Κλείσιμο

Οι προτάσεις Γαλλίας και Γερμανίας για οικονομική βοήθεια ενόψει Eurogroup

Τα – σημαντικά – σημεία σύγκλισης αλλά και απόκλισης μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας σχετικά με τα εργαλεία διαχείρισης της νέας οικονομικής κρίσης αποτυπώνονται στα non-papers των δύο χωρών εν όψει της κρίσιμης τηλεδιάσκεψης του Eurogroup την προσεχή Τρίτη. Η πιο σημαντική διαφορά αφορά το ταμείο, με τη δυνατότητα έκδοσης ευρωομολόγων, που έχει προτείνει το Παρίσι για την επόμενη μέρα – το οποίο το Βερολίνο δεν είναι έτοιμο να υιοθετήσει.

Σύμφωνα με τα έγγραφα, που βρίσκονται στη διάθεση της «Κ», οι δύο χώρες συμφωνούν στη χρήση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) χωρίς ιδιαίτερα απαιτητικούς όρους – κάτι το οποίο είπαν χθες σε δημόσιες δηλώσεις τους και οι δύο υπουργοί Οικονομικών (Λεμέρ και Σόλτζ). Συγκεκριμένα το γερμανικό non-paper αναφέρει ότι «αν χρειαστεί» θα επιστρατευθεί ο ESM «ως δίχτυ ασφαλείας για τα κράτη-μέλη των οποίων η χρηματοοικονομική ισχύς θα μπορούσε να αμφισβητηθεί». Θα γίνει χρήση όλης της ευελιξίας που παρέχει το καταστατικού του Μηχανισμού «για να αποφύγουμε στο βαθμό του εφικτού την αυστηρή μακροοικονομική αιρεσιμότητα» στην παροχή της πιστωτικής γραμμής. Οι βασικοί όροι θα είναι οι πόροι να εστιάσουν στην άμβλυνση των συνεπειών της πανδημίας. Οι όροι «δεν θα τεθούν ατομικά για κάθε χώρα, αλλά για όλες τις χώρες του ευρώ […], από κοινού και εκ των προτέρων». Η γερμανική πλευρά επιμένει στο 2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας ως ανώτατο όριο των προγραμμάτων, και σημειώνει ότι η προσφυγή στον ESM «επί της αρχής θα δημιουργούσε πρόσβαση στο πρόγραμμα OMT της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας». 

Το γαλλικό έγγραφο αναφέρεται κι αυτό σε «τυποποιημένο μνημόνιο» που «δεν θα δημιουργεί στίγμα για καμία χώρα», με την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους να λαμβάνει χώρα στο αρχικό στάδιο που κρίνεται η παροχή της πιστωτικής γραμμής. Το συνολικό μέγεθος «πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο», φτάνοντας «τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης» (περίπου 240 δισ. ευρώ). Η διάρκεια των δανείων «πρέπει να φτάνει ως τα 10 έτη».

Σχετικά με την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα, η Γερμανία προτείνει «πόρους εγγύησης πιστώσεων» ως και 50 δισ. για τη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Για την υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος, πέρα από τις εγγυήσεις του κοινοτικού προϋπολογισμού, η γερμανική πλευρά δηλώνει έτοιμη «να εξετάσει επιπρόσθετες διμερείς εγγυήσεις προς την ΕΤΕπ αν κριθούν αναγκαίες».

Το Παρίσι προτείνει, μέσω ενός ταμείου εγγυήσεων 25 δισ. ευρώ, να κινητοποιήσει δανειακούς πόρους ύψους 200 και πλέον δισ. ευρώ, για «μικρομεσαίες, μεσαίου μεγέθους και μεγάλες επιχειρήσεις». Το γαλλικό non-paper προσθέτει ότι «μία ανακεφαλαιοποίηση της ΕΤΕπ θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για να αυξηθεί η δύναμη πυρός της».

Τέλος, διαφορετική είναι η προσέγγιση στο ζήτημα της επιδότησης της εργασίας και του προγράμματος SURE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με δάνεια 100 δισ. προς τα κράτη-μέλη για το σκοπό αυτό. Οι Γερμανοί σημειώνουν ότι θα εξετάσουν το σχέδιο της Επιτροπής με σκοπό «να ληφθεί η απόφαση επ’ αυτού κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου» (σ.σ.: δεύτερο εξάμηνο του 2020). Οι Γάλλοι αναφέρονται σε ένα πρόγραμμα που μοιάζει πολύ με αυτό της Κομισιόν – αλλά κάνουν αναφορά και στη μονιμοποίηση ενός τέτοιου μηχανισμού, βάσει του άρθρου 175 της ΣΛΕΕ (όπου οι πόροι θα χορηγούνται ως μεταβιβάσεις, όχι ως δάνεια).

Σχετικά με το νέο ταμείο για την ανάκαμψη που προτείνει η Γαλλία, το non-paper αναφέρει ότι πρόκειται για μία «έκτακτη κρίση» που απαιτεί «έκτακτη αλληλεγγύη» για το «συντονισμό της αναγκαίας οικονομικής τόνωσης που θα χρειαστεί για την επανέναρξη της ευρωπαϊκής οικονομίας». Το ταμείο, υπό τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «θα εκδίδει ομόλογα με την κοινή και εις ολόκληρον εγγύηση των κρατών-μελών της Ε.Ε.» Τα κριτήρια για τη χρηματοδότηση χωρών από το συγκεκριμένο ταμείο «πρέπει να αντανακλούν την οικονομική ζημιά που έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Covid-19». Η εξυπηρέτηση του χρέους του ταμείου, σύμφωνα με τη γαλλική πρόταση, μπορεί να καλυφθεί είτε με έναν έκτακτο «φόρο αλληλεγγύης» είτε με αυξημένες εισφορές από τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών. Στο έγγραφο δεν υπάρχει αναφορά στο μέγεθος του ταμείου, ούτε στη νομική βάση για τη σύστασή του.