Οι αυξήσεις στα επιτόκια «φρενάρουν» τις επισκέψεις στα γκισέ των τραπεζών για νέα δάνεια

Σύμφωνα με την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2022 – με εξαίρεση το α' τρίμηνο – παρατηρήθηκε μείωση της ζήτησης των στεγαστικών δανείων.

Χρυσόστομος Τσούφης

Οι απανωτές αυξήσεις επιτοκίων στις οποίες έχει προβεί η ΕΚΤ από τον περσινό Ιούλιο, έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους «φρενάροντας» τους επίδοξους δανειολήπτες τουλάχιστον όσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια.  

Σύμφωνα με την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2022 – με εξαίρεση το α' τρίμηνο – παρατηρήθηκε μείωση της ζήτησης των στεγαστικών δανείων εξαιτίας της γενικής αύξησης των επιτοκίων και της επιδείνωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρά το γεγονός ότι οι προοπτικές της αγοράς ακινήτων έχουν βελτιωθεί και συνεχίζουν να βελτιώνονται.

Κάπως έτσι και – παρότι υπήρξε αυξημένη ζήτηση για καταναλωτικά δάνεια – ο ρυθμός δανειοδότησης παρέμεινε αρνητικός και το 2022 και τους πρώτους 3 μήνες φέτος. Κι όλα παρά το γεγονός ότι όπως αναφέρει η κεντρική τράπεζα, οι τράπεζες χαλάρωσαν λίγο τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζουν ποιον θα δανείσουν.  

Η επεξεργασία των στοιχείων για τα δάνεια σε φυσικά πρόσωπα, ελεύθερους επαγγελματίες ή ατομικές επιχειρήσεις που εξασφαλίζονται με οικιστικά ακίνητα ( δίνονται δηλαδή με υποθήκη κάποιο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως κατοικία και μπορεί να είναι στεγαστικά, καταναλωτικά, επισκευαστικά) δείχνει ότι συνήφθησαν 14.074 τέτοιες δανειακές συμβάσεις και εκταμιεύθηκαν συνολικά 1,1δισ€ , 42% περισσότερα από τη χρονιά του 2021 – όταν και η οικονομία ήταν κλειστή – αλλά πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο πριν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.  

Η ΤτΕ πέρασε από ...κόσκινο τις δανειακές αυτές συμβάσεις και διαπίστωσε ότι σε ποσοστό 71,4% μπορούν να καταταχθούν στην ομάδα χαμηλού κινδύνου , έχουν συναφθεί δηλαδή με δανειολήπτες που έχουν επαρκές εισόδημα και ικανοποιητική ικανότητα εξυπηρέτησης της. Το 27,5% χαρακτηρίζονται ως μεσαίου κινδύνου και μόλις το 1,1% είναι δάνεια υψηλού κινδύνου. Με βάση την ανάλυση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα συμπεραίνει ότι οι Ελληνικές τράπεζες ακολουθούν επί του παρόντος συνετές πρακτικές δανεισμού. 

Σχεδόν όλα τα δάνεια αυτού του τύπου – 97% - προορίζονται για την αγορά ακινήτων για ιδιοκατοίκηση. 3% προορίζονται για αγορά ακινήτων προς εκμίσθωση. 2 στα 3 δάνεια έχουν μια αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου που ξεπερνά τα 10 χρόνια ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη προστασία του δανειολήπτη απέναντι στις αυξήσεις των επιτοκίων.

Η μέση διάρκεια του δανείου είναι 23 χρόνια.

Τα περισσότερα – 4 στα 10 – είναι από 15 έως 25 έτη και μόλις το 5% έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 30 ετών.  

Φυσικά το 95% των δανείων αυτών δόθηκε από τις 4 συστημικές τράπεζες. Το ύψος του δανείου κατά μέσο όρο ανερχόταν στο 63% της αξίας του ακινήτου κατά τη στιγμή της έκδοσης. 

1/4 δάνεια ήταν μικρότερο ή ίσο με το 50% της αξίας του ακινήτου και 9/10 ήταν μικρότερα ή ίσα με το 80% της αξίας του ακινήτου. Το 4ο τρίμηνο του έτους ένα μέσο δάνειο με εξασφάλιση οικιστικό ακίνητο είχε ύψος 82.700€. 

Πηγή: skai.gr