ΕΛΣΤΑΤ: Άγγιξε το 20% το ποσοστό των ελλήνων που απειλούνταν από τη φτώχεια το 2009

Το 19,6% του ελληνικού πληθυσμού απειλούνταν από τη φτώχεια το 2009 (άνοδος από 19% το 2008), ποσοστό που πιθανότατα έχει διευρυνθεί σημαντικά έκτοτε λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης στην οικονομία, την αύξηση της έμμεσης και άμεσης φορολόγησης και τη μείωση μισθών και συντάξεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2009 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), με κριτήριο τις αγοραστικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών.

Οι συνέπειες της μείωσης των εισοδημάτων των ελλήνων ήταν εμφανείς και στην πραγματική οικονομία. Η αύξηση του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών μείωσε τη μέση καταναλωτική δαπάνη αλλάζοντας ταυτόχρονα τις καταναλωτικές συνήθειες. Ειδικότερα, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για το 2009 ανήλθε στα 2.065,18 ευρώ (μείωση 2,5% σε σύγκριση με το 2008). Η πραγματική μείωση δε ανέρχεται στο 3,6% εάν συνυπολογίσει κανείς την αύξηση του κόστους ζωής.

Το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά τα είδη διατροφής (17,3%) και ακολουθούν οι μεταφορές (13,3%) και η στέγαση (11,2%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%). Τη διετία 2008-2009 παρατηρήθηκε επίσης μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και σημαντική μετατόπιση των δαπανών προς τη διατροφή, τα οινοπνευματώδη ποτά και την εκπαίδευση.

Το εργασιακό προφίλ των νοικοκυριών επίσης επηρέασε την καταναλωτική τους δραστηριότητα. Νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο πραγματοποίησαν, κατά μέσο όρο, το 74,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς, το 172,1% αυτής. Η μικρότερη μείωση σε σύγκριση με το 2008, καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο μισθωτό (-1,7%), ενώ η μεγαλύτερη (-7,8%) στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς, στοιχείο που πιθανώς υποδεικνύει την εργοδοτική αδυναμία αυτοαπασχολούμενων επιχειρηματιών και την σταδιακή περιστολή των δαπανών τους λόγω μείωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεών τους.

Όσον αφορά την ανισότητα μεταξύ του πληθυσμού, από την έρευνα προκύπτει ότι το μερίδιο των αγορών του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,4 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο μερίδιο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 το 2008). Η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,6% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι τα πλουσιότερα νοικοκυριά αφιερώνουν πολύ μικρότερο μερίδιο των μηνιαίων μέσων δαπανών τους για είδη διατροφής και για την υγεία συγκριτικά με τα φτωχότερα.
Πηγή: Μαράκης Αλέξανδρος