια που έχουν διοργανωθεί στο παρελθόν (π.χ. από το περιοδικό Economist), τα οποία όμως δεν είχαν κάποιες μετρήσιμες συνέπειες. Όπως επισημαίνεται, το ζητούμενο για να έρθουν ξένα κεφάλαια στην Ελλάδα είναι η δημιουργία κλίματος που θα είναι φιλικό στους επενδυτές: μακροπρόθεσμη σιγουριά σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση, επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών, λιγότερη γραφειοκρατία και αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της διαφθοράς. Τους σκοπέλους αυτούς η καγκελάριος τους επεσήμανε συχνά σε έλληνες συνομιλητές της. Και κάτι άλλο: όπως και με τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να αναμένεται ότι η ’γκελα Μέρκελ θα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τους επόμενους μήνες την πορεία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα.

Προσφυγικό και Βόρεια Μακεδονία


Πλήρης σύμπλευση ανάμεσα στην κ. Μέρκελ και στον κ. Μητσοτάκη επικράτησε στο μεταναστευτικό ζήτημα. Ασκώντας έμμεσα κριτική στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η καγκελάριος εξέφρασε την ικανοποίησή της για την πρόθεση της κυβέρνησης της ΝΔ να «δώσει ζωή» στη συνθήκη της ΕΕ με την Τουρκία, θέτοντας σε ισχύ τους μηχανισμούς που προβλέπονται για την επαναπροώθηση μεταναστών πού έχουν έρθει στην Ελλάδα και δεν δικαιούνται άσυλο. Γερμανική και ελληνική κυβέρνηση συμφωνούν με τη διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου όπως και με την καθιέρωση της αρχής ότι θα πρέπει τα βάρη του προσφυγικού να τα μοιρασθούν όλα τα μέλη της ΕΕ και όχι να τα επωμίζονται μόνο τα κράτη πρώτης υποδοχής. Παρ΄ ότι το θέμα θα ανήκει στις προτεραιότητες της επόμενης Κομισιόν κανείς δεν θα πρέπει να αναμένει γρήγορα αποτελέσματα, επεσήμανε η καγκελάριος: «Βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από μια βιώσιμη και δίκαιη λύση».
Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων διαφάνηκε ότι επικρατούν διαφορές μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας - τουλάχιστον στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας, όπου η Γερμανία θα ήθελε να δοθεί άμεσα πράσινο φως στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ο έλληνας πρωθυπουργός τόνισε στη συνέντευξη τύπου ότι «η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια συμφωνία με σοβαρά ελαττώματα, τα οποία μπορούν να αμβλυνθούν μέσω της συνολικής ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων.» Με άλλα λόγια, και αυτό φαίνεται ότι διαβεβαίωσε στη συνομιλία με την κ. Μέρκελ, δεν πρόκειται να αμφισβητήσει την υπόσταση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η Ελλάδα όμως θα συμφωνήσει με την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων αν προηγουμένως διασφαλιστούν τα ελληνικά συμφέροντα, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τα προϊόντα επιχειρήσεων στη Μακεδονία. Στην περίπτωση της Αλβανίας ακόμη δεν είναι γνωστό ποια θέση θα τηρήσει η Γερμανία, το κριτήριο πάντως για τη συναίνεση της Ελλάδας στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων είναι η προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας.

Πρόοδος και στασιμότητα στα ελληνογερμανικά θέματα


Ο κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε στις συνομιλίες με την κ. Μέρκελ ότι θα προωθήσει δύο ελληνογερμανικά πρότζεκτ που είχαν ξεκινήσει επί κυβέρνησης Σαμαρά αλλά δεν στηριζόταν επαρκώς από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: το Ελληνογερμανικό Ιδρύμα Νεολαίας και την Ελληνογερμανική Συνέλευση, μια πρωτοβουλία συνεργασίας σε επίπεδο Δήμων και Περιφερειών. Διαμετρικά αντίθετες παραμένουν οι απόψεις των δύο κυβερνήσεων στο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ο έλληνας πρωθυπουργός εξέφρασε την ελπίδα ότι η Γερμανία θα ανταπεξέλθει στο ελληνικό αίτημα για διαπραγματεύσεις προκειμένου να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Η καγκελάριος δεν σχολίασε τη δήλωση του κ. Μητσοτάκη. Αλλά ούτως ή άλλως η γερμανική θέση επ' αυτού είναι γνωστή: το ζήτημα των αποζημιώσεων έχει οριστικά επιλυθεί.

Στήριξη στις μεταρρυθμίσεις 

«Η Ελλάδα ζητά στήριξη για τις μεταρρυθμίσεις» είναι ο τίτλος της ιστοσελίδας του πρώτου προγράμματος της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης tagesschau.de σε δημοσίευμα αναφορικά με τα όσα συζήτησαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ’γκελα Μέρκελ την Πέμπτη στην καγκελαρία. «Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη θέλει να εφαρμόσει πιο εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις από αυτές που επέβαλε η ΕΕ (...) Γι αυτό χρειάζεται τη Γερμανία στο πλευρό του», σημειώνει η ιστοσελίδα συμπληρώνοντας ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδα «ανακοίνωσε ότι θέλει να αλλάξει το πλαίσιο των ελληνογερμανικών σχέσεων και να μη μιλά πλέον μόνο για την αποπληρωμή του χρέους και τα χρηματοοικονομικά ζητήματα αλλά και για τους αναπτυξιακούς στόχους». Σύμφωνα με τη γερμανική ιστοσελίδα «Ο Μητσοτάκης δεν βλέπει την ανάγκη για μια ελάφρυνση χρέους» αφού όπως δήλωσε η Ελλάδα θα επιτύχει τους φιλόδοξους οικονομικούς στόχους της για το 2019 και 2020. Από την πλευρά της η καγκελάριος γράφει το δημοσίευμα «επαίνεσε το οικονομικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της νέας ελληνικής κυβέρνησης» και θεωρεί ότι «οι ελληνογερμανικές σχέσεις είναι καλές (…) αλλά θα μπορούσαν να βελτιωθούν».

Focus: Ο Μητσοτάκης συνεχίζει τη γραμμή Τσίπρα στο θέμα των επανορθώσεων

Το Focus Online από την πλευρά του εστιάζει στο ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, το οποίο ναι μεν δεν αποτέλεσε αντικείμενο των συνομιλιών, ωστόσο τέθηκε ως ερώτηση από δημοσιογράφο προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Ο νέος έλληνας πρωθυπουργός θέλει να δείξει στην Ευρώπη ότι η κρίση χρέους έχει ξεπεραστεί. Με την καγκελάριο Μέρκελ θέλει να κοιτάξουν πια στο μέλλον. Υπάρχει ωστόσο ένα ευαίσθητο ζήτημα από το παρελθόν, που βαραίνει τις σχέσεις», σημειώνει το Focus αναφέροντας στη συνέχεια: «Πάνω από 70 χρόνια μετά το τέλος του Β/ Παγκοσμίου Πολέμου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας επιθυμεί να διαπραγματευθεί με τη γερμανική κυβέρνηση την αποκατάσταση των πολεμικών ζημιών που προκάλεσε η Γερμανία. Μετά τη συνάντηση που είχε με την καγκελάριο Μέρκελ ο συντηρητικός πρωθυπουργός εμφανίστηκε να συμφωνεί με το σχετικό αίτημα της προηγούμενης αριστερής κυβέρνησης, η οποία είχε ως παραλήπτη τη γερμανική κυβέρνηση πριν από περίπου πέντε μήνες.»

Το Focus υπενθυμίζει ότι «η κυβέρνηση Τσίπρα απηύθυνε πέρυσι τον Απρίλιο προς τη γερμανική κυβέρνηση ρηματική διακοίνωση ζητώντας επισήμως την έναρξη διαπραγματεύσεων για το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων» και προσθέτει ότι «ο Μητσοτάκης και η ΝΔ είχαν ψηφίσει υπέρ αυτής της κίνησης στο κοινοβούλιο, ωστόσο μετά την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων του δεν είχε τοποθετηθεί μέχρι τώρα για το θέμα». Μάλιστα, όπως σημειώνει το Focus, μετά τη συνάντηση με τη Μέρκελ «κατέστησε πλέον σαφές ότι θα συνεχίσει την γραμμή Τσίπρα σε αυτό το ζήτημα. Και τόνισε ότι το δύσκολο κεφάλαιο των επανορθώσεων μπορεί να κλείσει σύντομα». Στη συνέχεια το Focus αναφέρεται στην πάγια γερμανική γραμμή ότι το θέμα έχει κλείσει με τη Συμφωνία 2+4 που υπεγράφη το 1990 ως συνέπεια της Γερμανικής Επανένωσης. «Εντούτοις στις τότε διαπραγματεύσεις δεν συμμετείχαν πολλές χώρες που δέχθηκαν επίθεση από τους ναζί όπως και η Ελλάδα και η Πολωνία που βρέθηκαν υπό κατοχή». Τέλος, όπως σημειώνει το άρθρο, η επιστημονική επιτροπή της γερμανικής βουλής σε γνωμοδότησή της υποστηρίζει ότι «η θέση της γερμανικής κυβέρνησης είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο, αλλά όχι και δεσμευτική».
Πηγή: Πηγή: DW - Παναγιώτης Κουπαράνης - Δήμητρα Κυρανούδη