Ασφαλείς οι καταθέσεις έως 100.000 ευρώ

Σε συμφωνία κατέληξε τα ξημερώματα της Πέμπτης το Συμβούλιο Οικονομικών Υποθέσεων της Ε.Ε. (ECOFIN) για το ενιαίο καθεστώς εκκαθάρισης των τραπεζικών ιδρυμάτων. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι καταθέσεις έως 100.000 ευρώ ανά πιστωτικό ίδρυμα θα είναι πλήρως εξασφαλισμένες σε κάθε περίπτωση τραπεζικής χρεοκοπίας.

Πέραν αυτού του σημείου όμως, το «κυπριακό μοντέλο» θα εφαρμόζεται πλέον παντού. Πιο συγκεκριμένα, οι τραπεζικές αναδιαρθρώσεις θα γίνονται κυρίως με «ίδια μέσα» (bail in) των τραπεζικών ιδρυμάτων. Μολονότι οι λεπτομέρειες του νομικού πλαισίου θα διασαφηνιστούν σε διαπραγματεύσεις που θα ξεκινήσουν το αμέσως προσεχές διάστημα με την Ευρωβουλή, η λογική του συστήματος θα είναι ότι πρώτα θα διαγράφονται τα κεφάλαια των μετόχων των τραπεζών και στη συνέχεια των ομολογιούχων και πιστωτών. Εφόσον, οι πόροι αυτοί δεν επαρκούν (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Κύπρου), τότε θα απομειώνονται οι ανασφάλιστες καταθέσεις, δηλαδή οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ.

Και στην παραπάνω ακραία περίπτωση, πάντως, θα γίνεται ιεράρχηση. Ειδικότερα, πρώτα θα «κουρεύονται» οι καταθέσεις νομικών προσώπων και μεγάλων εταιρειών. Ως εκ τούτου, θα δίνεται προτεραιότητα στην προστασία των ανασφάλιστων καταθέσεων φυσικών προσώπων, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και υποχρεώσεων έναντι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Εκτός από τις ασφαλισμένες καταθέσεις, εξαιρούνται επίσης από το «bail in» και οι υποχρεώσεις της χρεοκοπημένης τράπεζας έναντι των εργαζομένων της (μισθοί άνευ μπόνους, ασφαλιστικές υποχρεώσεις), οι καλυμμένοι ομολογιακοί τίτλοι, αλλά και τα διατραπεζικά δάνεια με περίοδο ωρίμανσης μικρότερη των επτά ημερών από την ημέρα της χρεοκοπίας.

Το νέο αυτό νομικό πλαίσιο θα ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες το αργότερο από το 2018 κι έπειτα, εφόσον βεβαίως δεν προκύψουν απρόοπτα στη νομοθετική διαδικασία που αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του έτους. Η φιλοσοφία του συστήματος είναι ότι δημόσιοι πόροι για τη διάσωση των τραπεζών θα χρησιμοποιούνται μόνο στην εσχάτη των περιπτώσεων και αφού έχει χρησιμοποιηθεί το εργαλείο του «bail in», ώστε να καλυφθεί τουλάχιστον το 8% όλων των επισφαλειών της εκάστοτε χρεοκοπημένης τράπεζας.

Από εκεί και πέρα, τα κράτη μέλη θα έχουν την υπό όρους ευελιξία να χρησιμοποιήσουν χρήματα από το εθνικό τους Ταμείο Εγγυοδοσίας των Ασφαλισμένων Καταθέσεων και το Ταμείο Εκκαθάρισης των Τραπεζών, για να βοηθήσουν τις τράπεζες, ώστε να αποφευχθεί η συστημική επιμόλυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η δημόσια συμβολή ωστόσο θα περιορίζεται στο 5% κατ’ ανώτατο όριο των συνολικών υποχρεώσεων της τράπεζας.

Οι πόροι των Ταμείων

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα προαναφερθέντα ταμεία θα είναι μεν δημόσια, αλλά οι πόροι τους θα προέρχονται από υποχρεωτικές συνδρομές του τραπεζικού τομέα. Πιο συγκεκριμένα, το Ταμείο Εγγυοδοσίας θα έχει πόρους ίσους με το 0,5% των ασφαλισμένων καταθέσεων και το Ταμείο Εκκαθάρισης πόρους ίσους με το 0,8% των ασφαλισμένων καταθέσεων.

Για τη συγκέντρωση των ανωτέρω συνδρομών, δίνεται περίοδος 10 χρόνων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 20ής Ιουνίου, οι συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης θα έχουν και πρόσβαση στο εργαλείο της απευθείας ανακεφαλαιοποίησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Για να τη διεκδικήσουν ωστόσο, θα πρέπει το οικείο κράτος να αποδεικνύει ότι υφίσταται συστημικός κίνδυνος για την Ευρωζώνη και ότι δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ανακεφαλαιοποίησής τους μόνο του.

Σε μία τέτοια περίπτωση, ο ΕΜΣ θα μπορεί να διαθέσει έως και το 80% των απαιτούμενων κεφαλαίων, ώστε να διαμορφωθεί ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας Core Tier 1 (δηλαδή των άμεσα ρευστοποιήσιμων στοιχείων) της δοκιμαζόμενης τράπεζας στο 9%.

Οι παραπάνω αποφάσεις σηματοδοτούν ριζική αλλαγή φιλοσοφίας σε σχέση με την τακτική που ακολουθούνταν έως σήμερα και κόστισε δημόσιους πόρους ίσους με το 13% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ, για τη διάσωση των τραπεζών.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να δημιουργείται η εντύπωση ότι πλέον οι καταθέσεις κινδυνεύουν περισσότερο.

Πρώτον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ ουδέποτε απολάμβαναν ειδικής προστασίας, ούτε υπήρχε κράτος που μπορούσε να εγγυηθεί το σύνολό τους. Πλέον υπάρχει ειδική πρόνοια για την προστασία και καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Δεύτερον, η Ε.Ε. έχει συμφωνήσει ήδη στους αυστηρότερους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας (CRD IV) που ενισχύουν τις αντοχές του τραπεζικού συστήματος.

Τρίτον, από το 2014 θα βρίσκεται σε λειτουργία ο ενιαίος μηχανισμός εποπτείας των τραπεζών, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Πηγές της Φρανκφούρτης έλεγαν στην «Κ» ότι μέχρι σήμερα η ΕΚΤ βασιζόταν στα στοιχεία που της έδιναν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και δεν είχε για παράδειγμα πλήρη εικόνα για το τι συνέβαινε στη Λαϊκή της Κύπρου, οι ανασφάλιστες καταθέσεις της οποίας τελικά εξαϋλώθηκαν. Ανάλογες καταστάσεις, διαβεβαιώνουν, δεν θα ανακύψουν στο μέλλον, όταν θα είναι σε λειτουργία ο ενιαίος μηχανισμός εποπτείας.

Τέλος, τόσο το μέγεθος του τραπεζικού τομέα της Κύπρου σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας, όσο και η διάρθρωση του χαρτοφυλακίου τους, αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η απομείωση έστω και ανασφάλιστων καταθέσεων θα αποτελεί από το 2018 οριακό σενάριο.

Μετά και τη συμφωνία για το ενιαίο καθεστώς εκκαθάρισης, οι περισσότεροι πυλώνες της «τραπεζικής ενοποίησης» της Ευρώπης βρίσκονται στη θέση τους. Η επόμενη μεγάλη πρόκληση είναι η σύσταση ενιαίας αρχής εκκαθάρισης των τραπεζών, η οποία θα λαμβάνει την απόφαση, σε κεντρικό επίπεδο, για την υπαγωγή μιας τράπεζας σε καθεστώς αναδιάρθρωσης ή χρεοκοπίας.

Με άλλα λόγια θα πρόκειται για τον οργανισμό που θα «πατάει το κουμπί, Παρασκευές απόγευμα», όπως χαρακτηριστικά λένε στις Βρυξέλλες.
Πηγή: Του Νίκου Χρυσολωρά - Η Καθημερινή