Όσο πιο χαμηλά τόσο πιο καλά: για καλύτερη υγεία, κρατήστε χαμηλά την «κακή» LDL χοληστερόλη

Η ανθρώπινη χοληστερόλη συντίθεται στο ήπαρ και αποστολή έχει τη δημιουργία των στεροειδών ορμονών του σώματος. Η χοληστερόλη υπάρχει σε δύο βασικές μορφές: Στην HDL-χοληστερόλη που δρα προστατευτικά στον οργανισμό και γι’ αυτό συχνά αναφέρεται ως «καλή» και στην LDL-χοληστερόλη που σε υψηλά επίπεδα δρα βλαπτικά στον οργανισμό, ευοδώνοντας κυρίως το σχηματισμό αθηρωματικών πλακών στις αρτηρίες, και γι’ αυτό αναφέρεται συχνά ως «κακή».
Ο σύγχρονος «τοξικός» τρόπος ζωής συνδυάζει αφενός την κατανάλωση υψηλών ποσοτήτων κορεσμένων (ζωικών) λιπαρών, λιπαρών κρεάτων, βιομηχανοποιημένων τροφίμων με υψηλά ποσοστά κορεσμένων λιπαρών (π.χ. υδρογονωμένα φυτικά έλαια), την άφθονη προσφορά και κατανάλωση ακόμα και παραδοσιακών τροφίμων (π.χ. τυριά που είναι πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά) και αφετέρου τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα, όπως αυτή καταγράφεται από τον τρόπο εργασίας, μετακινήσεων, διασκέδασης. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η διαταραχή στο ισοζύγιο πρόσληψης λιπαρών και κατανάλωσης ενέργειας. Έτσι, σε συνδυασμό όλων των ανωτέρω με το κάπνισμα και με κληρονομικές διαταραχές (από γενιά σε γενιά) οδηγούμαστε τελικά σε υπερπαραγωγή από το ήπαρ LDL-χοληστερόλης σε βάρος της HDL-χοληστερόλης. Με άλλα λόγια, το ήπαρ του σύγχρονου ανθρώπου παράγει περισσότερο αθηρογόνο «κακή» χοληστερόλη και λιγότερο την αντι-αθηρογόνο «καλή» χοληστερόλη. Το αποτέλεσμα αυτής της διαταραχής είναι η αύξηση της εμφάνισης νοσημάτων που συνδέονται με την αρτηριοσκλήρυνση, όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, απόφραξη καρωτίδων ή των αρτηριών του ποδιού.
Η ευρωπαϊκή καρδιολογική εταιρεία (ESC) ήδη από το 2011 αλλά και πρόσφατα (2014) η ελληνική εταιρεία αθηροσκλήρυνσης αναγνωρίζουν την LDL-χοληστερόλη ως κύριο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου και προτείνουν νέα αυστηρότερα ανώτερα όρια, με σκοπό πάντα τη μείωση εμφάνισης των συνεπειών της αρτηριοσκλήρυνσης. Έτσι για την ολική χοληστερόλη το ανώτατο «φυσιολογικό» όριο είναι πια τα 185 mg/dL, για την LDL-χοληστερόλη αντίστοιχα το 115 mg/dL (για το γενικό πληθυσμό) ή το 100 mg/dL ή το 70 mg/dL σε πιο ειδικές ομάδες, όπως τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη ή άτομα που έχουν ήδη υποστεί ένα έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Για την HDL-χοληστερόλη ο στόχος είναι να βρίσκεται πάνω από 40 mg/dL (άνδρες) ή πάνω από 50 mg/dL (γυναίκες) για να μπορεί να εμφανίζει τον προστατευτικό της ρόλο. Τα τριγλυκερίδια νηστείας πρέπει να είναι κάτω από 150 mg/dL. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι τα νέα αυτά όρια απέχουν σημαντικά από τα όρια που βλέπετε στις εξετάσεις σας από τα διάφορα εργαστήρια, καθώς συχνά δεν έχουν ενημερωθεί για τις νέες αυτές τιμές.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε μια πολύ σημαντική μελέτη που αφορούσε στη χοληστερόλη και στο όφελος από τη μείωσή της. Η μελέτη IMPROVE-IT ανακοινώθηκε στο έγκριτο περιοδικό New England Journal of Medicine απέδειξε επιπρόσθετο όφελος σε άτομα υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου από την περεταίρω μείωση της LDL-χοληστερόλης (από το 70 mg/dL στο ακόμη χαμηλότερο 53 mg/dL) με τη χρήση σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης. Η μελέτη αυτή επισφράγισε την ιδέα ότι όσον αφορά στη χοληστερόλη ισχύει το «όσο πιο χαμηλά τόσο πιο καλά»!
Εάν η LDL-χοληστερόλη σας είναι αυξημένη τότε ο γιατρός θα συστήσει αλλαγή στον τρόπο ζωής (διατροφή και άσκηση) και άν κριθεί απαραίτητο, ο ασθενής θα πρέπει να λάβει φαρμακευτική αγωγή. Η βάση της θεραπείας για την αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων λιπιδίων στο αίμα είναι οι στατίνες, ενώ όπου αυτό δεν είναι αρκετό, χρειάζεται και η προσθήκη δεύτερου φαρμάκου, της εζετιμίμπης.

Ευάγγελος Φουστέρης
M.D., Ph.D
Παθολόγος – Διαβητολόγος
Διδάκτωρ Ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών 



Πηγή: skai.gr