Συζήτηση για 10ετή παράταση του ελληνικού χρέους

«Ωρα χρέους» περιμένουν όλοι να σημάνει τις επόμενες ημέρες, με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Οι αναταράξεις των προηγούμενων ημερών δεν αποκλείεται να προκαλέσουν βραχυκύκλωμα σε μια ήδη δύσκολη διαπραγμάτευση, αλλά είναι γεγονός ότι οι συζητήσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με στόχο μια συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος έχουν ήδη ξεκινήσει.

Τα δημοσιεύματα της περασμένης εβδομάδας στον γερμανικό Τύπο, ήθελαν το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών να ανεβάζει στα 120 δισεκατομμύρια ευρώ το κόστος για τη μετάθεση της πληρωμής τόκων του ελληνικού χρέους, μετά το 2040 - ένα κόστος που δεν γίνεται αποδεκτό από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

«Ο Σόιμπλε περιχαρακώνει τον χώρο του», σχολίαζε αξιωματούχος με γνώση των διαπραγματεύσεων, εννοώντας ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έστειλε το πρώτο σήμα, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με το ΔΝΤ, ότι οι κατ’ αρχήν προτάσεις του δεν περνούν.

Κι αυτό γιατί το ΔΝΤ ήταν εκείνο που είχε ζητήσει σταθεροποίηση επιτοκίων στο 1,5%, αναβολή πληρωμής τόκων έως το 2040 και παράταση ωριμάνσεων έως το 2070. Στην πραγματικότητα, κανείς –ούτε το ίδιο το ΔΝΤ– δεν περιμένει ότι τέτοιες προτάσεις, που ισοδυναμούν με ένα μεγάλο «κούρεμα», θα περάσουν.

Οι δύο πλευρές, πάντως, έχουν τώρα πάρει θέσεις. Η Γερμανία ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν θα κάνει τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί χαριστικό για την Ελλάδα. Ιδίως ενόψει εκλογών, το μήνυμα που θέλει να περάσει είναι ότι οι Έλληνες θα πληρώσουν μέχρι και το τελευταίο ευρώ. Οι πιέσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ επί σειρά ετών εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο, αναφέρουν πηγές με γνώση των διαπραγματεύσεων.

Οι πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν ότι οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται επισήμως μεν, αλλά με μυστικότητα, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και των ευρωπαϊκών πρωτευουσών έχουν προχωρήσει και ετοιμάζεται μια πολιτικά αποδεκτή λύση για όλους, με στόχο να παρουσιαστεί στο Eurogroup της 22ας Μαΐου.

Αξονας της λύσης αυτής είναι μια επιμήκυνση της λεγόμενης «μέσης σταθμισμένης διάρκειας» του χρέους το πολύ κατά 9-10 χρόνια. Αυτό θεωρείται ότι είναι το όριο που θα μπορούσε να αποδεχθεί ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Σημειώνεται ότι και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είχε παρουσιάσει στο πρόσφατο συνέδριο των Δελφών σενάριο με επιμήκυνση 8,5 χρόνια που οδηγούσε σε βιώσιμο χρέος, με πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μόνον έως το 2021 και στη συνέχεια 2% του ΑΕΠ.

Η «μέση σταθμισμένη διάρκεια» είναι ένας συνδυασμός της διάρκειας των ωριμάσεων, της περιόδου χάριτος και της σταθεροποίησης των επιτοκίων για ένα ορισμένο διάστημα. Το ζητούμενο είναι να αποδίδει ο συνδυασμός ένα αποτέλεσμα που θα οδηγεί σε δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους κάτω από 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και 20% μακροπρόθεσμα.

Αυτήν τη στιγμή, τα δάνεια του 2012 του EFSF/ESM, τα οποία κυρίως αφορά η διαπραγμάτευση, ύψους 142 δισ. ευρώ περίπου, έχουν περίοδο χάριτος για την πληρωμή κεφαλαίου έως το 2023 και για τους τόκους έως το 2022. Το δε επιτόκιό τους φτάνει περίπου στα 1,35%. Τα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου είναι ύψους περίπου 53 δισ. ευρώ, αρχίζουν να πληρώνονται από το 2020 και δεν έχουν περίοδο χάριτος για τους τόκους. Το δε επιτόκιό τους είναι πολύ χαμηλό, στο 0,15%.

Το «προφίλ» αυτό δεν είναι βιώσιμο, γιατί υπάρχουν χρονιές με εξαιρετικά υψηλές πληρωμές τόκων. Ωστόσο, μια ήπια αναδιάρθρωσή του (reprofiling), αναφέρουν οι τεχνοκράτες, μπορεί να το καταστήσει βιώσιμο και ταυτόχρονα πολιτικά ανεκτό για τη Γερμανία. Η ακριβής διατύπωση του νέου «προφίλ» έχει, πάντως, ακόμη δουλειά.

Η επιμήκυνση της «μέσης σταθμισμένης διάρκειας», στo πλαίσιο του reprofiling του χρέους, είναι η μία από τις 4 παρεμβάσεις που προβλέπουν τα υπό συζήτηση μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.

Οι άλλες τρεις είναι: 1. Οι επιστροφές των SMP’s και ANFAs, δηλαδή των κερδών κεντρικών τραπεζών και ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα, ύψους 6,7 δισ. ευρώ για την πληρωμή χρέους 2. Η ακύρωση του πέναλτι 2% που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους του 2ου ελληνικού προγράμματος. 3. Μερική εξόφληση των υφιστάμενων δανείων με τη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων που ενδεχομένως θα περισσέψουν από το τρίτο μνημόνιο (αυτήν τη στιγμή περισσεύουν 20 δισ. ευρώ).
Πηγή: Πηγή: Καθημερινή - Ειρήνη Χρυσολωρά