ΟΟΣΑ: Η ανάκαμψη ήλθε, αλλά κρύβει φτώχεια, φόρους και έλλειψη επενδύσεων

Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει, όμως πίσω από την ανάπτυξη βρίσκονται υψηλά επίπεδα φτώχειας, σοβαρά προβλήματα στην αγορά εργασίας, υπερφορολόγηση και μεγάλη έλλειψη επενδύσεων, όπως προκύπτει από την νεότερη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για την χώρα μας.

Ο Οργανισμός καλεί την Αθήνα να στραφεί σε αναπτυξιακές πολιτικές για την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους έως το 2060, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, στον εξορθολογισμό των δημόσιων δαπανών και στην βελτίωση της δημόσιας διοίκησης.

Τέτοιες πολιτικές, σε συνδυασμό με την καταπολέμηση της διαφθοράς και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, αποτελούν «κλειδιά» για την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση της παραγωγικότητας, που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε αναβάθμιση των βιοτικών συνθηκών.

Επενδυτικό κενό

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ καταδεικνύουν πως στο τέλος του περασμένου έτους οι επενδύσεις ήταν σχεδόν 50% μικρότερες σε σχέση με τα επίπεδα του 2009, ισοδυναμώντας μόλις με το 15% της οικονομικής δραστηριότητας – περίπου πέντε μονάδες κάτω από τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μολονότι οι μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών έχουν βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον, η Ελλάδα παραμένει ουραγός ανάμεσα στα 35 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ στην ευκολία του επιχειρείν, με τον Οργανισμό να καλεί την κυβέρνηση να πράξει περισσότερα ώστε να καταπολεμήσει δομικά εμπόδια.

Η έκθεση προτρέπει την Αθήνα να βελτιώσει την ποιότητα των ρυθμιστικών Αρχών που εποπτεύουν την αγορά, κάνοντας λόγο για «βαριές» ρυθμίσεις και γραφειοκρατία. Ο ΟΟΣΑ τονίζει επίσης πως πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες για καταπολέμηση της διαφθοράς και να αντιμετωπιστεί η παραοικονομία.

Ένας ακόμα επιβαρυντικός παράγοντας είναι ο όγκος των «κόκκινων» δανείων, ο οποίος δυσχεραίνει τη ροή κεφαλαίων προς την πραγματική οικονομία.

Υψηλοί φόροι σε μικρή βάση

Μια από τις προτεραιότητες που θέτει η έκθεση είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με τον ΟΟΣΑ να επισημαίνει ότι τα φορολογικά έσοδα πηγάζουν από την υπερφορολόγηση των λίγων ενώ η φοροδιαφυγή παραμένει ανησυχητικά μεγάλη.

Όπως αναφέρει η έκθεση, οι συντελεστές φορολόγησης των εισοδημάτων, των επιχειρήσεων, των αγαθών και των υπηρεσιών (ΦΠΑ) είναι υψηλότεροι στην Ελλάδα από ό,τι στις υπόλοιπες 22 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι μέλη του ΟΟΣΑ.

Παρά ταύτα, η Ελλάδα εισπράττει αναλογικά λιγότερα χρήματα από τους εταίρους της, που σημαίνει ότι οι συνεπείς επωμίζονται το βάρος και για όσους φοροδιαφεύγουν. Ενδεικτικά, το 2016 η Εφορία εισέπραξε από τα ελληνικά νοικοκυριά άμεσους φόρους που αναλογούσαν περίπου στο 6,3% του ΑΕΠ. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους εταίρους ήταν σχεδόν 10%.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός ζητά κατάργηση διαφόρων εξαιρέσεων στον ΦΠΑ αλλά και σε άλλα πεδία φορολογικών εκπτώσεων ή απαλλαγών.

Δουλειές χαμηλής ποιότητας

Η κατάρρευση των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης συνέβαλε σε μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας και μολονότι η απασχόληση πλέον κινείται ανοδικά, οι περισσότερες από τις θέσεις που δημιουργούνται είναι προσωρινές ή μερικής απασχόλησης.

Ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει επιπλέον πως σε πολλές περιπτώσεις τα προσόντα των εργαζόμενων δεν ταιριάζουν με τις ανάγκες των εργοδοτών τους, με συνέπεια πολλοί να παγιδεύονται σε χαμηλόμισθες θέσεις που δεν απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες.

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις ελληνικές Αρχές είναι πλέον η υλοποίηση προγραμμάτων για επανεκπαίδευση και κατάρτιση. Τέτοιες πρωτοβουλίες μπορούν να βοηθήσουν άνεργους να επιστρέψουν στην αγορά και να βάλουν νέους στον χώρο της εργασίας.

Ωστόσο, όπως φανερώνει η έρευνα, στην Ελλάδα η συμμετοχή σε τέτοια προγράμματα είναι εντυπωσιακά μικρή, καθώς το 2015 ούτε το 1% του εργατικού δυναμικού δεν λάμβανε μέρος.

Φτώχεια και «τρύπια» πρόνοια

Οι πληγές στην αγορά εργασίας οδήγησαν σε δραματική αύξηση της φτώχειας και των στερήσεων, με τους νέους, τις οικογένειες με παιδιά και τους άνεργους να είναι οι πιο ευάλωτες ομάδες.

Το 2016 σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες εκτιμάται πως ζούσε σε καθεστώς ένδειας, με το ποσοστό να ξεπερνά το 25% για τους ανήλικους. Ακόμα και μετά την χορήγηση επιδομάτων ή άλλων μορφών κοινωνικής βοήθειας, το ποσοστό των φτωχών άγγιζε το 15%.

Η ευρύτητα της φτώχειας οφείλεται εν μέρει και στις χρόνιες αδυναμίες του κράτους πρόνοιας, με τον ΟΟΣΑ να επισημαίνει πως η μερίδα του λέοντος των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα αναλογεί σε συντάξεις, ενώ άλλα προγράμματα είναι υπο-χρηματοδοτημένα ή κακο-στοχευμένα.

Τα στοιχεία του Οργανισμού δείχνουν πως τα χρόνια την κρίσης το ποσοστό των ανθρώπων έως 64 ετών που αντιμετώπιζαν υλικές στερήσεις αυξήθηκε κατά 10 έως 15 μονάδες. Αντίθετα, το ποσοστό των συνταξιούχων που βιώνει στερήσεις έχει μείνει σταθερό.
Πηγή: skai.gr - Αλέξανδρος Μαράκης