Οι κίνδυνοι της επόμενης μέρας και η κρισιμότητα της 20ης Ιουλίου

Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου θα έχει κομβική σημασία για το μέλλον της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα της κάλπης θα θέσει σε κίνηση μια σειρά εξελίξεων, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, οι οποίες θα λάβουν χώρα υπό τη δαμόκλειο σπάθη των υποχρεώσεων του κράτους μέσα στις δυο εβδομάδες που ακολουθούν.

Κατά τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση έχει χάσει πολλές «μαλακές» διορίες για την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές. Ωστόσο, η όποια διαπραγμάτευση ακολουθήσει το δημοψήφισμα θα γίνει πια υπό την πίεση της πρώτης πραγματικά «σκληρής» διορίας που μπορεί να κρίνει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας.

Ως ημερομηνία-κλειδί φαντάζει ξεκάθαρα η 20η Ιουλίου, οπότε και η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την αποπληρωμή ομολόγων που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε περίπτωση μη πληρωμής, θα είναι πολύ δύσκολο για την ΕΚΤ να συνεχίσει να τροφοδοτεί με ρευστότητα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο ουσιαστικά ήδη κρατά πάνω από την «επιφάνεια του νερού», με στήριξη περίπου 118 δισεκ. ευρώ.

Πριν την πληρωμή της Ευρωτράπεζας μάλιστα, υπάρχει μια σειρά άλλων υποχρεώσεων. Πρώτη, άμεση δοκιμασία θα είναι η δημοπρασία 6μηνων εντόκων γραμματίων την ερχόμενη Τετάρτη, από την οποία η Ελλάδα θέλει να αντλήσει τουλάχιστον 1,25 δισεκ. ευρώ. Δυο μέρες αργότερα, στις 10 Ιουλίου, λήγουν έντοκα αξίας 2 δισεκ., τα οποία θα πρέπει να αποπληρωθούν. Στις 13 του μηνός, έρχεται νέος λογαριασμός περίπου 450 εκατ. από το ΔΝΤ, ενώ την ίδια μέρα συνεδριάζει το Eurogroup.

Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος οδηγήσει σε οριστικό ναυάγιο τη διαπραγμάτευση, η απώλεια της «ομπρέλας» της ΕΚΤ μπορεί να πυροδοτήσει μερικά από τα χειρότερα σενάρια για την Ελλάδα. Μολονότι η χώρα θα βρίσκεται τυπικά στην ευρωζώνη, στην πράξη, το τραπεζικό σύστημα και η αγορά δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν ως νόμισμα το ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση, η πιο πιθανή λύση για την κυβέρνηση θα είναι η εισαγωγή ενός παράλληλου ή νέου νομίσματος (έστω και προσωρινά, που είναι δύσκολο) προκειμένου να ξανανοίξουν οι τράπεζες και να κινηθεί η αγορά.

Για τον μέσο πολίτη, η στροφή σε ένα αδύναμο νόμισμα θα σημάνει αυτόματη υποβάθμιση της αξίας των παγιδευμένων αποταμιεύσεών του. Επίσης, θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος παραδοσιακά πλήττει τους αποταμιευτές και τα σταθερά εισοδήματα (μισθωτούς, συνταξιούχους), καθώς ευτελίζει την αξία του (νέου) χρήματος στην πραγματική οικονομία.

Για το κράτος, ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι το όποιο κέρδος σε ανταγωνιστικότητα εξαγωγών και υπηρεσιών χάρις το υποτιμημένο νόμισμα θα εξανεμιστεί υπό το βάρος του χρέους, το οποίο θα παραμείνει σε ευρώ. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μέσα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας τα δημόσια έσοδα θα αυξάνονταν, στην πραγματικότητα θα «έχαναν» σε σχέση με το εξωτερικό χρέος που θα εκφράζεται σταθερά σε ευρώ.

Η «ψαλίδα» θα γινόταν ακόμα μεγαλύτερη σε περίπτωση συνεχών υποβαθμίσεων του ελληνικού νομίσματος, κάτι που είναι πιθανό, με δεδομένο ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διαθέτει τα συναλλαγματικά αποθέματα για να υποστηρίξει σκληρή-σταθερή ισοτιμία με ένα δυνατό νόμισμα όπως το ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, στα τέλη Μαΐου η ΤτΕ διέθετε αποθέματα αξίας 5,1 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι σε χρυσό.

Η κατάσταση μπορεί να γίνει σαφώς χειρότερη εάν ο μηχανισμός στήριξης EFSF αποφασίσει να κηρύξει άμεσα απαιτητά τα περίπου 140 δισεκ. ευρώ που έχει δώσει στην Ελλάδα, δικαίωμα που διατηρεί και μπορεί να ενεργοποιήσει άμεσα εάν κρίνει πως οι συνθήκες το επιβάλουν.

Μια τέτοια κίνηση από τον EFSF θα οδηγούσε τη χώρα σε πτώχευση, ενώ θα ανοίξει την πόρτα και σε άλλους δανειστές να ζητήσουν την επιτάχυνση αποπληρωμής των δικών τους χρημάτων (cross-acceleration και cross-default).

Ό,τι όμως κι αν επιφυλάσσει το αύριο, η αναπόφευκτη πραγματικότητα είναι πως η ήδη αδύναμη οικονομία έχει υποστεί ένα μεγάλο πλήγμα με μακροοικονομικές συνέπειες. Ακόμα κι αν οι τράπεζες ανοίξουν κανονικά από την Τρίτη, η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα έχει τρωθεί, και η εμπιστοσύνη είναι ένα «αγαθό» που κερδίζεται δύσκολα, χάνεται εύκολα και ανακτάται ακόμα πιο δύσκολα.

Με συρρικνωμένη βάση καταθέσεων, θα μειωθεί η δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία μέσω δανεισμού. Χωρίς τραπεζική πίστη, η εγχώρια επιχειρηματικότητα αποδυναμώνεται και δημιουργούνται λιγότερες θέσεις εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα.

Σε μια κλειστή οικονομία που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια ζήτηση-κατανάλωση, ο περιορισμός της ελεύθερης ροής κεφαλαίων πλήττει την αγορά, ενώ παράλληλα οι καταναλωτές δίνουν στα μετρητά μεγαλύτερη ψυχολογική αξία από την ονομαστική τους.

Αυτό βεβαίως έχει συνέπειες και για το κράτος, καθώς συμπίεση της οικονομικής δραστηριότητας, λιγότερες συναλλαγές (και κυρίως με μετρητά), ύφεση του δανεισμού και πτώση της κατανάλωσης σημαίνουν πτώση και στους άμεσους και έμμεσους φόρους, τους οποίους τα δημόσια ταμεία χρειάζονται πάρα πολύ.
Πηγή: Αλέξανδρος Μαράκης