Ψυχαναλύοντας το Κίνημα Αλλαγής

Ο ασφαλέστερος τρόπος για να προκαλέσεις εμφύλιο στο Κίνημα Αλλαγής, είναι να ανοίξεις συζήτηση για τις μετεκλογικές συνεργασίες. Δεν είναι απλώς ότι θα διαφωνήσουν μεταξύ τους, είναι η ένταση που θα δημιουργηθεί, ζωή να έχουν τα συντροφικά μαχαιρώματα. Κι αυτό παρά το ότι και οι δυο πλευρές συμφωνούν σε πολλά.

Όλοι για παράδειγμα απεχθάνονται τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, τα ψέματα που είπε και βέβαια τα στελέχη που μήδισαν. Όλοι επίσης έχουν αλλεργία στην αμετανόητη «λαϊκή» δεξιά του κ. Κ. Καραμανλή αλλά και στην σκληρή δεξιά περί τον Α. Σαμαρά. Εκεί που χωρίζονται είναι στις συμπάθειες. Οι μεν βλέπουν θετικά τον μεταρρυθμισμό του κ. Μητσοτάκη, ότι έχει απομείνει τέλος πάντων από αυτόν μετά τις συνεχείς διολισθήσεις της Νέας Δημοκρατίας. Όσο για τους δε πιστεύουν ότι ο κόσμος της κεντροαριστεράς είναι αυτός που ψήφισε και εξακολουθεί να ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ κι αισθάνονται ότι η θέση του ΚΙΝΑΛ είναι εκεί. Οι διαφωνίες δεν σταματούν σε αυτά. Έτσι για κάποιους το «Μητσοτάκης» είναι ο προαιώνιος εχθρός προσωποποιημένος ενώ για άλλους ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η ελληνική εκδοχή του τσαβισμού, ένας υπονομευτής της Δημοκρατίας δηλαδή με τον οποίο δεν νοείται καμία συνδιαλλαγή.

Με αυτά τα δεδομένα βέβαια, ουσιαστικός εσωτερικός διάλογος δεν μπορεί να γίνει. Έτσι τον μεταθέτουν για μετά τις εκλογές, ελπίζοντας ότι δεν θα χρειαστεί να μπουν στον πειρασμό, στην πράξη δηλαδή ότι η Νέα Δημοκρατία θα βγει αυτοδύναμη. Μια επιλογή που ενέχει διπλό ρίσκο. Πρώτον ότι ένα μέρος των εν δυνάμει ψηφοφόρων θέτει ως προϋπόθεση της ψήφου του, την διασφάλιση ότι μετεκλογικά θα σχηματιστεί κυβέρνηση, χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια κυβέρνηση που θα αναλάβει την ανασυγκρότηση της οικονομίας και θα θωρακίσει τους τραυματισμένους θεσμούς. Αν δεν υπάρξει τέτοια διαβεβαίωση τότε μπορεί να μην ψηφίσουν. Δεύτερον ότι αν μείνει το θέμα ανοικτό και δεν υπάρξει αυτοδυναμία, τότε μετά τις εκλογές, ανάλογα και με το ποσοστό που θα πάρει το Κίνημα, μπορεί να επέλθει διάσπαση στη Βουλή.

Ο διάλογος δυσκολεύεται και από έναν ακόμα παράγοντα. Οι μεν θεωρούν ότι μια συνεργασία με τη ΝΔ θα ακυρώσει το εγχείρημα της κεντροαριστεράς και κάθε ελπίδα ανασυγκρότησης της. Έτσι φέρνουν ως παράδειγμα προς αποφυγήν την φθορά της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και αντιπροτείνουν μοντέλο Πορτογαλίας, όπου το σοσιαλιστικό κόμμα συνεργάζεται με τα κόμματα της άκρας αριστεράς. Αντιθέτως η άλλη πλευρά βάζει ως πρώτη προτεραιότητα τους θεσμούς και την προσέλκυση επενδύσεων λέγοντας χαρακτηριστικά ότι το συμφέρον της χώρας προηγείται του κομματικού πατριωτισμού.

Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη αδυναμία όσων επιμένουν ότι δεν είναι της στιγμής το ζήτημα των μετεκλογικών συνεργασιών. Γιατί βέβαια δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η συνεργασία που ενδιαφέρει, όσο η πρόταση του Κινήματος για το πώς θα βγει η χώρα από την σημερινή μιζέρια. Και σ αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν μερικά κομβικά σημεία με κορυφαίο την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας και συνακόλουθα του εκλογικού νόμου. Αν αυτό απαντηθεί τα άλλα αντιμετωπίζονται πολύ πιο εύκολα. Δεν θα είναι η «προγραμματική σύγκλιση» το εμπόδιο. Το αντίθετο ένα αποφασισμένο Κίνημα μπορεί να προωθήσει μεταρρυθμίσεις και να βάλει φραγμό τόσο στα παλαιοδεξιά στοιχεία της Νέας Δημοκρατίας όσο και σε κοινωνικές ακρότητες.

Θα οδηγήσει μια τέτοια επιλογή στο πολιτικό περιθώριο; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει και κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει. Από την άλλη πλευρά μια κεντροαριστερά που απλώς μετρά πολιτικό κόστος και εκλογικά οφέλη τι λόγο ύπαρξης έχει;
Πηγή: skai.gr