Γερμανία: Διχάζει η εισαγωγή ορίου στον κατώτατο μισθό

Η αλλαγή στάσης της ηγεσίας των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών χαιρετίστηκε θερμά από τα συνδικάτα. Οι εργοδότες κάνουν όμως λόγο για μια ‘πολύ ακατανόητη στάση’. Ο Ντίντερ Χουντ, προέδρος της Γερμανικής Ένωσης Εργοδοτικών Οργανώσεων ισχυρίζεται ότι με αυτόν τον τρόπο κινδυνεύουν θέσεις εργασίας.

Αντίθετη άποψη πάντως έχει η αρμόδια υπ. Εργασίας Ούρσουλα φον ντε Λάιεν, η οποία μιλώντας σήμερα στη γερμανική ραδιοφωνία DLF υποστήριξε:

«Ζούμε μια λογική εξέλιξη της αγοράς. Το θέμα δεν είναι εάν χρειαζόμαστε έναν κατώτατο μισθό, αλλά ποιος θα είναι αυτός. Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε μια ρωμαλέα ανάπτυξη της αγοράς εργασίας στη Γερμανία. Παρατηρούμε όμως και διαφορές στην εξέλιξη των μισθών. Προς τα επάνω αυξάνοντα, ενώ προς τα κάτω μένουν στάσιμοι. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα το πραγματικό εισόδημα μειώνεται. Εάν κάποιος έχει πλήρη απασχόληση και στο τέλος του μήνα δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης του, τότε για μένα αυτό είναι μια απαξίωση της εργασίας».

Από 6,53 μέχρι 12,95 ευρώ την ώρα


Στη Γερμανία κατώτατος μισθός αυτή τη στιγμή υπάρχει σε ορισμένους κλάδους και είναι διαφορετικός από κλάδο σε κλάδο, όπως συχνά επίσης είναι διαφορετικός στη Δυτική και στην Ανατολική Γερμανία. Αυτή τη στιγμή γενικά κυμαίνεται από 6,53 μέχρι 12,95 ευρώ την ώρα. Για παράδειγμα οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα εσωτερικών χώρων παίρνουν 8,55 ευρώ την ώρα στη Δυτική Γερμανία και 7 ευρώ στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας.

Τη στροφή των Χριστιανοδημοκρατών, όπως εκφράστηκε καταρχάς από την καγκελάριο Μέρκελ και αναμένεται να συζητηθεί στο συνέδριο του κόμματος στη Λειψία το Νοέμβριο, χαιρέτησε και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD Χουμπέρτους Χάιλ: «Θα ήταν πραγματικά καλό, εάν η CDU μετά από οχτώ χρόνια που μπλοκάρει τη συγκεκριμένη πρόταση ερχόταν ένα βήμα πιο κοντά στις θέσεις των Σοσιαλδημοκρατών. Η Γερμανία χρειάζεται τον κατώτατο μισθό, διότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια κατάσταση η οποία δεν επιτρέπει την εισαγωγή ενός κατώτατου μισθού σε όλους τους κλάδους».
Πηγή: Μαρία Ρηγούτσου/ Υπεύθ. σύνταξης: Βιβή Παπαναγιώτου