Ο δύσκολος Ιανουάριος της διαπραγμάτευσης

Η ανάσα ανακούφισης που πήραν τη Δευτέρα το απόγευμα στο υπουργείο Οικονομικών και το Μέγαρο Μαξίμου, όταν και είχαν ολοκληρωθεί τα προαπαιτούμενα μέτρα για την υποδόση του ενός δισ. ευρώ, έχει ήδη μετατραπεί σε ανάσα για... μακροβούτι, καθώς οι υποχρεώσεις της Αθήνας εν όψει του πρώτου ελέγχου του προγράμματος δεν δημιουργούν την αίσθηση ότι πρόκειται για μία εύκολη διαπραγμάτευση.

Μάλιστα, στελέχη των θεσμών θεωρούν πολύ πιθανό ο νέος κύκλος διαβουλεύσεων να διαρκέσει τελικά πολύ περισσότερο από ό,τι έχει προγραμματιστεί και κυρίως από ό,τι επιθυμεί η Αθήνα, με τη μοναδική καταληκτική ημερομηνία στον ορίζοντα να είναι και πάλι μία μεγάλη λήξη ομολόγων τον Ιούλιο του 2016, που έχει στην κατοχή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Ωστόσο, αυτό είναι το πλέον απαισιόδοξο σενάριο. Το βασικό σενάριο προβλέπει ότι οι εκπρόσωποι των τεσσάρων θεσμών που ελέγχουν την εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ και Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης – ESM) θα επιστρέψουν στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου, με στόχο η αποστολή τους να ολοκληρωθεί στις αρχές Φεβρουαρίου.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μέχρι τις 18 Ιανουαρίου δεν θα υπάρχουν επαφές μεταξύ των δύο πλευρών. Σύμφωνα με πληροφορίες, θα υπάρχει διαρκής επικοινωνία και ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών από τις αρχές του έτους, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα η συζήτηση που θα γίνει από τα μέσα του μήνα και μετά. Δεδομένου ότι στελέχη των δανειστών αναφέρουν πως η προεργασία της κυβέρνησης για τα «καυτά» ζητήματα του ελέγχου είναι προς το παρόν «φτωχή», η κυβέρνηση έχει μπροστά της λίγες ημέρες για να προετοιμαστεί σε τέτοιο βαθμό που να μη χρειαστούν μήνες για να επιτευχθεί συμφωνία.

Τα μεγάλα «αγκάθια» των επερχόμενων διαπραγματεύσεων είναι τρία:

1. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Οι αλλαγές θα έχουν δύο βασικές κατευθύνσεις:

•Τη βραχυπρόθεσμη εξοικονόμηση πόρων για το σύστημα. Η Αθήνα θα πρέπει να προσδιορίσει τα μέτρα που θα διασφαλίσουν εξοικονόμηση της τάξης του ενός δισ. ευρώ για το 2016, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί για συνολική εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ). Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός δεν αρκεί μόνο η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών (για την οποία επιμένει η κυβέρνηση παρά τις αντιρρήσεις των δανειστών) και θεωρείται δεδομένο ότι θα απαιτηθούν περικοπές και σε κύριες συντάξεις.

• Τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος. Οι θεσμοί έχουν ζητήσει να αυξηθούν τα έτη καταβολής εισφορών, ώστε να έχουν περισσότερα έσοδα τα ταμεία. Κάτι που σημαίνει και περισσότερα χρόνια εργασίας. Πρόκειται για τη βασική απαίτηση των δανειστών, οι οποίοι περιμένουν τις προτάσεις της κυβέρνησης για να τις αξιολογήσουν.

Ο πρωθυπουργός, πάντως, δήλωσε μέσα στην εβδομάδα ότι πρόθεσή του είναι να έρθει το νέο ασφαλιστικό στη Βουλή στις 15 Ιανουαρίου. Δηλαδή, λίγες ημέρες πριν από την έλευση των δανειστών για τον έλεγχο.

Αυτό σημαίνει ότι προηγουμένως θα πρέπει να έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στο παρασκήνιο μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς σε διαφορετική περίπτωση είναι πολύ πιθανό οι θεσμοί να μη συμφωνούν με διατάξεις που θα περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο (εφόσον κατατεθεί έως τις 15 Ιανουαρίου).

2. Οι αλλαγές στη φορολογία.

Το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να προχωρήσει σε αλλαγές στη φορολογία εισοδήματος, με στόχο την αύξηση των εσόδων κατά 150 εκατ. ευρώ, ενώ θα πρέπει να εντάξει στην κλίμακα και την εισφορά αλληλεγγύης. Οι αλλαγές αυτές, όμως, ίσως να αποδειχθούν «εύκολες» μπροστά στο άλλο σκέλος των φορολογικών ανατροπών που θα επέλθουν. Η κυβέρνηση δεν έχει άλλα περιθώρια καθυστέρησης στην αύξηση της φορολογίας των αγροτών και εκτιμάται ότι παρά τη μικρή δημοσιονομική τους επίπτωση (αύξηση εσόδων κατά 32 εκατ. ευρώ), τα εν λόγω μέτρα θα έχουν ισχυρή «πολιτική αντίσταση».

3. Τα νέα δημοσιονομικά μέτρα για το 2016 και έως το 2018.

Οι θεσμοί έχουν ήδη εκτιμήσει ότι υπάρχει δημοσιονομικό κενό – άρα ανάγκη νέων μέτρων– για το 2016 ύψους 900 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για μέτρα που θεωρούν ότι θα πρέπει να ληφθούν επιπροσθέτως των προαναφερθέντων αλλαγών σε ασφαλιστικό και φορολογικό. Επίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έχει ανεβάσει τον λογαριασμό των μέτρων που θα πρέπει να λάβει η κυβέρνηση από τώρα έως και το 2018 στα επίπεδα των 6,6 δισ. ευρώ. Αν και η πρόβλεψη αυτή θεωρείται υπερβολική ακόμα και από στελέχη των άλλων θεσμών, είναι ωστόσο ενδεικτική των πιέσεων που θα ασκηθούν στην κυβέρνηση τις επόμενες ημέρες για λήψη νέων μέτρων.

Συζητήσεις χωρίς την πίεση των ταμειακών διαθεσίμων

Για πρώτη φορά από την ένταξη της Ελλάδας στα Μνημόνια, μία ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί διαπραγμάτευση χωρίς την ασφυκτική πίεση των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας και τον υψηλό κίνδυνο χρεοκοπίας σε κάποια από τις υποχρεώσεις της προς το εξωτερικό.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα κρατικά ταμεία είναι γεμάτα, αλλά ότι οι υποχρεώσεις της χώρας είναι απλώς πολύ χαμηλότερες από ό,τι στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Με την εκταμίευση της υποδόσης του ενός δισ. ευρώ, καλύπτονται πλήρως οι υποχρεώσεις του Ιανουαρίου (επί της ουσίας είναι μία δόση προς το ΔΝΤ ύψους 458 εκατ. ευρώ). Επίσης, στο οικονομικό επιτελείο θεωρούν ότι μπορούν να διαχειριστούν και τον δυσκολότερο Φεβρουάριο που  πρέπει να  εξοφληθούν υποχρεώσεις 1,6 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 1,5 δισ. ευρώ είναι τόκοι). Παρόμοιο είναι και το ποσό των υποχρεώσεων της χώρας τον Μάρτιο (1,6 δισ. ευρώ).

Εχοντας στο... ιστορικό τους την εμπειρία των πρώτων 8 μηνών του 2015, στο οικονομικό επιτελείο θεωρούν ότι η κατάσταση –αν χρειαστεί– είναι διαχειρίσιμη. Βέβαια είναι διαχειρίσιμη υπό την προϋπόθεση ότι τα χρέη του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του θα αυξηθούν περαιτέρω και η πραγματική οικονομία θα «στεγνώσει» πλήρως, ενώ παράλληλα το κράτος θα συνεχίσει την άτυπη στάση πληρωμών που ενεργοποίησε φέτος προς όλους τους φορείς του Δημοσίου.

Είναι, όμως, διαχειρίσιμη και διότι στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου 2016 οι υποχρεώσεις της χώρας ανέρχονται μόλις σε 2 δισ. ευρώ. Το μεγάλο «αγκάθι» ολόκληρου του έτους είναι η λήξη των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ τον Ιούλιο, ύψους 2,3 δισ. ευρώ.

Έντυπη
Πηγή: Η Καθημερινή - Σωτήρης Νίκας