Ο άνθρωπος που γελούσε

Ο Κ. γελούσε πολύ. Λένε μάλιστα ότι όταν γεννήθηκε το κλάμα του ήταν σα γέλιο, ότι αντί να κλαίει όπως κάθε φυσιολογικό μωρό που σέβεται τον εαυτό του γελούσε, γελούσε σα να 'κλαιγε – ένας λυγμός που έμοιαζε να ξεπετάγεται ακριβώς στο τέλος του κελαρυστού γέλιου. Σού σηκώνεται η τρίχα αν το καλοσκεφτείς, γιατί την ώρα που ο μικρός Κ. γελούσε κλαίγοντας ή έκλαιγε γελώντας, η μητέρα του πέθαινε. Ίσως γι' αυτό ο πατέρας του δεν τον αγάπησε ποτέ, παρότι ήταν το μοναχοπαίδι του. Γελούσε με αυτά όμως ο Κ. δεν ξέρω αν γελούσε και την ημέρα που πέθανε ο πατέρας του. 

Να πούμε εδώ ότι ο Κ. γεννήθηκε κύριος Κ. - Κύριος με το “Κ” κεφαλαίο όπως το πρώτο γράμμα του επωνύμου του- αλλά κατέληξε “σύντροφος Κ”. Ο πατέρας του ήταν μεγαλοκτηματίας, και ο Κ. είχε τα πάντα εκτός από αγάπη. Όμως Κ. γελούσε με τον πατέρα του και με τις αντιδραστικές του ιδέες τις οποίες περιφρονούσε. Ψιλά γράμματα αυτά όμως· όταν ήταν νέος όλοι είχαν να λένε για την ευφυΐα του αλλά και την ευθυμία του. Γελούσε διαρκώς, έλεγε ανέκδοτα, έκανε φάρσες. Ήταν η ψυχή της παρέας. Όμως κάνετε λάθος αν νομίζετε ότι ήταν ένα ακόμα επιπόλαιος νεανίσκος που το 'χε ρίξει στην πλάκα και έτρωγε απ' τα έτοιμα. Ο Κ. δεν ήταν αδύναμος, άβουλος, νωθρός. Ήταν ιδεολόγος. Δεν μπορούσε να υποφέρει το παλιό, το διεφθαρμένο, το ψέμα, το συμβιβασμό και την υποκρισία, κατανάλωνε βουλιμικά βιβλία για ένα καλύτερο κόσμο, μια καλύτερη κοινωνία, μια αταξική κοινωνία. Όπως πολλοί άλλοι συνομήλικοί του άλλωστε. Μόνο που αυτός αποφάσισε να κάνει κάτι γι' αυτό. Ο Κ. ήταν ένας από τους λίγους ρομαντικούς, ένας άλλος ήταν ο φιλάσθενος φίλος του Ν. που όλοι κορόιδευαν και φοβέριζαν, αλλά ο Κ. προστάτευε. Ο Κ., ο Ν., και ένα τσούρμο άλλοι ρομαντικοί, έγιναν πολλοί, έγιναν ακόμα περισσότεροι, έγιναν κύμα, και τελικά κατόρθωσαν το ακατόρθωτο, να κατακλύσουν και να σαρώσουν το σάπιο παλιό στο πέρασμά τους.

“Για ένα Καλύτερο Αύριο”· το σύνθημα της επανάστασης γινόταν πράξη, και ο κύριος Κ. γέλασε όταν κατάλαβε ότι είχε γίνει πια σύντροφος Κ. Γέλασε όταν κατάλαβε ότι γνώρισε τη γυναίκα του χάρη στην Επανάσταση – ιδεολόγος κι αυτή, γνωρίστηκαν στη φυλακή. Γέλασε περισσότερο όταν κατάλαβε ότι στη νέα εποχή που ξημέρωνε θα έχανε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο πνεύμα της αταξικής κοινωνίας που τόσο υποστήριζε. Δεν τον ένοιαζε, όπως και δεν τον ένοιαξε όταν έγινε απαράτσικ, γιατί αντίθετα με τους παλιούς διεφθαρμένους, δεν τον ένοιαζαν τα αξιώματα, αλλά η προκοπή του τόπου και η δικαίωση της επανάστασης. Ο σύντροφος Κ. γέλασε με την καρδιά του όταν κάποιοι του είπαν ότι η επανάσταση είχε πάρει λάθος δρόμο. “Δεν κόβεις το δέντρο αν κάποια φρούτα είναι άρρωστα” έλεγε γελώντας, κατηγορώντας τους εκπορευόμενους από ξένα κέντρα αντεπαναστάτες για τα όποια προβλήματα. Σταδιακά ο σύντροφος Κ. αφοσιώθηκε με όλες του τις δυνάμεις στον Αρχηγό, το κόμμα, το έθνος, κλείνοντας όλο και περισσότερο τα μάτια στη διαφθορά, την καταπίεση, τις διώξεις, τη φτώχεια τις ανισότητες του καλύτερου κόσμου. Τα χρόνια πέρασαν, κι ο σύντροφος Κ. ποτέ δεν σταμάτησε να γελά· οι όποιοι προβληματισμοί του για την πορεία της επανάστασης ήταν μονωμένοι από ένα παχιά στρώματα ζήλου και εθελοτυφλίας. Αυτός πάντα έβλεπε το ποτήρι μισογεμάτο και συνέχιζε να αγωνίζεται για ένα καλύτερο αύριο.

Τουλάχιστον δεν έχασε το γέλιο του, ακόμα και όταν έχασε τη γυναίκα του, γιατί στο πρόσωπό της έβλεπε το γιο του για τον οποίο έτρεφε μεγάλες φιλοδοξίες, αν και δεν είχαν καλές σχέσεις. Κι ο Κ. δεν καταλάβαινε γιατί. Μόνο γελούσε με τις ανεξήγητες εκρήξεις θυμού και τα καμώματα του. “Το καλύτερο αύριο έπρεπε να 'χει έρθει χθες” τού πέταξε μια φορά ο κανακάρης του. Ο Κ. μόνο γέλασε με την ελαφρομυαλιά του.



Ο σύντροφος Κ. γέλασε σα να του κάνανε πλάκα όταν στελέχη του κόμματος τον επισκέφθηκαν και του ανακοίνωσαν ότι ο γιος του μετείχε στην απόπειρα πραξικοπήματος κατά της επανάστασης και λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που είχε κηρυχθεί ο γιος του είχε θανατωθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, του είπαν, το λαϊκό δικαστήριο είχε στη διάθεσή του συντριπτικά ενοχοποιητικά στοιχεία για το γιο του. Του μετέφεραν τη βαθιά λύπη του Αρχηγού με τον οποίο ο Κ. ήταν συναγωνιστής στα νεανικάτα του. Ο Αρχηγός ήταν κάποτε ο Ν.

Ο Κ. δέχθηκε το βαρύ πλήγμα για το μοναχοπαίδι του με τη δέουσα ψυχραιμία ενός συνεπούς επαναστάτη, ψυχραιμία που κατέπληξε, αλλά και προκάλεσε δέος έως θαυμασμό στους συντρόφους του. Τους ξεπροβόδισε στην αυλόπορτα, επανέλαβε το σύνθημα “για ένα καλύτερο αύριο” και επιστρέφοντας στο σπίτι το βλέμμα του έπεσε στο έλατο πίσω από το οποίο κρυβόταν ο γιος του μικρός.

Ο Κ. βρισκόταν σε σύγχυση, δεν μπορούσε να καταλάβει. Όταν ανέφερε τις διασυνδέσεις του γιου του με τους αντεπαναστάτες στον Ν. έλαβε την προσωπική του διαβεβαίωση ότι δε θα αντιμετώπιζε κάποια σοβαρή τιμωρία, παρά μόνο την προβλεπόμενη “επαναστατική αναβάπτιση”.

Στο διπλανό σπίτι το ζευγάρι των γειτόνων μάλωνε, κάποια κορναρίσματα από την κοντινή πλατεία ακούγονταν, ενώ κάποιος έπαιζε στο πιάνο το Fur Elise. Όλοι αυτοί οι ήχοι φάνηκαν παραμορφωμένοι στον Κ., σα να τους άκουγε μέσα από μια γυάλα, σα να τους άκουγε μέσα από το νερό, φωνές, κορναρίσματα και μουσική μπερδεμένα ένα κουβάρι, έμοιαζαν να έκαναν βόλτα δέκα μέτρα κάτω από τη θάλασσα για να τον φτάσουν στο βυθό.

Όταν μπήκε στο σπίτι, ο Κ. ήπιε ένα ποτήρι νερό. Υπέγραψε τα υπηρεσιακά έγγραφα που είχε φέρει από το γραφείο. Πρόσεξε ότι υπήρχαν πολλά ρούχα για σιδέρωμα. Σκούπισε. Πότισε τις γλάστρες της βεράντας. Είδε στην τηλεόραση τη χιλιοστή επανάληψη της ταινίας “Για ένα Καλύτερο Αύριο” για το θρίαμβο της επανάστασης. Έκανε ντους.

Είχε πια νυχτώσει. Ο Κ. φόρεσε τις πιτζάμες του και κίνησε για να κοιμηθεί, όταν τυχαία είδε το έλατο έξω από το παράθυρο, τού φάνηκε ότι είδε τον πατέρα του, κατόπιν το γιο του, και μετά πρόσεξε στο τζάμι τον εαυτό του. Ξέρω αυτόν τον άνθρωπο; είπε ο Κ. για τον εαυτό του, αλλά περιέργως και το είδωλό του φάνηκε να μην τον αναγνωρίζει. Και ξαφνικά ο γυάλινος εαυτός του άρχισε να γελάει, και τότε άρχισε και ο ίδιος να γελάει,να γελά δυνατά, όλο και πιο δυνατά, ποτέ δεν είχε ξαναγελάσει τόσο πολύ. Θα 'λεγες μάλιστα, ότι γελούσε σα να 'κλαιγε – ένας λυγμός που έμοιαζε να ξεπετάγεται ακριβώς στο τέλος του κελαρυστού γέλιου. “Για ένα καλύτερο αύριο” ήταν η τελευταία του σκέψη. 


(Τέτοιους χαρακτήρες συναντάμε συχνά στη ζωή μας, μάλιστα μερικές φορές τυγχάνει να καθορίζουν και τη μοίρα μας)



Πηγή: Στέλιος Κάνδιας