ΝΔ: Η κυβέρνηση αναγκάζει χιλιάδες επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν την Ελλάδα

Το φαινόμενο της «μετανάστευσης» ελληνικών επιχειρήσεων κι επαγγελματιών σε τρίτες χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, βάζουν στο «κάδρο» 31 βουλευτές της ΝΔ, επιρρίπτοντας την ευθύνη στην κυβέρνηση, την οποία κατηγορούν για δημιουργία «εχθρικού» περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις.

Αυξημένη φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές, γραφειοκρατία και έλλειψη ρευστότητας, όπως υπογραμμίζουν στην ερώτησή τους, αναγκάζουν χιλιάδες επιχειρήσεις και επαγγελματίες της χώρας μας είτε να μεταφέρουν την έδρα τους σε άλλες χώρες – όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος - είτε να ιδρύσουν νέες εταιρίες σε αυτές.

Επικαλούμενοι τα ευρήματα πλήθους ερευνών για τις φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες είτε για την ανάπτυξη υποδομών στην Ε.Ε. όπου η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην «αποεπένδυση», σημειώνουν: «Η Ελλάδα, υπό τη σημερινή Κυβέρνηση, δεν προσφέρει κανένα από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να πείσουν οποιαδήποτε εταιρεία, ημεδαπή ή αλλοδαπή, να επενδύσει στη χώρα μας. Οι εφορίες λαμβάνουν καθημερινά χιλιάδες αιτήσεις για αλλαγή φορολογικής έδρας. Επιπλέον, οι εταιρείες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες αναζητούν και άλλες λύσεις, ώστε να αποφύγουν την φορολογική και ασφαλιστική «καταιγίδα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μεταξύ άλλων, μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων των εταιρειών και επιχειρήσεων σε τρίτες χώρες, μειώνοντας αντίστοιχα τα δηλωμένα εισοδήματα στην Ελλάδα, Το ελληνικό κράτος έχει δημιουργήσει ένα «εχθρικό» περιβάλλον για την εγκαθίδρυση και ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικής δραστηριότητας».

Κατόπιν αυτών οι ερωτώντες βουλευτές της ΝΔ θέτουν 5 κρίσιμα ερωτήματα στους Υπουργούς Οικονομίας, Εργασίας, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, σχετικά με την υφιστάμενη κατάσταση και τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν για να βάλουν «φρένο» στο φαινόμενο της «μετανάστευσης» επιχειρήσεων.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης:

«Σε μια κρίσιμη περίοδο για την αντοχή και τη βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός εταιρειών και επαγγελματιών εγκαταλείπουν την Ελλάδα, μεταφέροντας την έδρα τους ή ιδρύοντας νέες εταιρείες σε άλλε χώρες (π.χ. Βουλγαρία, Κύπρος), ώστε να ευνοηθούν από τη χαμηλότερη φορολογία, τις πιο λογικές ασφαλιστικές εισφορές και γενικότερη τη λιγότερη “γραφειοκρατία” και τα εμπόδια.

… Εντυπωσιακά είναι, μάλιστα, τα ευρήματα μεγάλης έρευνας για τη φορολογία σε 155 χώρες που παρουσίασε η PwC. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση (Worldwide Tax Summaries – Corporate Taxeς 2015/16) η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση των χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος για επιχειρήσεις.

Η έρευνα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (με τίτλο «Ποιος διώχνει τις επιχειρήσεις από την Ελλάδα;»), με βάση την επεξεργασία στοιχείων της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2016, είναι, επίσης, αποκαλυπτική. Στην Ελλάδα ο φόρος που επιβάλλεται στις εταιρείες είναι 29%, όταν στη Βουλγαρία είναι μόλις 10%, στην Κύπρο 12,5%, στη Ρουμανία 16% και στην Τουρκία 20%. Στην Ελλάδα οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές (24,6%) το 2016 ήταν σχεδόν δέκα ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερες από το μέσο όρο των γειτονικών χωρών (15,2%), ενώ και ο ΦΠΑ ήταν τρεις μονάδες υψηλότερος από τον μέσο όρο των βαλκανικών και γειτονικών χωρών. Στην Κύπρο οι επιχειρηματίες πληρώνουν μόλις 7,8% επί των ακαθάριστων μισθών, στη Βουλγαρία τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται από 17,8% μέχρι 18,5% και στην Τουρκία βρίσκονται στο 17,5%. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τις ελληνικές επιχειρήσεις ανέρχεται στο 51,9% των εσόδων τους, ποσοστό μεγαλύτερο κατά 18 μονάδες από τον μέσο όρο των γειτονικών χωρών. Στην Κύπρο η αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνση μετρήθηκε στο 24,4%, στη Βουλγαρία 27%, στη Ρουμανία 42% και στην Τουρκία 40,9%.

Το συνολικό οικονομικό κλίμα είναι εξαιρετικά αρνητικό. Είναι ενδεικτική, άλλωστε, η έρευνα του Global Entrepreneurship Monitor που εκπόνησε στην Ελλάδα το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, σύμφωνα με την οποία, περίπου 200.000 άτομα διέκοψαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα κατά το 2015 στη χώρα μας. Η Ελλάδα, υπό τη σημερινή Κυβέρνηση, δεν προσφέρει κανένα από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να πείσουν οποιαδήποτε εταιρεία, ημεδαπή ή αλλοδαπή, να επενδύσει στη χώρα μας. Σχετική είναι και η έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη υποδομών στην ΕΕ, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται 1η στην ΕΕ στην αποεπένδυση, με το ύψος των επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα μας να μην φτάνει ούτε το 10% του ΑΕΠ. Η αξία των επενδύσεων βρίσκεται κάτω από τα 20 δισ. ευρώ, έναντι 60 και πλέον δισ. την προηγούμενη δεκαετία. Η σημερινή Κυβέρνηση δεν προωθεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις που καθορίζουν ένα υγιές περιβάλλον επενδύσεων και οικονομικής ανάπτυξης.

Το περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας έχει οδηγήσει χιλιάδες επιχειρηματίες και επαγγελματίες να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλες χώρες. Ενδεικτικό είναι ότι οι εφορίες λαμβάνουν καθημερινά χιλιάδες αιτήσεις για αλλαγή φορολογικής έδρας. Επιπλέον, οι εταιρείες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες αναζητούν και άλλες λύσεις, ώστε να αποφύγουν την φορολογική και ασφαλιστική «καταιγίδα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μεταξύ άλλων, μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων των εταιρειών και επιχειρήσεων σε τρίτες χώρες, μειώνοντας αντίστοιχα τα δηλωμένα εισοδήματα στην Ελλάδα, αναζητούν έμμεσους τρόπους αμοιβής και περιορίζουν στο ελάχιστο δυνατό τις επίσημες συναλλαγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2015, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα είχε οδηγήσει τη χώρα στο κατώφλι της εξόδου από την Ευρωζώνη και οι καταθέσεις σημείωναν βουτιά 23%, στη Βουλγαρία αυξήθηκαν κατά 10% και στη Ρουμανία κατά 8%. Στο διάστημα 2008 – 2016, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν κατά 41,6%, ενώ στη Βουλγαρία αυξήθηκαν κατά 74,2% και στη Ρουμανία κατά 50,5%.

Το ελληνικό κράτος έχει δημιουργήσει ένα «εχθρικό» περιβάλλον για την εγκαθίδρυση και ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι καινοτομίες, όπως και ένας ισχυρός εξωστρεφής προσανατολισμός, απουσιάζουν από την ελληνική πραγματικότητα. Σύμφωνα με το δείκτη καινοτομίας του Bloomberg για το 2016, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 33η θέση, σε σύνολο 50 χωρών, κάτω από την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Τσεχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα είναι μόλις 49η στην προστιθέμενη αξία της μεταποίησης και 40η στις δαπάνες για έρευνα και εξέλιξη. Υψηλή βαθμολογία λαμβάνει μόνο ως προς το ποσοστό των πολιτών που έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (που όμως παραμένουν άνεργοι ή μεταναστεύουν στο εξωτερικό), όπου κατατάσσεται μεταξύ των δέκα πρώτων χωρών».

Με την κοινοβουλευτική παρέμβαση, τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1. Ποιες οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των ελληνικών επιχειρήσεων που εγκαθίστανται στο εξωτερικό;
2. Πως θα αντιμετωπισθεί το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί η οικονομία, δεδομένου ότι οι αυξημένοι φόροι και εισφορές, η γραφειοκρατία και τα κάθε είδους εμπόδια, η έλλειψη ρευστότητας, η απουσία επενδύσεων και, συνακόλουθα, η στασιμότητα της αγοράς και η αβεβαιότητα του οικονομικού κλίματος μέχρι σήμερα έχουν οδηγήσει σε απροθυμία λειτουργίας ή/και ίδρυσης υγιών επιχειρήσεων στην Ελλάδα;
3. Πως προτίθεται η Κυβέρνηση να βελτιώσει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και το φορολογικό καθεστώς, όπως εισηγούνται και οι εκπρόσωποι των Ελλήνων επιχειρηματιών και των αρμόδιων φορέων, ώστε να αποθαρρύνει τη μεταφορά έδρας ή την ίδρυση ελληνικών εταιρειών σε άλλες χώρες. Ειδικότερα, δε, προτίθεται η Κυβέρνηση να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές;
4. Πως θα επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας, ώστε οι πολίτες και γενικότερα οι εγχώριοι και αλλοδαποί επενδυτές να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους σε καινοτόμους, βιώσιμους και εξωστρεφείς κλάδους επιχειρήσεων, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, προκειμένου να αποκλιμακωθεί η ανεργία και να αντιστραφεί το αρνητικό κλίμα στη χώρα μας;
5. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, τι ανταπόκριση έχουν μέχρι σήμερα τα χρηματοδοτικά εργαλεία (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός Νόμος, κα) που έχει χρησιμοποιήσει η Κυβέρνηση για την τόνωση της επιχειρηματικότητας; Πόσα χρήματα έχουν φτάσει στην πραγματική οικονομία και πόσα παραμένουν αναξιοποίητα σε ενδιάμεσα ταμεία, την ώρα που η αγορά έχει ανάγκη από τόνωση της ρευστότητας;».

Πηγή: Ναντίν Χαρδαλιά