Παρέμβαση Μεσσηνίας: Δεν μπορεί να διεκδικήσει Μητρόπολη Τιτουλάριος

Εν αμφιβόλω θέτει την υποψηφιότητα του Επισκόπου Σαλώνων κ. Αντωνίου για τη θέση του νέου Μητροπολίτου Γλυφάδας, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, προειδοποιώντας για νομικά κένα που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε ακυρότητα εκλογής.

Λίγες ημέρες πριν από την έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας στις 19 Μαρτίου, με αφορμή την κάλυψη των τριών κενών θέσεων μητροπολιτών, ο ιεράρχης εξηγεί πως, αν εκλεγεί κάποιος από τους επισκόπους Κορωνείας, Διαυλείας, Σαλώνων, Τανάγρας και Θαυμακού, τότε, θα δημιουργηθούν νομικά ζητήματα.

Το γνωμοδοτικό σημείωμα του μητροπολίτη Μεσσηνίας αναφέρει:

Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,

1. Όπως προκύπτει από την από 16 Μαρτίου 1977 Εισηγητική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου «Περί κυρώσεως του Κώδικος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», η οποία κατατέθηκε στην Βουλή των Ελλήνων, μεταξύ των μεταβολών που επήρχοντο με τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (δηλαδή τον Ν. 590/31-5-1977), συμπεριλαμβανόταν και η σαφής και αδιαμφισβήτητη κατάργηση των αντικανονικών θεσμών του Βοηθού Επισκόπου, του Τιτουλαρίου Επισκόπου και του Τιτουλαρίου Μητροπολίτου (βλ. εδ. στ΄ της Εισηγητικής Εκθέσεως: Κατηργήθη ? αντικανονικός θεσμός των Τιτουλαρίων Μητροπολιτών ? Επισκόπων και των Βοηθών λεγομένων Επισκόπων»).

Ουσιαστικώς, δηλαδή, ο Έλληνας νομοθέτης (με την συγκατάθεση και προτροπή της τότε Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος) επαίρεται ότι μέσω του πνεύματος του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος τίθεται εκτός πλαισίου λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος η μέχρι τότε πρακτική αυτής ορισμού Βοηθών Επισκόπων, καθώς και Τιτουλαρίων Επισκόπων και Τιτουλαρίων Μητροπολιτών, θεσμός ο οποίος κρίνεται από τον Έλληνα νομοθέτη ως αντικανονικός.

Πρόκειται, λοιπόν, περί μιας πρακτικής, η οποία θεωρείται από τον Έλληνα νομοθέτη -και με τη σύμφωνη βεβαίως γνώμη της Εκκλησίας της Ελλάδος- λήξασα άπαξ διά παντός και μηδέποτε στο μέλλον επαναληφθησόμενη.

Όμως, κατά τον χρόνο της συντάξεως του νέου Καταστατικού Χάρτη, υπήρχαν Αρχιερείς, οι οποίοι κατά την μέχρι τούδε ισχύουσα πρακτική έφεραν την ιδιότητα του Τιτουλαρίου Επισκόπου και του Τιτουλαρίου Μητροπολίτου και συνιστούσαν εν τοις πράγμασι την συνέχεια μιας κατά τα λοιπά τερματισθείσης καταστάσεως (Βρεσθένης Δημήτριος, Ανδρούσης Αναστάσιος, Ευρίπου Βασίλειος, Αχελώου Ευθύμιος). Ως συμπλήρωμα, λοιπόν, της διακηρύξεως αυτής και ως επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η πρακτική αυτή θα αποτελούσε πλέον παρελθόν για την Εκκλησία της Ελλάδος, θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρου 25 πργφ. 2 κατά την οποία οι μέχρι την έναρξη της ισχύος του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος Τιτουλάριοι Επίσκοποι και Τιτουλάριοι Μητροπολίτες θα είχαν κατ' εξαίρεσιν, άνευ δηλαδή εγγραφής αυτών στον κατάλογο των προς αρχιερατεία εκλογίμων, το δικαίωμα εκλογής σε κάποια εκ των Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Εκλόγιμοι επίσης είναι άνευ εγγραφής εις κατάλογον οι καθ? οιονδήποτε τρόπον σχολάζοντες Μητροπολίται της Εκκλησίας της Ελλάδος, και οι Βοηθοί Επίσκοποι, ως και οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος Τιτουλάριοι Μητροπολίται και Επίσκοποι». Για το λόγο αυτό και υποσημειούται χαρακτηριστικά στον εκάστοτε «Κατάλογο των προς Aρχιερατεία Eκλογίμων», ότι : «Προκειμένης εκλογής Μητροπολίτου προς πλήρωσιν χηρεύοντος Μητροπολιτικού Θρόνου, εκλόγιμοι είναι επίσης, συνωδά τη παραγράφω 2 του άρθρου 25 του Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», άνευ εγγραφής εις τον Κατάλογον, οι καθ' οιονδήποτε τρόπον σχολάζοντες Μητροπολίται της Εκκλησίας της Ελλάδος και οι Βοηθοί Επίσκοποι, ως και οι κατά την έναρξιν ισχύος του Νόμου 590/1977 Τιτουλάριοι Μητροπολίται και Επίσκοποι».

Παρά ταύτα, η Εκκλησία της Ελλάδος «παρέβλεψε» την διακήρυξη αυτή και επανέφερε προ ετών την πρακτική του ορισμού Τιτουλαρίων Επισκόπων και Τιτουλαρίων Μητροπολιτών, εκλέγοντας αρχιμανδρίτες «τιμής ένεκεν, ανταμοιβής ώσπερ των αυτοίς πεπολιτευμένων, ψιλώ ονόματι».

2. Το ερώτημα που εγείρεται εν προκειμένω, είναι το εξής: Οι υπό την ισχύ του νέου Καταστατικού Χάρτη Τιτουλάριοι Επίσκοποι και Μητροπολίτες έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε Ιερά Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος;

Κατά το «πνεύμα αλλά και το γράμμα» της διατάξεως του άρθρου 25 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη, η απάντηση είναι αρνητική, καθόσον η διάταξη αναφέρεται στους Τιτουλαρίους Επισκόπους και Μητροπολίτες που υπήρχαν κατά την έναρξη ισχύος του (τότε) νέου Καταστατικού Χάρτη, δηλαδή στις 31 Μαΐου 1977 (ημέρα δημοσιεύσεως στο Φ.Ε.Κ.), και όχι στους μεταγενεστέρους της ημερομηνίας αυτής. Γι' αυτό και όλες οι εκλογές Μητροπόλεων (Πειραιώς, Κεφαλληνίας, Λευκάδος και Ιθάκης), στις οποίες συμμετείχαν οι 4 ανωτέρω, προ τις 31-5-1977, Τιτουλάριοι ήταν κανονικές, ενώ οι νυν υπάρχοντες Τιτουλάριοι Επίσκοποι και Μητροπολίτες δεν δύνανται να είναι εκλόγιμοι κατ' εξαίρεσιν σε Ιερά Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η ως άνω διάταξη, είναι στερεώς συνυφασμένη με την διακήρυξη, η οποία διατυπώθηκε στην Εισηγητική Έκθεση για τον νέο Καταστατικό Χάρτη, δηλαδή ο σκοπός για τον οποίον θεσπίσθηκε αυτή η διάταξη, ήταν ακριβώς η έμπρακτη επιβεβαίωση της λήξεως της αντικανονικής πρακτικής ορισμού Τιτουλαρίων Επισκόπων και Τιτουλαρίων Μητροπολιτών, όπως αυτή διατυπώνεται στην διακήρυξη της Εισηγητικής Εκθέσεως.

Η παραπάνω διάταξη (Ν. 590 (ΦΕΚ Α΄ 146/31.5.1977) «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», άρθρο 27) τροποποιήθηκε με τις παρακάτω διατάξεις όπου συστήνονται νέες θέσεις Βοηθών Επισκόπων και στους οποίους δίδεται η δυνατότητα νομιμοποίησης τους προκειμένου να εκλεγούν σε θέσεις κενών Ιερών Μητροπόλεων. Ν. 2817 (ΦΕΚ 78 τ. Α'/14-3-2000 ) «Εκπαίδευση ατόµων µε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και άλλες διατάξεις», άρθρο 15 «3. θέσεις Βοηθών Επισκόπων για τις ακόλουθες επιτελικές θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος: α) του Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου, β) του Διευθυντή του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γ) του Διευθυντή του Διορθόδοξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος.»

N. 4521 (ΦΕΚ 38 τ. Α'/2-3-2018) «Ίδρυση Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και άλλες διατάξεις», άρθρο 44 Θέµατα Εκκλησίας της Ελλάδος, «δ) του εκπροσώπου επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος», ως 4η θέση Βοηθού Επισκόπου για επιτελική θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ν. 590 (ΦΕΚ 146 τ. Α΄/31-5-1977) «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» άρθρο 27, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 1951/1991 (ΦΕΚ 84 τ. Α΄/31.5.1991): «1. Δημιουργούνται 4 νέες θέσεις Βοηθών Επισκόπων στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, οι οποίοι εκλέγονται από τον Κατάλογο των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ύστερα από πρόταση του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

2. Δημιουργούνται επίσης έξι (6) θέσεις Βοηθών Επισκόπων, οι οποίοι εκλέγονται κατά τα δια της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδικώς οριζόμενα. Οι παραπάνω θέσεις Βοηθών Επισκόπων πληρούνται υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση και πρόταση Μητροπολίτου, η Ιερά Μητρόπολη του οποίου έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από 50.000 ή η εδαφική διαμόρφωση όπως και όταν η πληθυσμιακή σύνθεση αυτής είναι ιδιάζουσαι, και δικαιολογούν την παρουσία Βοηθού Επισκόπου στη συγκεκριμένη Μητρόπολη.

N. 4521 (ΦΕΚ 38 τ. Α'/2-3-2018) «Ίδρυση Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και άλλες διατάξεις», άρθρο 44 Θέµατα Εκκλησίας της Ελλάδος: «2. Οι συσταθείσες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 146) θέσεις Βοηθών Επισκόπων, στις οποίες εξελέγησαν οι Επίσκοποι Αχελώου και Ευρίπου, µετά την κένωσή τους διατηρούνται ως θέσεις Βοηθών Επισκόπων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και διέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 4 του άρθρου 27 του ν. 590/1977 (Α΄ 146)».

'Αρα βάσει των ανωτέρω και σύμφωνα με την μέχρι σήμερα ισχύουσα νομοθεσία oι θεσμοθετημένες θέσεις Βοηθών Επισκόπων είναι ΜΟΝΟΝ 16 :

Α) Οι 4 θέσεις Βοηθών Επισκόπων για τις ακόλουθες επιτελικές θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος: α) του Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου, β) του Διευθυντή του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γ) του Διευθυντή του Διορθόδοξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος και δ) του εκπροσώπου επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Β) Οι 4 θέσεις Βοηθών Επισκόπων στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών.

Γ) Οι 6 θέσεις Βοηθών Επισκόπων Επαρχιών.

Δ) Οι µετά την κένωσή τους 2 θέσεις Βοηθών Επισκόπων, στις οποίες εξελέγησαν οι Επίσκοποι Αχελώου και Ευρίπου, και οι οποίοι 16 Βοηθοί Επίσκοποι εξακολουθούν να είναι εκλόγιμοι βάσει του Ν. 2817 (ΦΕΚ 78 τ. Α'/14-3-2000) «Εκπαίδευση ατόµων µε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και άλλες διατάξεις», άρθρο 15: «στ) Οι Βοηθοί Επίσκοποι εξακολουθούν να είναι και μετά την εκλογή τους εκλόγιμοι για πλήρωση χηρεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως.»

Τέλος νομοθετημένη θέση Τιτουλαρίου Επισκόπου είναι και αυτή του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α.Ν 976, ΦΕΚ 58 τ. Α΄/ 21-2-1946, «Περί Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», άρθρο 7, «2. Την θέσιν του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος καταλαμβάνει Μητροπολίτης εκ των εν ενεργεία, παραιτούμενος της Μητροπόλεως του ή και εκ των σχολαζόντων. Εις αμφοτέρας τας ανωτέρω περιπτώσεις ο τοποθετούμενος εις την θέσιν του Γενικού Διευθυντού Μητροπολίτης, θεωρείται κατά τα λοιπά ως εν ενεργεία διατελών. Εν ελλείψει τοιούτου Μητροπολίτου, χειροτονείται ειδικώς διά την θέσιν ταύτην Τιτουλάριος Επίσκοπος ή διορίζεται Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής».

Όλοι οι υπόλοιποι Τιτουλάριοι Μητροπολίτες και Επίσκοποι (Κορωνείας, Διαυλείας, Σαλώνων, Θαυμακού και Τανάγρας), οι οποίοι δεν εξελέγησαν σε νομοθετημένες θέσεις Τιτουλαρίων Επισκόπων η Μητροπολιτών αλλά «υψηλώ τω τίτλω», βάσει νόμου δεν είναι εκλόγιμοι (βλ. άρθρο 25 πργφ. 2 του Ν. 590 (ΦΕΚ 146 τ. Α΄/31-5-1977) «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος»: «Εκλόγιμοι επίσης είναι άνευ εγγραφής εις κατάλογον οι καθ? οιονδήποτε τρόπον σχολάζοντες Μητροπολίται της Εκκλησίας της Ελλάδος, και οι Βοηθοί Επίσκοποι, ως και οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος Τιτουλάριοι Μητροπολίται και Επίσκοποι» και άρθρο 15, στ Ν. 2817 (ΦΕΚ 78 τ. Α'/14-3-2000) «Εκπαίδευση ατόµων µε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και άλλες διατάξεις»: «Οι Βοηθοί Επίσκοποι εξακολουθούν να είναι και μετά την εκλογή τους εκλόγιμοι για πλήρωση χηρεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως», διάταξη η οποία αναφέρεται στις νομοθετημένες θέσεις Βοηθών Επισκόπων.

Χαρακτηριστική τέλος είναι η εμμονή του νομοθέτη ως προς την μη νομιμοποίηση με οποιοδήποτε τρόπο εκλεγέντων «άνευ εξουσιοδότησης νόμου» Τιτουλαρίων Επισκόπων ώστε στη πργρφ. 2 του άρθρου 42 του Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» επισημαίνει: «Εις περιπτώσεις καθ' ας ήθελεν ανατεθή διοικητικόν η εκκλησιαστικόν έργον εις κληρικόν φέροντα τον επισκοπικόν βαθμόν, δεν παρέχεται δια του παρόντος νομοθετική εξουσία προς σύστασιν αντιστοιχου οργανικής θέσεως Βοηθού Επισκόπου, Τιτουλαρίου Επισκόπου ή Τιτουλαρίου Μητροπολίτου». Με την παρούσα διάταξη συνεπάγεται επίσης ότι η «κτήσις» μη νομοθετημένης θέσης Βοηθού Επισκόπου δεν προσπορίζει στον εκλελεγμένο Επίσκοπο διοικητική αρμοδιότητα ως μη κατέχοντα οργανική θέση προβλεπόμενη από πολιτειακές διατάξεις (πρβλ. Β.Κ.Μάρκου, «Ο θεσμός των τιτουλαρίων Αρχιερέων στην Εκκλησία της Ελλάδος», εν Νομοκανονικά ΙΑ' (2013), σελ. 33-79, όπου και η σχετική βιβλιογραφία).

Επανεισάγοντας λοιπόν η Εκκλησία της Ελλάδος τον θεσμό των Τιτουλαρίων Επισκόπων και Μητροπολιτών σε μη θεσμοθετημένες θέσεις «εκτός νόμου», αποδέχεται και αυτή αλλά και οι εκλεγέντες Τιτουλάριοι, τη μη δυνατότητα περαιτέρω προαγωγής τους σε Ιερά Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν δύνανται δε να είναι εκλόγιμοι ούτε κατ' εξαίρεσιν σε Ιερά Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος.

3. Αν κάτι τέτοιο ήταν επιθυμητό, στο πέρασμα τόσων ετών από την εκλογή τους θα είχε μεριμνήσει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος να τροποποιήσει τις παραπάνω απαγορευτικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, ουδέποτε όμως θέλησε να προαγάγει έτι περαιτέρω τους Τιτουλαρίους, αλλά απλά να τους τιμήσει για το έργο και την προσφορά τους απονέμοντας τους τον τίτλο «ψιλώ ονόματι» και τίποτε παραπάνω.

Τυχόν δε εκλογή τους σε κάποια Ιερά Μητρόπολη θα εμπλέξει την Εκκλησία της Ελλάδος και την Ιερά Μητρόπολη στην οποία θα εκλεγούν, σε μια δίνη δικαστικών προσφυγών και ακυρώσεων, σε περίπτωση που ο Υπουργός Παιδείας και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράψουν το Προεδρικό Διάταγμα της εκλογής τους σε κάποια Ιερά Μητρόπολη.

Αν και το πιθανότερο είναι να μην προβούν καν στην έκδοσή του, μιας και η Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας ή η Νομική Υπηρεσία της Προεδρίας της Δημοκρατίας ή η Νομική Υπηρεσία του Εθνικού Τυπογραφείου και της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης κατά τον έλεγχο νομιμότητας που θα διεξαγάγουν, ως εκ του νόμου υποχρεούνται πριν την δημοσίευση κάθε ΦΕΚ, προφανώς θα εντοπίσουν το κώλυμα και θα επιστρέψουν ως μη δημοσιευταίο το σχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος της εκλογής, με καταστροφικές συνέπειες.

Εγείροντας έτσι έναν κυκεώνα προβλημάτων (αποίμαντη Μητρόπολη, άλλος θα χειροτονηθεί άλλος μετά θα αναγνωρισθεί από το Κράτος, οι τυχόν αποφάσεις του πρώτου θα είναι άκυρες, θα υπάρχουν «πρώην» Μητροπολίτες κλπ) που δεν θα είναι προς το συμφέρον της Εκκλησίας. Το όλο ζήτημα δεν είναι τα πρόσωπα αλλά η διαφύλαξη του κύρους και των αποφάσεων της ΙΣΙ και το αξιόπιστο των αρχιερατικών εκλογών.


Πηγή: skai.gr