Ο δραπέτης Βασίλης Παλαιοκώστας εξέδωσε βιβλίο για τις αποδράσεις του

Ο «Έλληνας Ρομπέν των φτωχών», ο επικηρυγμένος ληστής τραπεζών Βασίλης Παλαιοκώστας, ο οποίος παραμένει ασύλληπτος από το 2009 μετά την κινηματογραφική απόδρασή του, κυκλοφορεί σήμερα Τετάρτη το βιβλίο του με τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή. Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου» από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων».

Ο Παλαιοκώστας φέρεται να μοίραζε σε φτωχούς και αδύναμους πολίτες χρήματα από τις ληστείες του ενώ ποτέ δεν χρησιμοποίησε το όπλο του εναντίον οποιουδήποτε. Στον καταζητούμενο χρεώθηκαν και άλλες ληστείες, αλλά ο ίδιος τις αρνείται κατηγορηματικά, επιμένοντας ότι έκανε μόνο ληστείες τραπεζών.

Αναφερόμενος στην απαγωγή του επιχειρηματία Χαΐτογλου, ο καταζητούμενος εξηγεί στο βιβλίο του πώς και γιατί την έκανε, ενώ ο ίδιος ο επιχειρηματίας δήλωσε ότι ποτέ δεν τον κακομεταχειρίστηκαν στη διάρκεια της «κράτησής» του. Ωστόσο, η απαγωγή αυτή βάρυνε το ήδη βαρύ κατηγορητήριο με τελική ποινή 58 χρόνια κάθειρξη

Η «Εφημερίδα των Συντακτών» εξασφάλισε προδημοσιεύσεις του βιβλίου του επικηρυγμένου με 1.000.000 ευρώ και καταζητούμενου από την Ιντερπόλ δραπέτη.

Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Βασίλη Παλαιοκώστα: 

Τα δέκα επιπλέον στημένα κατηγορητήρια

«Απ’ τον Δεκέμβρη του ’91 ως τον Απρίλη του ’92 κι απ’ τις αρχές φθινοπώρου του ίδιου έτους ως τον Απρίλη του ’95, εγώ κι ο Νίκος βρισκόμασταν εκτός Ελλάδος. Για την πρώτη χρονική περίοδο δεν έχω αποδείξεις, μόνο μαρτυρίες. Για τη δεύτερη ατράνταχτες. Οι αποδείξεις αυτές βρίσκονται ήδη στα χέρια της ΕΛ.ΑΣ. απ’ τον Αύγουστο του ’08. Κατά τη σύλληψή μου στο σπίτι-καταφύγιο στη Σουρωτή, ανάμεσα σε άλλα γνήσια έγγραφα (όπως ταυτότητα), η αστυνομία βρήκε και κατάσχεσε και το βραζιλιάνικο διαβατήριό μου, το οποίο στο εσωτερικό του έχει σφραγίδες εισόδου και εξόδου είκοσι και πλέον χωρών στις οποίες και ταξίδεψα όλη εκείνη την περίοδο», αναφέρει ο επικηρυγμένος ληστής σχετικά με τα «στημένα», όπως τα χαρακτηρίζει, 10 επιπλέον κατηγορητήρια και συνεχίζει:

«Μέσα απ’ το βιβλίο μου, που είναι και η μόνη πρόσβαση που μπορώ να έχω στο δημόσιο λόγο ζώντας ως καταζητούμενος, προκαλώ την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. να δώσει στη δημοσιότητα το συγκεκριμένο διαβατήριο (έτσι όπως είναι, χωρίς καμιά παρέμβαση), το οποίο κράτησαν κρυφό τόσα χρόνια όλοι οι προκάτοχοί τους για να μην αποκαλυφθεί με πόση ευκολία στήνονται αλλεπάλληλα κατηγορητήρια σε βάρος καταζητούμενων, και όχι μόνο».

«Ελπίζω οι εισαγγελικές αρχές να βρουν τη χαμένη τους αξιοπρέπεια και να πράξουν το αυτονόητο. Να ερευνήσουν όλες τις πτυχές αυτού του θέματος. Όχι για να καταλογιστούν ευθύνες (είναι το τελευταίο που με απασχολεί και έχει σημασία), αλλά για να ενημερωθεί ο πολίτης τι σκατά συμβαίνει πίσω απ’ το χαλύβδινο προστατευτικό παραπέτασμα, όπου δρουν ανεξέλεγκτες διωκτικές αρχές, και ποιες παραθεσμικές μεθόδους κι αθέμιτα μέσα χρησιμοποιούν όλοι εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση του συντάγματος», συμπληρώνει και καταλήγει:

«Ας είναι ένα είδος ηθικής κάθαρσης για τα δέκα επιπλέον στημένα κατηγορητήρια που οι ίδιοι εκδικάσανε και τις οχτώ-δέκα καταδικαστικές αποφάσεις, που φόρτωσαν στην πλάτη μου εκατό-εκατόν πενήντα επιπλέον χρόνια κάθειρξης. Οι παραπάνω αριθμοί είναι κατά προσέγγιση. Πέντε πάνω, πέντε κάτω... Ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια; Αυτά είναι λεπτομέρειες για το ελληνικό δίκαιο!».

Η απόδραση από τον Κορυδαλλό

Ο καταζητούμενος επί δέκα χρόνια από την ΕΛΑΣ αναφέρεται και στα τελευταία λεπτά και όσα συνέβησαν σε αυτά, πριν από την απόδρασή του από τον Κορυδαλλό με ελικόπτερο, αφήνοντας έκθετη την Αστυνομία.

«Υπολογίσαμε την ώρα και φύγαμε μαζί απ’ το κελί μου. Ο Αλκέτ γύρω από τη μέση του και κάτω από το μπλουζάκι του είχε μια αλυσίδα και ένα λουκέτο. Εγώ κράταγα μια πλαστική σακούλα που μέσα είχε μια μεγάλη κόκκινη σημαία μεταξοτυπία. Είχαμε επίσης από ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι για τυχόν ήρωες. Φτάσαμε και σταθήκαμε πως δήθεν κουβεντιάζουμε μέσα απ’ την κιγκλιδωτή πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο. Δεν πέρασαν δυο λεπτά, όταν είδαμε στον ορίζοντα και στο ύψος του Κηφισού περίπου το ελικόπτερο να κατευθύνεται βόρεια και κάποια στιγμή το χάσαμε απ’ τα μάτια μας. Μπήκα στα μπάνια που ήταν ακριβώς απέναντί μας και προσπάθησα να καλέσω τον μικρό στο κινητό. Δεν απαντούσε. Βγαίνοντας, ήρθε στα αυτιά μου βαρύς υπόκωφος ήχος. "Πάμε, φίλε, έρχονται", μου είπε ο Αλκέτ», περιγράφει γλαφυρά.

Και συμπληρώνει: «Οι αισθήσεις μας βρίσκονταν σε ύψιστο συναγερμό. Η αδρεναλίνη έσπαγε κοντέρ. Όλα φαίνονταν να εξελίσσονται σε αργή κίνηση, σε μια τρισδιάστατη εικονική πραγματικότητα. Ένιωθα πως έβλεπα το κάθε γύρισμα του έλικα, τον κάθε κόκκο άμμου που πεταγόταν στον αέρα και αισθανόμουν το κάθε κύμα ήχου να χτυπά τα τύμπανα των αυτιών μου. Για μερικά δεύτερα το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη μέχρι να μπούμε και αμέσως ξεκίνησε την άνοδο με ακόμη πιο θορυβώδη τρόπο. Σε λίγο, αφήναμε πίσω μας το κτιριακό συγκρότημα του Κορυδαλλού, πετώντας προς τη γλυκιά ελευθερία. Οι πιτσιρικάδες δεν χαλάρωσαν λεπτό, ακόμη απειλούσαν με το πιστόλι και τη χειροβομβίδα τον πιλότο φοβερίζοντάς τον».

Η απαγωγή Χαΐτογλου

Κατά τον Παλαιοκώστα, η απαγωγή του επιχειρηματία Χαΐτογλου έγινε όχι για την κάλυψη των εξόδων που θα τον βοηθούσαν να διατηρήσει την ελευθερία του, αλλά επειδή είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την Ελλάδα για πάντα.

«Το χρήμα για εμάς είχε αξία μόνο όσον αφορά την κάλυψη των εξόδων που μας χρειάζονταν για να διατηρούμε την ελευθερία μας (που δεν ήταν λίγα). Τέτοια έξοδα μπορούσαν να καλυφθούν από μια ληστεία τράπεζας το χρόνο, αν δεν είχαμε σκοπό να το κουνήσουμε απ’ την Ελλάδα. Η απαγωγή επιλέχθηκε ακριβώς γιατί είχαμε αποφασίσει να την εγκαταλείψουμε για πάντα. Αφού ο λαός δεν είχε τη διορατικότητα και το σθένος να ξεσηκωθεί, να φορτώσει τα βρωμερά τρωκτικά των οικονομικοπολιτικών δυναστειών που μολύνουν αυτό τον τόπο σε ένα κρουαζιερόπλοιο (τόσα έχουν) κι αν όχι να το βυθίσει μεσοπέλαγα (ας μην μολύνουμε τις θάλασσές μας), να τα διώξει ως ανεπιθύμητα απ’ τη χώρα, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ταξιδέψουν στους οικονομικούς τους παραδείσους ροκανίζοντας τα κλεμμένα, παρά προσπαθούσε να τους μοιάσει στην μπαμπεσιά, μας εξανάγκαζαν εκείνα να ξενιτευτούμε! Κι αφού θα μας διώχνανε για πάντα απ’ τον τόπο μας, κάποιο τρωκτικό έπρεπε να πληρώσει απ’ τα κλεμμένα του που ούτως ή άλλως ποτέ δεν θα επέστρεφε στον ελληνικό λαό», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πηγή: Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών