Γιάννης Μπεχράκης: Πώς ήρθα αντιμέτωπος με το θάνατο στη Σιέρα Λεόνε (vid)

Την ενέδρα θανάτου στην οποία έπεσε με συναδέλφους του, στην οποία μάλιστα είδε να δολοφονείται μπροστά του ένας από τους καλύτερους φίλους του, διηγείται συγκλονιστικά στο βίντεο ο πρόωρα χαμένος φωτορεπόρτερ Γιάννης Μπεχράκης. 

Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ φωτορεπόρτερ είχε μιλήσει για την εμπειρία του, που θυμίζει ταινία θρίλερ, στην TEDxAthens του 2013. Στην αφρικανική χώρα, που είχε την κατάρα να διαθέτει πλούσια κοιτάσματα διαμαντιών, τα λεγόμενα «ματωμένα διαμάντια», ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος μαινόταν ήδη επί οκτώ χρόνια, όταν η ομάδα του πρακτορείου Reuters έπεσε σε ενέδρα από αντάρτες του RUF (Revolutionary United Front). Ο ίδιος κατάφερε να σωθεί, όμως είδε τον φίλο του Κερτ Σορκ να πέφτει νεκρός από πυροβολισμούς.

«Αρχίζουν και πυροβολούν το αυτοκίνητο και το αυτοκίνητο αρχίζει και διαλύεται... Οι σφαίρες σφυρίζουν παντού. Κομμάτια από αίμα, από σάρκα, από γυαλιά, από μεταλλικά αντικείμενα, από γυαλιά με χτυπάνε παντού. Ενστικτωδώς λέω στον Κερτ που οδηγάει "κάνε κάτι, φύγε" και καταλαβαίνω ότι είναι νεκρός» διηγείται.

reuters-behrakis-filos-siera-leone
Κερτ Σορκ και Γιάννης Μπεχράκης

«Θέλω να φύγω από το αυτοκίνητο γιατί αισθάνομαι εγκλωβισμένος», λέει και διηγείται πως και ο στρατιώτης που τους συνόδευε και καθόταν δίπλα του κείτονταν επίσης νεκρός. «Εκείνη τη στιγμή περιμένω τη σφαίρα που θα φάω εγώ» αναφέρει χαρακτηριστικά. 

«Ο χρόνος έχει σταματήσει
, είναι απίστευτο και σκέφτομαι "ελπίζω να φάω μια σφαίρα στο κεφάλι και να πεθάνω, και να μη φάω στο στομάχι και να υποφέρω"... Ο στρατιώτης έχει χάσει την ψυχραιμία του έχει πετάξει το όπλο του πηδάει από πάνω μου πηδάει πάνω από το νεκρό και τα πόδια του χτυπάνε το πρόσωπό μου» δηλώνει μάλιστα. 

Τελικά κατάφερε να βγει από το αυτοκίνητο, αρπάζοντας τις πολύτιμες φωτογραφικές του κάμερες- «Είναι η αρρώστια μου» λέει, και αρχίζει «πλέοντας σε μια λίμνη αδρεναλίνης» αρχίζει να διασχίζει τρέχοντας την ζούγκλα.

Προσπαθώντας να μεταφέρει όσα περνούσαν τις ώρες εκείνες από το μυαλό του, λέει: «Και τότε υπάρχουν οι δύο Γιάννηδες. Ο ένας λέει "Μα πού πήγες κι έμπλεξες, δεν άκουγες τη μανούλα σου που σου έλεγε "μην πας σε τέτοια πράγματα ρε φίλε", κι από την άλλη, ήταν ο άλλος που έλεγε "εσύ ρε φίλε είσαι φτιαγμένος γι' αυτά».

Κι ενώ προσπαθούσε έρποντας και έχοντας καλύψει τον εαυτό του με λάσπη για να μην ξεχωρίζει κατά το δυνατόν, περνά από το μυαλό του πως δεν θα τα καταφέρει, πως θα τον πιάσουν οι αντάρτες, θα τον βασανίσουν και ο ίδιος θα εξευτελιστεί στον εαυτό του. «Πώς θα ζήσω έτσι», διερωτήθηκε και συνεχίζει: «Οπότε λέω, θέλω να πεθάνω... Θα πέσω πάνω τους και θα τους κάνω να με σκοτώσουν. Θα αυτοκτονήσω με την φωτογραφική μηχανή, θα την χτυπήσω στο κεφάλι μου! Κι εκεί με πιάνουν τα γέλια, φανταστείτε τώρα να έρθουν οι στρατιώτες και να δουν ένα τύπο να χτυπά το κεφάλι του με μια φωτογραφική μηχανή»!

«Ήταν μια εμπειρία που με έκανε να βουτήξω βαθιά μέσα σε αχαρτογράφητα νερά… Τα πιο αχαρτογράφητα βρίσκονται μέσα στην ψυχή μας» σημείωσε.